Η διαρροή πετρελαίου ποσότητας 100 τόνων από αγωγό στην περιοχή Κόμι, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Ρωσίας, το βράδυ της 11ης Μαΐου, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια τεράστια κηλίδα σε έκταση 1.300 στρεμμάτων και να προκληθεί ρύπανση στον ποταμό της περιοχής Κόλβα, στον οποίο διέρρευσαν περίπου 10 τόνοι της συνολικής ποσότητας, ανακοίνωσε η επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής για την προστασία της φύσης (Rosprirodnadzor) Σβετλάνα Ραντιόνοβα.
Η ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία Lukoil ανακοίνωσε ότι η επιχείρηση καθαρισμού της περιοχής άρχισε μετά την διαρροή που σημειώθηκε σε αγωγό που ξεκινάει από τις εγκαταστάσεις του κοιτάσματος στο Οφσκόγε και καταλήγει στις εγκαταστάσεις διύλισης της γειτονικής περιοχής Καριάγκα.
Ο κυβερνήτης της περιοχής Κόμι, Βλαντίμιρ Ουίμπα, δήλωσε ότι ο καθαρισμός της περιοχής θα διαρκέσει δύο με τρείς εβδομάδες.
Στην πλούσια σε υδρογονάνθρακες περιοχή Κόμι, λόγω διαρροής που είχε σημειωθεί σε αγωγό πετρελαίου τον Αύγουστο του 1994 εξαιτίας του πεπαλαιωμένου δικτύου αγωγών, σχηματίσθηκε μια από τις χειρότερες πετρελαιοκηλίδες στην ιστορία της Ρωσίας. Τότε είχαν διαρρεύσει συνολικά 79.000 τόνοι πετρελαίου ή 585.000 βαρέλια. Ανεξάρτητες εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 2 εκατομμύρια βαρέλια.
Στην 12 Μαϊου η παροχή του αγωγού στον οποίο σημειώθηκε η διαρροή σταμάτησε, ενώ την νύχτα της ίδια ημέρας στην πόλη Ουσίνσκ επιβλήθηκε καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Οι αρχές της πόλης ανακοίνωσαν παράλληλα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης του νερού, μετά την διαρροή πετρελαίου στην περιοχή του ταμιευτήρα νερού από τον οποίο τροφοδοτείται η πόλη Ουσίνσκ.
Ο υπουργός Φυσικών Πόρων και Προστασίας του Περιβάλλοντος της Δημοκρατίας Κόμι, Αλεξέι Κουζνετσόφ, δήλωσε σήμερα ότι η διαρροή έχει σταματήσει. Μετά το συμβάν ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά της εταιρείας ενώ η εισαγγελία διενεργεί έρευνες.
Η ρυθμιστική αρχή προστασίας της φύσης (Rosprirodnadzor) απαίτησε δια της νομικής οδού να διακοπεί η λειτουργία του συλλέκτη πετρελαίου που βρίσκεται στην μονάδα Lukoil-Komi, απ’ όπου διέρρευσαν οι ποσότητες πετρελαίου στον ποταμό Κόλβα, καθώς θεωρεί ότι ο συλλέκτης δεν πληροί τις προδιαγραφές ασφαλείας.
Διαρροή και στην Αρκτική
Η ρωσική εταιρεία Nornickel ανακοίνωσε σήμερα ότι αντλεί το πετρέλαιο ντίζελ σε μια από τις δεξαμενές καυσίμων που διαθέτει στην Αρκτική έπειτα από μια διαρροή 20 λίτρων που παρατηρήθηκε, προσθέτοντας ότι δεν υπήρξαν επιπτώσεις για το περιβάλλον.
Πριν από ένα χρόνο, είχαν διαρρεύσει 21.000 τόνοι πετρελαίου από μια ελαττωματική δεξαμενή στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην περιοχή του Νορίλσκ που ανήκει στην εταιρεία Nornickel, με αποτέλεσμα να υπάρξει ρύπανση του εδάφους και ενός παρακείμενου ποταμού στην περιοχή αυτή της Αρκτικής. Το ατύχημα αυτό, το μεγαλύτερο στην ιστορία που σημειώθηκε στην περιοχή της Αρκτικής, είχε ως συνέπεια για την εταιρεία να καταβάλει πρόστιμα ύψους 1,64 δισ. ευρώ.
Η νέα αυτή διαρροή που σημειώθηκε σήμερα είναι πολύ μικρότερη, ανακοίνωσε η εταιρεία, προσθέτοντας ότι ήδη έχει περισυλλέξει το καύσιμο που διέρρευσε. Η διαρροή εντοπίσθηκε κατά την διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας σήμερα σε μια δεξαμενή συνολικής χωρητικότητας 20.000 τόνων.
Η Nornickel ανακοίνωσε επίσης ότι άντλησε το εναπομείναν καύσιμο της δεξαμενής, το οποίο διοχέτευσε σε άλλες δεξαμενές για να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους. Ωστόσο δεν αποκάλυψε την ποσότητα του καυσίμου που είχε απομείνει, ούτε τον λόγο της διαρροής.
Η ρωσική ρυθμιστική αρχή προστασίας της φύσης Rosprirodnadzor, ανακοίνωσε ότι η ποσότητα καυσίμου τύπου ντίζελ που διέρρευσε από τον πυθμένα της δεξαμενής, οφείλεται σε διάβρωση που είχε υποστεί.
Η Nornickel είχε αποδώσει το ατύχημα που είχε σημειωθεί τον περασμένο χρόνο σε πιθανή τήξη του μόνιμα παγωμένου (περιαρκτικού) εδάφους. Ωστόσο οι τεχνικοί έλεγχοι που πραγματοποίησε η ρωσική ρυθμιστική αρχή κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διαρροή που προκλήθηκε το 2020, οφείλονταν σε σφάλματα που έγιναν κατά την διάρκεια της κατασκευής και της συντήρησης της δεξαμενής.
Η Nornickel, μετά το ατύχημα αποσυναρμολόγησε μερικές από τις παλιές δεξαμενές καυσίμων και ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει στις υποδομές 100 δισ. ρούβλια (1,1 δισ. ευρώ) για να αποφευχθούν στο μέλλον παρόμοιες διαρροές.
(φωτογραφία αρχείου)