Όποιος έχει μοιραστεί τη ζωή του με ένα σκύλο ξέρει πώς γίνεται αναπόσπαστο μέλος της οικογένειας και σε πόσο μεγάλο βαθμό συνεισφέρει με την αγάπη και την αφοσίωσή του. Αυτή την εμπειρία έζησε και η Barney Bardsley από τη Βρετανία, καταγράφοντας την κοινή ζωή της και τη στιγμή του αποχωρισμού με τη μικρή Muffin στο βιβλίο «Old Dog».
«Τα τελευταία 20 χρόνια έχω χάσει πολλά αγαπημένα μου πρόσωπα, από την καλύτερή μου φίλη μέχρι τη μητέρα, τον πατέρα και τον άνδρα μου. Σε όλες τις περιπτώσεις ήμουν δίπλα τους μέχρι τις τελευταίες ώρες αλλά ποτέ μέχρι την τελευταία στιγμή. Το ερώτημα ήταν μέσα μου ανοιχτό: Πώς είναι αυτή η στιγμή; Πώς πεθαίνουμε; Τώρα ξέρω, είναι το σκυλί μου η Muffin που μού το έμαθε. Τον περασμένο Απρίλιο, έπειτα από 12 χρόνια αφοσίωσης, «έφυγε» με μένα στο πλευρό της. Χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να γίνει αυτό αλλά ένιωθα πως ένα μυστήριο μού είχε αποκαλυφθεί.
Η Muffin ήταν πιστή και αφοσιωμένη από την πρώτη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας. Η κόρη μου Molly ήθελε απελπισμένα ένα κατοικίδιο αλλά ο σύζυγός μου Tim ήταν αυτός που πρώτος έκανε πραγματικότητα ένα παιδικό όνειρό του.
Πέντε χρόνια νωρίτερα είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Δεν υπήρχαν περιθώρια θεραπείας. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μας έγινε απλά μία αναμονή για το αναπόφευκτο. Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε αποφασίσαμε να πάρουμε σκύλο αλλά ήταν η καλύτερη απόφαση που θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει.
Τη στιγμή που ο Tim, η Molly κι εγώ μπήκαμε στο καταφύγιο αδέσποτων ζώων το 1999, η Muffin κατευθύνθηκε κατευθείαν στον Tim. Εκείνη ήταν ένα πλάσμα μια σταλιά, τριών χρονών, κακοποιημένη, ένα ζευγάρι τεράστια μάτια κι ένας σκελετός όλο κι όλο. Ο Tim ένας ψηλός άνδρας με βαριά φωνή και επιβλητικούς τρόπους. Ωστόσο εκείνη πήγε κατευθείαν επάνω του και από εκείνη τη στιγμή και έως το τέλος του ήταν ο αχώριστος σύντροφός του», γράφει η Bardsley στη Daily Mail με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της στις 18 του μήνα.
«Είμαι ευγνώμων για τη χαρά που του προσέφερε καθώς εκείνος αποσυρόταν σταδιακά από τα γνωστά κανάλια των διαπροσωπικών σχέσεων. Δεν την ένοιαζε αν ο Tim είχε καρκίνο. Της αρκούσε που μπορούσε να της πετά τη μπάλα!
Οι δυο τους άρχισαν να κάνουν μαζί βόλτα, που χρειάζονταν τόσο ο Tim όσο και η Muffin. Για τον άνδρα μου αυτή η βόλτα έγινε τόσο απαραίτητη που ανεξαρτήτως καιρού δεν την παρέλειπε ποτέ. Η Muffin χοροπηδούσε χαρούμενα δίπλα στα πόδια του.
Όταν δύο χρόνια μετά η κατάσταση της υγείας του άρχισε να επιδεινώνεται, η Muffin απλά προσαρμόστηκε. Οι δίωρες βόλτες ήταν παρελθόν αλλά έβγαιναν μαζί μέχρι την άκρη του δρόμου, για λίγο. Κι όταν τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο, εκείνη πάλι προσαρμόστηκε. Της αρκούσε να κάθεται στην άκρη του καναπέ ή δίπλα στο κρεβάτι του, για να φτάνει να τη χαϊδέψει με το χέρι του.
Τους τελευταίους τέσσερις μήνες της ζωής του ο Tim ήταν στο νοσοκομείο. Ευτυχώς μπορούσαμε όποτε θέλαμε να παίρνουμε τη Muffin μαζί μας στις επισκέψεις. Κι όσο τα πράγματα δυσκόλευαν εκείνη ζητούσε ακόμα λιγότερα: οι βόλτες της ήταν πολύ μικρές και τις περισσότερες ώρες την αγνοούσαμε, καθώς μας απορροφούσε η σκέψη του Tim.
Κι εκείνη πάλι προσαρμόστηκε.
Μετά το θάνατο του, η Muffin ανέλαβε να γίνει το στήριγμα άλλου μέλους της οικογένειάς μας: της Molly. Όταν χάσαμε τον μπαμπά της ήταν 11 χρονών, αρκετά μεγάλη για να συνειδητοποιήσει την απώλεια, αρκετά μικρή για να παρηγορηθεί στο παιχνίδι. Η Muffin έγινε ο δικός της αχώριστος σύντροφος στα ξέφρενα παιχνίδια τους. Κάποιες φορές κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και θρηνούσα για τον άνδρα μου. Αλλά όταν άνοιγα την πόρτα η Muffin ήταν πάντα απέξω.
Με το πέρασμα των χρόνων η Muffin κι εγώ μέναμε ολοένα και συχνότερα μόνες μας. Κι όταν το 2011 η Molly έφυγε για σπουδές, μείναμε οι δυο μας.
Έβλεπα πως είχε ήδη μεγαλώσει αρκετά. Κοιμόταν περισσότερο, οι βόλτες της ήταν ελάχιστες και οι ασθένειες περισσότερες. Το καλοκαίρι είχε πάθει κι ένα μικρό εγκεφαλικό. Τα πόδια της ήταν δύσκαμπτα, η ισορροπία της εύθραυστη. Είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, το ήξερα.
Ευτυχώς το τέλος ήρθε όπως θα το ήθελα. Ήρεμο, ομαλό, με μένα δίπλα της, Ένα πρωινό ξύπνησα και τη βρήκα ξαπλωμένη στο χωλ σχεδόν αναίσθητη. Ήξερα πως το παιχνίδι είχε τελειώσει.
Τη σήκωσα με προσοχή και της έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να είναι καθαρή και ήρεμη. Το μπάνιο δεν της άρεσε ποτέ αλλά εκείνη την ημέρα δεν αντέδρασε καθόλου.
Το ζεστό νερό, το προσεκτικό στέγνωμα και το βούρτσισμα τη χαλάρωσαν. Πήγε σιγά σιγά στο καλάθι της και αποκοιμήθηκε.
Έκανα δύο τηλεφωνήματα. Πρώτα σε μία φίλη μου, την κρίση της οποίας εμπιστεύομαι απολύτως. Και μετά στον κτηνίατρο, ο οποίος δεν μου χρύσωσε το χάπι. Ο χρόνος της Muffin είχε ήδη τελειώσει.
Όταν ήρθε στο σπίτι κάθισα δίπλα στο κεφάλι της, τη χάιδευα και της μιλούσα ήρεμα ενώ εκείνος της έκανε την ένεση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια της έκλεισαν.
Ήταν ελεύθερη. Φυσικά λυπήθηκα πολύ και μόλις το σοκ πέρασε ήρθε η ώρα των λυγμών. Μια εβδομάδα αργότερα όμως πήρα την τεφροδόχο της Muffin και πήγα στο δάσος. Κάτω από το δέντρο όπου είχα σκορπίσει λίγη από τη στάχτη του Tim σκόρπισα και τη δική της. Ο άνδρας και ο σκύλος ήταν πάλι μαζί.
Η πιστή μου φίλη μου έμαθε τόσα πολλά και όχι μόνο τις τελευταίες της στιγμές. Όχι μόνο για το θάνατο. Αλλά και για τη ζωή και πώς να την απολαμβάνεις».