Στην κορυφή του καταλόγου με τα καλύτερα βιοκαύσιμα βρίσκονται το πυρηνόξυλο και τα πέλλετ ξύλου, όπως έχει διαπιστωθεί από τις αναλύσεις και τις έρευνες που διεξάγει το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) σε περισσότερα από διακόσια είδη βιομάζας τα τελευταία δύο χρόνια.
Συγκεκριμένα μελετώνται δείγματα από πέλλετ που κατασκευάζονται από διαφορετικά είδη ξυλείας, από αγροτικά υπολείμματα, ελαιοπυρηνόξυλο, κουκούτσια από ροδάκινο, ακόμη και το κλάσμα του σκουπιδιού που δεν μπορεί να ανακυκλωθεί (RDF).
Οι άριστες επιδόσεις του πυρηνόξυλου για την παραγωγή ενέργειας αναδεικνύουν από μόνες τους τις δυνατότητες αξιοποίησης του υπολείμματος της επεξεργασίας της ελιάς για την παραγωγή λαδιού, από μια χώρα όπως η Ελλάδα που αποτελεί μια από τις κύριες παραγωγικές δυνάμεις ελαιολάδου υψηλής ποιότητας.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι παραγωγοί ελαιολάδου από την Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία εξάγουν αυτή τη στιγμή το πυρηνόξυλο στην Αγγλία και τις Σκανδιναβικές χώρες που το χρησιμοποιούν ευρύτατα για την παραγωγή ενέργειας» τονίζει στο ΑΜΠΕ ο ερευνητής του ΕΚΕΤΑ / ΙΔΕΠ Παναγιώτης Γραμμέλης, με αφορμή την συμμετοχή του στο διεθνές συνέδριο που φιλοξενεί στην Κοζάνη η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, για την Περιφερειακή Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βιοενέργεια.
«Το πρόβλημα είναι ότι γίνονται στη χώρα μας αποσπασματικές προσπάθειες που τελικά δεν ευδοκιμούν. Αυτό συνέβη με την περίπτωση της χρήσης αγριοαγκινάρας στη μεικτή καύση με λιγνίτη που δοκιμάστηκε πριν από δύο χρόνια σε ατμοηλεκτρικό σταθμό της Δυτικής Μακεδονίας. Το πείραμα πέτυχε αλλά δεν προχώρησε λόγω αδυναμίας συνεργασίας των αγροτικών φορέων της περιοχής με τη ΔΕΗ» σημειώνει ο κ. Γραμμέλης και προσθέτει: «αν υπάρξει συνεργασία της πολιτείας με ερευνητικούς οργανισμούς και εταιρείες του κλάδου της βιομηχανίας, τότε είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια θα τελεσφορήσει».
Ήδη η Αυστρία, εκμεταλλευόμενη το δασικό της πλούτο έχει «επενδύσει» ιδιαίτερα στον τομέα των πέλλετ ξύλου και αποτελεί σήμερα πρωτοπόρα, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, χώρα καθώς οι καυστήρες πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από καυστήρες πέλλετ.
Στην Ελλάδα, πάλι και ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία, η πλειοψηφία των κατοίκων που μένει εκτός των πόλεων που διαθέτουν συστήματα τηλεθέρμανσης (Κοζάνη και Πτολεμαϊδα), στρέφεται κυρίως στη λύση της ξυλόσομπας καθώς αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος για την προμήθεια πετρελαίου θέρμανσης αλλά και στις οικονομικές προϋποθέσεις για μια εγκατάσταση λέβητα πέλλετ που απαιτεί από 3.000 έως 10.000 ευρώ, ανάλογα με την τεχνολογία και το βαθμό αυτοματοποίησης στη χρήση.
«Η νούμερο ένα λύση για τη Δυτική Μακεδονία, η πιο προτιμητέα και οικονομική είναι η ξυλόσομπα, μια λύση που μειώνει το κόστος της θέρμανσης, σίγουρα όμως επιβαρύνει περιβαλλοντικά την ατμόσφαιρα πολύ περισσότερο από την τηλεθέρμανση λόγω του πλήθους των μονάδων στα σπίτια και της απουσίας μιας κεντρικής μονάδας» σχολιάζει ο ερευνητής του ΕΚΕΤΑ.
Την ίδια στιγμή, όπως τόνισε στη εισήγησή του στο συνέδριο, η ευρωπαϊκή τεχνολογική πλατφόρμα για την ανανεώσιμη θέρμανση και ψύξη, ένα ευρωπαϊκό όργανο που λειτουργεί εδώ και δύο χρόνια, προωθεί τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ειδικότερα ασχολείται με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για μικρούς λέβητες και βιομηχανικούς λέβητες με σκοπό τη μεγιστοποίηση της απόδοσής τους σε ενέργεια και την αξιοποίηση υλικών βιομάζας με τη μεγαλύτερη δυνατή ενεργειακή πυκνότητα.