Τις πάπιες της προστατευόμενης περιοχής της λίμνης Κερκίνης είχαν βάλει στο κυνηγετικό τους… στόχαστρο δύο άτομα, φιλοδοξώντας να απολαύσουν έναν απαγορευμένο, γκουρμέ μεζέ.
Οι λαθροθήρες εντοπίστηκαν από μικτή ομάδα περιπόλου του δασαρχείου Σιδηροκάστρου και της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας να κυνηγούν παράνομα πάπιες στο Εθνικό Πάρκο Λίμνης Κερκίνης και αφού αρνήθηκαν να σταματήσουν για έλεγχο, επιτέθηκαν στην περίπολο. Το δασαρχείο θα υποβάλει μήνυση για το περιστατικό και η αστυνομία έχει ήδη ξεκινήσει έρευνα για την αναγνώριση των δύο δραστών.
Όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η υπεύθυνη πολιτικής της Ορνιθολογικής, Μαλαμώ Κορμπέτη, το γεγονός είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό καθώς πρόκειται για μια περιοχή με εντατική φύλαξη και πλήθος επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο που απολαμβάνει, όλο τον χρόνο, την ομορφιά της φύσης και την ορνιθοπαρατήρηση.
«Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι παρά την αυστηρή φύλαξη, οι λαθροθήρες δεν πτοήθηκαν και πρόλαβαν να σκοτώσουν αρκετές πρασινοκέφαλες πάπιες», λέει η κ. Κορμπέτη.
Σύμφωνα με την Ορνιθολογική, πρόκειται για γνωστή παρέα λαθροθήρων, εναντίον της οποίας εκκρεμούν μηνύσεις και κατά το παρελθόν από ανάλογα περιστατικά στην ίδια περιοχή αλλά εξακολουθεί να κυνηγά παράνομα εντός του Καταφυγίου Άγριας Ζωής.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής δασάρχης Σιδηροκάστρου, Στέλιος Γαϊδαρτζής, τονίζει ότι «το συγκεκριμένο περιστατικό λαθροθηρίας καταδεικνύει το γεγονός ότι εξακολουθούν και σήμερα να εκδηλώνονται επιλήψιμες και καταδικαστέες συμπεριφορές συνανθρώπων μας, σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος».
«Με την εφαρμογή του σχεδίου φύλαξης στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Προγράμματος LIFE+ για την προστασία της νανόχηνας, στο οποίο συμμετέχουν και υπάλληλοι του δασαρχείου, εντατικοποιούνται οι έλεγχοι στις προστατευόμενες περιοχές, προλαμβάνονται και καταστέλλονται οι έκνομες ενέργειες και οι αξιόποινες πράξεις και ενισχύεται καθοριστικά η φύλαξη των πολύτιμων υδρόβιων πληθυσμών του υγροτόπου της λίμνης Κερκίνης», συμπληρώνει.
Η υλοποίηση του Προγράμματος LIFE+ γίνεται με την οικονομική υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τη συγχρηματοδότηση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Φυσικών Πόρων της Νορβηγίας.