Ένα από τα πλέον απειλούμενα είδη του πλανήτη, τις τίγρεις, ευελπιστούν οι επιστήμονες πως θα σώσει το φάρμακο που χρησιμοποιείται κατά της στυτικής δυσλειτουργίας, το Βιάγκρα.
Επιστήμονες και περιβαλλοντικές οργανώσεις εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο «θαυματουργό» μπλε χαπάκι για τη διάσωση των πανέμορφων αιλουροειδών.
Για χιλιάδες χρόνια, άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χρησιμοποιούν μέλη ζώων για τη θεραπεία δεκάδων παθήσεων και προβλημάτων υγείας.
Ειδικότερα, στην Ασία και ιδιαίτερα στην Κίνα οι «θεραπευτές» που εξασκούν την παραδοσιακή κινεζική ιατρική χρησιμοποιούν μέρη σώματος σπάνιων και δυνατών ζώων.
Στα αρχαία γιατροσόφια συμπεριλαμβάνεται και η θεραπεία της στυτικής δυσλειτουργίας με φάρμακο από πέος τίγρεως.
Με το εξπρές της κινεζικής οικονομίας να επιταχύνει, αυξήθηκε και ο αριθμός των ζώων που σκοτώνονται έτσι ώστε τα μέλη τους να χρησιμοποιηθούν σε φάρμακα και πολυτελή προϊόντα.
Έτσι, οι ειδικοί ελπίζουν πως η ένταξη φαρμακευτικών προϊόντων, όπως το βιάγκρα, σε κοινωνίες που εξασκούν την παραδοσιακή ιατρική, ενδέχεται να βοηθήσει στη μείωση της σφαγής απειλούμενων ζώων.
«Δεν έχουμε εξετάσει αυτή την ιδέα εμπειρικά, ωστόσο πιστεύουμε ότι τα ραγδαία και ορατά αποτελέσματα του βιάγκρα αυξάνουν τις πιθανότητες να το δοκιμάσουν άνθρωποι που κάτω από άλλες συνθήκες θα απέφευγαν τα δυτικά φάρμακα», τόνισε σε δηλώσεις του ο William von Hippel, ψυχολόγος στο πανεπιστήμιο της Νότιας Νέας Ουαλίας.
Ο Δρ. Von Hippel πριν λίγο καιρό ολοκλήρωσε την έρευνά του για την αποδοχή του βιάγκρα στην κινεζική αγορά.
Όπως προέκυψε από τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Environmental Conservation, οι άνδρες μέσης ηλικίας στην Κίνα έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τις παραδοσιακές θεραπείες για τη στυτική δυσλειτουργία με το μπλε χαπάκι.
Ωστόσο, συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά φάρμακα από μέλη ζώων για άλλα προβλήματα υγείας.
Εκτιμάται ότι στην Κίνα έχουν απομείνει μόνο 20 τίγρεις στην άγρια φύση και η ζήτηση καλύπτεται από την Ινδία, όπου ακμάζει η λαθροθηρία.
Στην Ινδία σήμερα ζουν περίπου 1.200 τίγρεις, δηλαδή 50% λιγότερες συγκριτικά με τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο πληθυσμός τους στις αρχές του 20ου αιώνα ανερχόταν σε 100.000.