Νέφος τύπου… Λονδίνου ταλανίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης και τις ευρύτερες σε αυτήν περιοχές καθώς, από τη στιγμή που ξεκίνησε η κακοκαιρία, στις αρχές Δεκεμβρίου, συνεπώς και η χρήση οικιακών μέσων θέρμανσης, καταγράφηκαν πέντε επεισόδια ατμοσφαιρικής ρύπανσης, δύο μεγάλα και τρία μικρότερα.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, ο τύπος αυτός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που καταγράφηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο και οφείλει το όνομά του στη βρετανική πόλη, αναγνωρίζεται από δείκτες όπως οι υψηλές συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων και διοξειδίου του θείου κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε συνδυασμό με κλιματολογικές συνθήκες υγρασίας, άπνοιας και θερμοκρασιακής αναστροφής (συγκέντρωσης θερμών αέριων μαζών σε ύψος 200 έως 300 μέτρων που αποτρέπουν τη διαφυγή των ρύπων σε υψηλότερα επίπεδα της ατμόσφαιρας).
Αντίθετα το νέφος τύπου Λος Άντζελες, ή αλλιώς φωτοχημικό, το οποίο παρατηρήθηκε στην αμερικανική πόλη τη δεκαετία του ’50, συναντάται σε πόλεις με υψηλά επίπεδα εκπομπών καυσαερίων από τα αυτοκίνητα και εκδηλώνεται παρουσία ηλιακής ακτινοβολίας, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
«Η Θεσσαλονίκη ανήκει στην πρώτη κατηγορία, εκείνη του νέφους τύπου Λονδίνου ή αλλιώς του νέφους αιθαλομίχλης που επιτείνεται από την καύση ξύλων σε τζάκια και σόμπες» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Προϊστάμενος του τμήματος Περιβάλλοντος του Δήμου Θεσσαλονίκης, χημικός μηχανικός, Μάξιμος Πετρακάκης.
Με αφορμή, μάλιστα, την καταγραφή πέντε επεισοδίων περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, επισημαίνει ότι δεν είναι τυχαία η εκδήλωση των δύο σοβαρότερων στις 15 και 16 Δεκεμβρίου και στις 25 και 26 Δεκεμβρίου, ημέρες αργιών ή σαββατοκύριακου, κατά τις οποίες οι βιομηχανίες υπολειτουργούσαν, η κυκλοφορία των οχημάτων διαμορφώθηκε σε χαμηλούς ρυθμούς ενώ δεν λειτουργούσαν ούτε τα σχολεία.
«Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο κόσμος μένει στο σπίτι του και τα περιστατικά της αύξησης των τιμών των ρύπων σημειώνονται τις βραδινές ώρες, γεγονός που μας οδηγεί να συμπεράνουμε ότι οφείλονται στην εκτεταμένη χρήση μέσων θέρμανσης» τονίζει και διευκρινίζει ότι οι μετρήσεις προέρχονται από τους σταθμούς ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις περιοχές Εγνατίας, Μαρτίου, Λαγκαδά, Επταπυργίου και Μαλακοπής.
Οι υψηλότερες, άλλωστε, τιμές αιωρούμενων σωματιδίων καταγράφηκαν στον σταθμό της οδού Λαγκαδά, στη δυτική Θεσσαλονίκη.
Τα άλλα, μικρότερης έκτασης περιστατικά, σημειώθηκαν στις 5, 8 και 11 Δεκεμβρίου ενώ τις τελευταίες μέρες λόγω της επικράτησης βορείων ανέμων και του γνωστού στη Θεσσαλονίκη Βαρδάρη, οι συνθήκες βελτιώθηκαν.
Πολύ πιθανό ένα νέο επεισόδιο
«Από σήμερα οι τιμές άρχισαν να μεγαλώνουν και πάλι. Αυτό, βέβαια, δεν είναι ένδειξη για την εκδήλωση επεισοδίου, ωστόσο είναι πολύ πιθανόν, αν επικρατήσει άπνοια, υψηλή υγρασία και θερμοκρασιακή αναστροφή, να εκδηλωθεί και πάλι νέφος αιθαλομίχλης» τονίζει ο κ. Πετρακάκης.
Αναφέρει, επίσης, ότι σύμφωνα με τα κλιματολογικά στοιχεία για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, υπάρχει προοπτική εμφάνισης του νέφους εντός του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, δεδομένων και των αναμενόμενων Αλκυονίδων ημερών.
«Αν συνεχίσουμε να καίμε ξυλεία όπως τώρα θα έχουμε πρόβλημα» τονίζει και συνιστά στους πολίτες να ενημερωθούν για τη σωστή χρήση του τζακιού και της σόμπας.
Συστάσεις προς το κοινό
«Χρειάζεται συγκεκριμένη τεχνογνωσία και για την θέρμανση, κάτι που το γνώριζαν καλά οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας που χρησιμοποιούσαν τις σόμπες και καθάριζαν με λεπτομέρεια τα μπουριά και τις καπνοδόχους. Σήμερα πολλοί διαθέτουν τζάκια στα σπίτια τους και τα έχουν σαν μπιμπελό στο σαλόνι.
Ωστόσο δεν γνωρίζουν πώς να τα χρησιμοποιήσουν σωστά για θέρμανση» αναφέρει. Συνιστά, εξάλλου, την ενημέρωση του κόσμου για την ποιότητα των στερεών καυσίμων, τη χρήση πιστοποιημένων εστιών και σομπών αλλά και τους τρόπους συντήρησής τους.
Σε αυτό το «μήκος κύματος» το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας / Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της αλόγιστης χρήσης ακατάλληλων για καύση υλικών.
Σε ανακοίνωσή του υπογραμμίζει ότι δεδομένης της εκτεταμένης χρήσης τζακιών και λεβήτων βιομάζας και ξύλου, θα πρέπει να λαμβάνονται συγκεκριμένες προφυλάξεις για την προστασία της υγείας των πολιτών και του περιβάλλοντος. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
-η χρήση μόνο των καυσίμων για τα οποία είναι σχεδιασμένος ένας λέβητας
-η χρήση εγκεκριμένης και καλής ποιότητας καύσιμης ύλης (τα ξύλα θα πρέπει να είναι ξερά και να έχουν κοπεί τουλάχιστον έναν χρόνο πριν)
-η αποφυγή της χρήσης βαμμένων ή βερνικωμένων ξύλων, προϊόντων επιπλοποιίας, χαρτιών, πλαστικών, υφασμάτων, σκουπιδιών, καλωδίων και ελαστικών καθώς και ξυλείας εμποτισμένης με χημικά (για αργή καύση και εύκολο άναμμα).
Σε διαφορετική περίπτωση το ΤΕΕ επισημαίνει τους κινδύνους απελευθέρωσης επικίνδυνων ουσιών στην ατμόσφαιρα αλλά και στο ίδιο το σπίτι (βαρέα μέταλλα, διοξίνες, αλογονούχες ενώσεις, πολυκυκλικοί υδρογονάνθρακες ή και αέρια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν πνευμονικά προβλήματα).