Η πιο σωστή λέξη για την αίσθηση που αποκτάς όταν ανεβείς στην κορυφή του σκουπιδόλοφου της Αττικής είναι: ισοπεδωτική. Απανωτά κροσέ στην όσφρηση, στο βλέμμα, στην ακοή. Έχουμε έρθει στη μεγαλύτερη ανοιχτή χωματερή της Ευρώπης.
Καθ’ οδόν για το «ξέφωτο», εκεί όπου θάβεται κάθε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο σκουπίδι που «γεννιέται» στην Αττική, έχουμε περάσει από ένα ανάχωμα που στήνεται, με πέτρες και φράχτη, για να στηριχτεί το κύτταρο ταφής. «Εδώ βλέπετε τη συνέχεια του κυττάρου» μας λέει ο Δημήτρης Γιώτης, ένας από τους επόπτες βάρδιας στο χώρο ταφής, περιγράφοντας αυτό που οι εργαζόμενοι στον ΧΥΤΑ αποκαλούν «μπάλωμα»- ένα νέο σήκωμα δηλαδή πάνω σε ήδη σκουπιδιασμένο έδαφος. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα θάβεται το 82% των απορριμμάτων ποσοστό τρομακτικά υψηλότερο από το 34% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σκουπίδι στο σκουπίδι
Το ρεπορτάζ αυτό μιλάει για την καθημερινότητα των ανθρώπων που δουλεύουν σε ένα από τα πιο δύσκολα πόστα όλης της χώρας, όμως το περιβάλλον εργασίας τους παίζει νευραλγικό ρόλο σε αυτή την καθημερινότητα. Σύντομη παρένθεση λοιπόν: Όλα αρχίζουν τη δεκαετία του 1960, όταν και οι περισσότεροι δήμοι της Αθήνας αρχίζουν να ξεφορτώνουν χωρίς καμία χωροθέτηση τα σκουπίδια τους σε ένα παλιό λατομείο στα Λιόσια. Το 1991 κλείνει η χωματερή του Σχιστού και ο χώρος στα Λιόσια αρχίζει να σηκώνει «μόνος του» το βάρος των απορριμμάτων όλου του λεκανοπεδίου. Μερικά χρόνια αργότερα δημιουργείται ο πρώτος ΧΥΤΑ (ΧΥΤΑ Ι Άνω Λιοσίων) και το 2000 σειρά παίρνει και ο δεύτερος (ΧΥΤΑ ΙΙ Άνω Λιοσίων).
Το 2003 αποφασίζεται η επέκταση στον Δήμο Φυλής και το 2006 έρχεται μια δεύτερη επέκταση. Τον Ιούνιο του 2018 ένα ρήγμα στον ΧΥΤΑ θα οδηγήσει σε προσωρινό λουκέτο και υπολειτουργία των εγκαταστάσεων για δέκα μέρες. Τα σκουπίδια «πνίγουν» τότε την Αθήνα. Στην πραγματικότητα, αυτό που παραδέχονται πρώην και νυν περιφερειάρχες και όλοι οι αρμόδιοι, είναι πως ο ΧΥΤΑ της Φυλής έχει γίνει πια τόσο «λάστιχο» από τα πανωσηκώματα που κάθε μήνας που περνάει, ο χώρος κινδυνεύει με μπλακ άουτ.
Σύμφωνα με το νέο σχέδιο της Περιφέρειας Αττικής, το 2025 ο ΧΥΤΑ θα αποτελέσει οριστικά παρελθόν. Το νέο σχέδιο προβλέπει ανάμεσα στα άλλα, την κατασκευή τριών νεών Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων σύγχρονης τεχνολογίας αλλά και έμφαση σε όλες τις μορφές ανακύκλωσης.
Γλάροι σαν τα Πουλιά του Χίτσκοκ
Όταν φτάνουμε στο ταμπάνι που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος και με έντονη κλίση, η πρώτη εικόνα που επικρατεί είναι το μανιασμένο πέταγμα των γλάρων πάνω από τα σκουπίδια. Το δυνατό κρώξιμο τους μαζί με τον ήχο των φορτηγών και των μηχανημάτων δημιουργούν μια αλλόκοτη ηχορύπανση. Το υστερικό πέταγμα για το τσιμπολόγημα των σκουπιδιών θυμίζει τα τρομαχτικά Πουλιά του Χίτσκοκ.
«Με το που χαράξει οι γλάροι είναι εδώ. Όταν δύει ο ήλιος έχουν φύγει» μας λέει ο Δημήτρης ο οποίος μας εξηγεί και τι εργασίες βλέπουμε μέσα σε αυτή τη βαβούρα. Τα σκουπιδιάρικα των δήμων μπαίνουν και βγαίνουν διαρκώς. Λογικό αν σκεφτεί κανείς πως ο χώρος δέχεται τα σκουπίδια 66 δήμων(!)
Αφού τα απορρίμματα ξεφορτωθούν στο σημείο που θα υποδείξουν οι εργάτες, τη δουλειά «αναλαμβάνουν» οι προωθητές γαιών, κοινώς μπουλντόζες, οι οποίες συμπιέζουν και σπρώχνουν προς το έδαφος τα σκουπίδια. Από δίπλα, άλλα φορτηγά, ξεφορτώνουν αδρανή υλικά για τη χωματοκάλυψη σε όσα σημεία «τερματίζουν». Η χωματοκάλυψη έχει διπλό ρόλο: κόβει τις μυρωδιές και εμποδίζει και το άρπαγμα των φωτιών.
«Και εγώ την πρώτη φορά που ήρθα εδώ έπαθα σοκ» μας λέει ο Δημήτρης και συνεχίζει: «Ήταν μια μέρα με χιόνια, με λάσπες… Λέω του πατέρα μου που είχε αναλάβει τότε ως εργολάβος ένα έργο εδώ: “φεύγω τώρα, δεν γίνεται”. Συνήθισα όμως σιγά σιγά και το κλίμα εργασίας είναι καλό. Αυτό που βλέπεις εδώ είναι το πιο δύσκολο από όλα τα στάδια της καθαριότητας. Τρως την βρώμα των σκουπιδιών στο 100% της. Είναι το τοπ της δυσκολίας από όλες τις απόψεις- και ειδικά από την έκθεση μας στα μικρόβια. Με όλα αυτά τα μικροσωματίδια και τη σκόνη που εισπνέουμε επιβαρύνουμε τον οργανισμό μας. Γι’ αυτό και δουλεύουμε 6 ½ ώρες και όχι 8. Ο ΧΥΤΑ είναι ανοιχτός και τις εφτά ημέρες της εβδομάδας, 06.00 με 19.00».
«Όλα μια συνήθεια είναι»
Ο Δημήτρης εργάζεται εδώ από το 2004. Πριν γίνει επόπτης ήταν χειριστής μπουλντόζας. Όπως λέει: «Όλα είναι θέμα συνήθειας. Το καλοκαίρι βέβαια είναι δύσκολα, η άσχημη μυρωδιά φτάνει στο αποκορύφωμά της. Σήμερα έχει κρύο και η μυρωδιά εγκλωβίζεται. Και σημείωσε πως όταν θερμοκρασία έξω είναι 40 βαθμοί κελσίου, εδώ φτάνει τους 50».
«Και τι κάνουν τότε οι εργαζόμενοι;» ρωτάμε τον Δημήτρη. «Οι χειριστές των μηχανημάτων έχουν air condition. Τα δύσκολα είναι για τους εργάτες που είναι έξω όρθιοι. Φέρνουμε εδώ πάνω λυόμενα με air condition για να κάνουν διαλλείματα».
Ο Δημήτρης λέει πάντως πως δεν είναι όλες οι δουλειές για όλους τους ανθρώπους και πως ακόμα κι αυτές που φαντάζουν «πολυτελείς», για άλλους είναι «φυλακή». Όπως το θέτει: «εγώ δουλειά γραφείου δεν θα μπορούσα να κάνω. Θα ένιωθα εγκλωβισμένος. Οι χειριστές των μηχανημάτων είμαστε πια σπάνιοι. Δεν υπάρχουν και πολλά έργα βέβαια πια».
Δουλειά – λειτούργημα αλλά με ολιγόμηνες συμβάσεις
Για τον Δημήτρη, το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς, δεν ήταν το σκληρό της περιβάλλον αλλά ο αγώνας για να την κάνει μόνιμη. Όπως εξηγεί: «Έκανα δικαστικό αγώνα για να κρατήσω τη δουλειά, μαζί με άλλους συναδέλφους. Στην αρχή εργαζόμουν με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών, μετά με σύντομα συμβόλαια πεντάμηνα». Όπως θα μας πει άλλος εργαζόμενος στη συνέχεια, το 60% των εργαζομένων στον ΧΥΤΑ είναι συμβασιούχοι.
«Αυτό που κάνουμε είναι λειτούργημα»
Το θετικό σύμφωνα με τον Δημήτρη είναι πως ο κόσμος δεν έχει πια ταμπού με τη δουλειά των ανθρώπων που δουλεύουν στην καθαριότητα όπως τα πιο παλιά χρόνια. «Το λέω με άνεση ότι δουλεύω εδώ. Η δουλειά μας, άμα κάτσεις και την σκεφτείς, είναι λειτούργημα. Για φανταστείτε να μην γινόταν. Τι θα συνέβαινε στην πόλη; Έχω ακούσει να λένε: “Εντάξει μωρέ στη χωματερή δουλεύεις και τι κάνεις;” Αν δεν έρθεις εδώ να το δεις δεν μπορείς να καταλάβεις την βαθύτερη έννοια αυτής της εργασίας. Μιλάμε για την καθαριότητα όλου του λεκανοπεδίου. Δυστυχώς, για μια τόσο βαριά δουλειά, τα λεφτά είναι λίγα».
Όσην ώρα παραμένουμε στο ταμπάνι πατώντας πάνω σε πολλαπλά στρώματα σκουπιδιών παρατηρούμε ότι εκτός από την βασική στολή οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν φορούν κάποια ειδική μάσκα για να μην εισπνέουν όλα αυτά τα μικροσωπατίδια. Και η συνήθεια της μυρωδιάς, όπως μας λέει ο Δημήτρης, δεν είναι ο μόνος λόγος που το κάνουν αυτό. Είναι δύσκολο να κρατάς πολλά πράγματα πάνω σου για τόσες ώρες. Παρ όλα αυτά ο, τι χρησιμοποιείται στη χωματερή, μένει στη χωματερή. «Αλλάζω τα ρούχα μου από εδώ ήδη. Μόλις μπω σπίτι, μπάνιο» λέει ο Δημήτρης.
30 χρόνια εργαζόμενος στα απορρίμματα
«Μετά το ψάρι στον Πειραιά έρχονται να φάνε και λίγο κρέας» λέει με τη σειρά του ο δεύτερος επόπτης, Γιώργος Κόντος, για τους ακούραστους γλάρους, σε μια προσπάθεια να ξεγελάσει την κακή αύρα που αναδύεται από αυτόν βρωμερό μικρό «ομφαλό» στη γη. «Κάτι πρέπει να κάνουμε» εξηγείται ο ίδιος. «Άμα πεις ότι θα κάτσεις εδώ, σε ένα μήνα είσαι έτοιμος. Αν γκρινιάζεις για την μυρωδιά δεν θα μπορέσεις ποτέ να δουλέψεις. Λες: “αυτό είναι, δεν γίνεται κάτι άλλο”. Η δουλειά φαίνεται δύσκολη αλλά για εμένα δεν είναι πια».
O Γιώργος Κόντος εργάζεται εδώ από το 1991. Πιο πριν ήταν οδηγός σε νταλίκες. «Δούλευα στα κοντέινερ στον Πειραιά. Εδώ έχω ωράριο, δεν είμαι στο τιμόνι και στον δρόμο συνέχεια. Χωρίστηκα και σε βάρδιες με την γυναίκα μου μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά μας. Ήρθα στον ΧΥΤΑ 30 χρονών και τώρα είμαι 60 και. Σε 1, 5 χρόνο παίρνω σύνταξη. Ούτε εγώ έχω ακούσει κάποιο σχόλιο για τη δουλειά μου, το ταμπού με αυτό το επάγγελμα ανήκει σε παλιότερες εποχές. Λέω ότι δουλεύω στη Φυλή και δεν ντρέπομαι καθόλου». Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, το βλέμμα πέφτει στα επίπεδα από πάνω μας. «Εδώ που στεκόμαστε είχε μεγάλο βάθος. Αυτό που πατάμε μπορεί να φτάσει κάποια στιγμή και τα 60 μέτρα ύψος» μας λέει ο κος Κόντος.
Η αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε καράβι
Ο 59χρονος Μπάμπης Στρουμπάκος, εργάτης που δίνει οδηγίες στα φορτηγά και τα μηχανήματα τι να κάνουν, περιγράφει πως βρέθηκε κι αυτός εδώ: «Επί 30 χρόνια ήμουν οικοδόμος, σοβατζής, αλλά έμεινα από δουλειά. Πενήντα εννιά χρονών που είμαι ποιος θα με έπαιρνε στη δούλεψη του; Ξεκίνησα με τετράμηνη σύμβαση. Τετράμηνο στο τετράμηνο έφτασα τον ενάμιση χρόνο. Σε δύο χρόνια βγαίνω σύνταξη. Ελπίζω να πάρω όλα τα τεράμηνα που χρειάζομαι ως τότε. Την πρώτη φορά που ήρθα, έφυγα ζαλισμένος. Είμαι εξίμιση ώρες πέρα-δώθε. Για την ώρα παίρνω βαρέα ένσημα αλλά όπως βλέπεις πάνε να τα κόψουν στους εργαζόμενους κι αυτά».
Κάποια στιγμή, ένα από τα φορτηγά κολλάει. Σε ελάχιστα λεπτά, μια μπουλντόζα καταφθάνει και το τραβάει. «Όταν βρέχει να δεις τι γίνεται» λέει ο κος Κόντος και προσθέτει: «Σκουπίδια είναι από κάτω τι θες να κάνει;»
«Τρέμει το πάτωμα!» λέμε ξαφνικά νιώθοντας ότι μόλις έχει κάνει έναν μικρό σεισμό. Πάνω σε ένα τέτοιο έδαφος, οι δονήσεις από τα μηχανήματα γίνονται ανά φάσεις αισθητές. «Και εγώ γυρνάω πίσω και νομίζω ότι κουνιέται το σπίτι» λέει ο κος Στρουμπάκος και συνεχίζει: «Έχω κάνει και ναυτικός όμως στη ζωή μου, οπότε εντάξει. Tο βιοαέριο που εισπνέουμε, αυτό είναι το βλαπτικό. Δεν χάνεις όμως την μυρωδιά σου ως αίσθηση. Όταν φύγεις από εδώ τα μυρίζεις όλα κανονικά μετά από λίγο. Η σύζυγος μου δουλεύει σε ένα εργοστάσιο στην Μεταμόρφωση. Έχω και παιδιά και εγγόνια. Δεν τους αρέσει η δουλειά που κάνω εδώ αλλά τι να πούνε;»
Το τραγικό γεγονός που άλλαξε το ωράριο του ΧΥΤΑ
Σε αυτό το σημείο έρχεται και μια πολύ θλιβερή πληροφορία. Το 2011 μια γυναίκα Ρομά θάφτηκε εδώ στη χωματερή. «Τότε ήταν που άλλαξε και το 24ωρο ωράριο λειτουργίας του ΧΥΤΑ και αποφασίστηκε οι εργασίες να σταματούν στις 19.00» εξηγεί ο κος Κόντος και συνεχίζει: «Δεν μπορούσες να τους δεις τους τσιγγάνους μέσα στο σκοτάδι.
»Η μπουλντόζα δεν έχει μεγάλη ορατότητα. Κοιμόντουσαν μέσα τα βράδια. Μόλις έχασε τη ζωή της η τσιγγάνα, άρχισαν τα επεισόδια, έκαψαν μηχανήματα. Τα έβαλαν μαζί μας.Και τώρα μπαίνουν, τα μεσημέρια. Μαζεύονται τουλάχιστον 80 άτομα, μπαίνουν από τους γύρω λόφους. Έρχονται από τον καταυλισμό της Νέας Ζωής και μαζεύουν τα σιδερικά για να τα ανακυκλώσουν».
Στον κοντινό ορίζοντα βλέπουμε καπνούς από φωτιές. «Οι τσιγγάνοι από τον Ασπρόπυργο τις βάζουν, καίνε καλώδια και λάστιχα για να πάρουν τον χαλκό. Γίνεται μεγάλο ντουμάνι» λέει ο κος Κόντος.
Οι πιο ήπιες εικόνες στα ζυγιστήρια
Στην επιστροφή για την έξοδο κάνουμε μια στάση στα ζυγιστήρια, εκεί όπου με ηλεκτρονικό τρόπο ζυγίζεται το φορτίο που φέρνει ο κάθε δήμος για να πληρώσει στη συνέχεια το ποσό που του αναλογεί. Τα φορτηγά των δήμων ζυγίζονται στο μικτό τους βάρος στην είσοδο και άλλη μια φορά στην έξοδο. Η διαφορά που προκύπτει είναι το σκουπίδι που έχουν αφήσει. Συναντάμε τον Γιάννη Γαλανόπουλο, 36 ετών, ο οποίος μας λέει και αυτός δύο λόγια. «Δουλεύω εδώ από το 2008. Ευτυχώς εγώ είμαι αορίστου χρόνου μετά από έξι χρόνια συμβάσεων».
Ο Γιάννης είναι παντρεμένος κι έχει ένα παιδάκι, 3 χρονών. Πριν έρθει εδώ δούλευε ως υδραυλικός. «Την γυναίκα μου την ενοχλεί λίγο η μυρωδιά όταν γυρνάω σπίτι. Πρέπει οπωσδήποτε να μπω για μπάνιο και τα ρούχα πάνε σε ξεχωριστό χώρο, έξω από το σπίτι. Εμείς το έχουμε συνηθίσει, δεν το καταλαβαίνεις από ένα σημείο και έπειτα. Δεν θα πω όμως ψέματα, φοβάμαι για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στην υγεία μου. Ένας συνάδελφος μας, σχετικά νέος, έφυγε πριν από μερικά χρόνια από καρκίνο του πνεύμονα. Δεν λέμε ότι το έπαθε σώνει και ντε από εδώ, αλλά το σκεφτόμαστε».
«Είναι πολύ το καυσαέριο και οι τοξικές ουσίες που εισπράττουμε» λέει η Λίλα Δεμερτζή, εργαζόμενη στα ζυγιστήρια, χωρίς όμως να χάνει την καλή της διάθεση.
Κακοπληρωσιά και πολιτικές υποσχέσεις
Φεύγοντας, αυτό που παίρνουμε μαζί μας είναι ότι η δουλειά αυτή είναι μια δουλειά εξαιρετικά δύσκολη όπως όμως και πολλές άλλες. Αυτό που σημειώνουν όμως οι εργαζόμενοι είναι ότι δεν πληρώνεται όπως θα έπρεπε.
«Σταθερά φωνάζουμε για τους μισθούς, είναι το πρώτο μας αίτημα» λέει αποχαιρετώντας μας ο κος Κόντος και προσθέτει: «Όλοι οι πολιτικοί έχουν περάσει από τον ΧΥΤΑ και όλοι παθαίναν πλάκα. Όλοι μας έλεγαν πρέπει να πάρετε κάτι παραπάνω, αλλά κανένας δεν μας το έδωσε. Μας συμπονούσαν, αλλά…..»