Ξεκινάει αύριο η διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα και ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ελπίζει να κινητοποιήσει τις χώρες που θα συμμετάσχουν για μια διεθνή συμφωνία το 2015 στο Παρίσι. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία του αμερικανού προέδρου για να βάλει το όνομά του σε περίοπτη θέση στο κεφάλαιο της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο απέναντι σε μια απροθυμία του Κονγκρέσου να ψηφίσει νόμους για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και ακόμη περισσότερο να επικυρώσει μια διεθνή συνθήκη, ο αμερικανός πρόεδρος, που δήλωνε στην αρχή της δεύτερης θητείας του ότι παραμένοντας κάποιος αδρανής είναι σαν να «προδίδει» τις μελλοντικές γενιές, έχει περιορισμένο περιθώριο ελιγμών.
Η διάσκεψη που αρχίζει στη Νέα Υόρκη και θα ολοκληρωθεί έπειτα από 15 μήνες στο Παρίσι, «είναι η ευκαιρία για τον «πρόεδρο να αφήσει το σημάδι του» στο θέμα αυτό που είχε θέσει ως προτεραιότητα το 2008 όταν εξελέγη στον Λευκό Οίκο, υπογραμμίζει ο Αλντεν Μέγερ, του κέντρου έρευνας Union of Concerned Scientists στην Ουάσινγκτον.
Η τελευταία φορά που ο Ομπάμα συναντήθηκε με αρχηγούς κρατών για να προσπαθήσει να επιτύχει μια συμφωνία για το Κλίμα, τον Δεκέμβριο του 2009 στην Κοπεγχάγη, η αποτυχία ήταν πικρή, οδυνηρή. «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δικαίως είναι απογοητευμένοι από το αποτέλεσμα», δήλωνε μερικές ημέρες μετά τη σύνοδο στην πρωτεύουσα της Δανίας, η οποία είχε οδηγήσει τελικά στη σύνταξη ενός μικρού κειμένου.
Πέντε χρόνια αργότερα, η εξίσωση παραμένει τρομερά πολύπλοκη. «Νομίζω ότι σήμερα υπάρχει ταυτόχρονα περισσότερος ρεαλισμός και φιλοδοξία από ό,τι το 2009», δήλωσε ο Τοντ Στερν, βασικός αμερικανός διαπραγματευτής για το Κλίμα. «Ωστόσο αυτές οι διαπραγματεύσεις είναι πάντα δύσκολες», παραδέχτηκε στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης.
Βραχυπρόθεσμα, μοιάζει μάλλον απίθανο ότι οι 120 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που θα μετάσχουν στη σύνοδο κορυφής αυτή διάρκειας μιας ημέρας στη Νέα Υόρκη θα ανταποκριθούν στις προσδοκίες του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μουν που ζήτησε «τολμηρές ανακοινώσεις».
Ο Λευκός Οίκος έχει προειδοποιήσει ότι δεν πρέπει να αναμένονται συγκεκριμένοι «αριθμοί» όσον αφορά τους αμερικανικούς στόχους πέραν του 2020, οι οποίοι θα είναι στο επίκεντρο της συμφωνίας του Παρισιού. Σύμφωνα με τον Τζον Ποντέστα, σύμβουλο του Ομπάμα για το Κλίμα και την Ενέργεια, οι ΗΠΑ θα ανακοινώσουν «από τώρα έως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2015, έναν φιλόδοξο εθνικό στόχο.»
Επί του παρόντος, η κυβέρνηση Ομπάμα προτάσσει τα μέτρα που έλαβε τους τελευταίους μήνες για μείωση της κατανάλωσης των ορυκτών καυσίμων.
Στις αρχές Ιουνίου, ο Ομπάμα αποκάλυψε νέες προδιαγραφές για δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για το σύνολο των εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας: μείωση κατά 30% έως το 2030 σε σχέση με το 2005. Στόχος, ο άνθρακας, η ενέργεια με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που εξακολουθεί να κατέχει εξέχουσα θέση στο αμερικανικό ενεργειακό τοπίο (37% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας).
Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος προτιμά να αναβάλει τη δύσκολη αλλά κρίσιμη συζήτηση για τη νομική φύση της συμφωνίας που οι 195 χώρες της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή ελπίζουν να επιτύχουν στο τέλος του 2015 στη Γαλλία.
Το αμερικανικό Σύνταγμα ορίζει ότι κάθε συνθήκη νομικά δεσμευτική πρέπει να επικυρώνεται από τα δύο τρίτα της Γερουσίας, αδιανόητη εξίσωση στην παρούσα πολιτική ισορροπία. Όλοι θυμούνται το Πρωτόκολλο του Κιότο που υπογράφηκε ύστερα από διαπραγματεύσεις το 1997, αλλά ουδέποτε επικυρώθηκε από τις ΗΠΑ.
«Η συζήτηση για τη μορφή που θα λάβει η συμφωνία αυτή είναι ανοικτή», υπογραμμίζει ο Τοντ Στερν, ο οποίος θυμίζει ότι στο Ντέρμπαν το 2011, οι χώρες συμφώνησαν να καταλήξουν μέχρι το 2015 σε «ένα πρωτόκολλο, ένα άλλο νομικό μέσο ή μια προμελετημένη από κοινού λύση με νομική ισχύ». «Αυτό είναι ένας πολύ ελαστικός ορισμός» τονίζει.
Απέναντι σε διάφορες υποθέσεις που ακούγονται στην Ουάσινγκτον προκειμένου να βρεθεί ένα «υβριδικό σχήμα» για να αποφευχθεί μια ψηφοφορία καταπέλτης στη Γερουσία, πολλοί βουλευτές καταγγέλλουν εκ των προτέρων μια άρνηση της δημοκρατίας.
«Αυτό δυστυχώς δεν θα ήταν παρά ένα νέο παράδειγμα της τάσης της κυβέρνησης Ομπάμα … να αγνοεί τους εκπροσώπους του λαού όταν δεν συμφωνούν με αυτήν», δήλωσε ο Μιτς Μακ Κόνελ, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Γερουσία.
«Πολιτικά, οποιαδήποτε διεθνής συμφωνία θα είναι δύσκολο να εγκριθεί στις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, οι περισσότερες χώρες σε όλο τον κόσμο θέλουν μια νομικά δεσμευτική συμφωνία, θέλουν να διασφαλίσουν ότι οι ΗΠΑ και οι άλλες χώρες θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους», συνοψίζει η Τζένιφερ Μόργκαν του World Resources Institute (WRI). «Θα πρέπει να γίνουν λεπτοί χειρισμοί με τις άλλες χώρες, αυτή είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις για τον Ομπάμα».