Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι για να περιοριστεί η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη απαιτούνται επενδύσεις ύψους 5 τρισ. δολαρίων έως το 2020 σε ανανεώσιμη ενέργεια, ενεργειακή αποδοτικότητα και πιο «καθαρές» μεταφορές.
Στην περίπτωση που δεν τεθούν προτεραιότητες, διαφορετικές από τις σημερινές, ακόμη και σε ένα περιβάλλον μέτρων λιτότητας σαν το σημερινό, ο κόσμος διατρέχει σοβαρά τον κίνδυνο να ανέλθουν οι θερμοκρασίες κατά 6 βαθμούς Κελσίου, προειδοποιεί.
«Υπουργοί, έχετε μπροστά σας μια εξαιρετική ευκαιρία» είπε ο αναπληρωτής εκτελεστικός διευθυντής του IEA, Ρίτσαρντ Τζόουνς στους υπουργούς 23 χωρών, που συμμετέχουν στη διήμερη τρίτη υπουργική συνάντηση για την καθαρή ενέργεια (Clean Energy Ministerial), στο Λονδίνο.
«Παρακαλώ, πάρτε στα σοβαρά την προειδοποίησή μας για ανεπαρκή πρόοδο στον τομέα της καθαρής ενέργειας» συνέχισε, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους των χωρών, που συνολικά αντιπροσωπεύουν το 80% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης.
«Με τις σημερινές πολιτικές, αναμένουμε αύξηση κατά ένα τρίτο της χρήσης ενέργειας και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, έως το 2020 και σχεδόν διπλασιασμό, έως το 2050. Αυτό θα ωθήσει, πιθανά, τις παγκόσμιες θερμοκρασίες κατά 6 βαθμούς Κελσίου, τουλάχιστον. Μια τέτοια έκβαση θα φέρει τις μελλοντικές γενιές αντιμέτωπες με σημαντικές ταλαιπωρίες, οικονομικές, περιβαλλοντικές και ενεργειακής ασφάλειας» υπογράμμισε ο Ρίτσαρντ Τζόουνς.
Τα μέτρα λιτότητας στο οποία προχωρούν οι κυβερνήσεις, καθώς προτάσσεται η ανάγκη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, απειλούν με καθυστέρηση την απογείωση των τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα, με τις περικοπές στους κρατικούς προϋπολογισμούς να έχουν οδηγήσει στις χαμηλότερες επενδύσεις καθαρής ενέργειας στα τελευταία τρία χρόνια.
Οι επενδύσεις αυτές εκτινάχθηκαν στο ιστορικό ρεκόρ των 263 δισ. δολαρίων το 2011, αλλά τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2012 έδειξαν ότι οι επενδυτικές διαθέσεις στον τομέα υποχώρησαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009, στα 27 δισ. δολάρια.
Με ενδιαφέρον, ωστόσο, οι συμμετέχοντες στη συνάντηση άκουσαν τον βρετανό υπουργό Ενέργειας Έντουαρντ Ντέιβι- ο οποίος, μετά του αμερικανού ομολόγου του, Στίβεν Τσου, ήταν οι οικοδεσπότες της τρίτης συνάντησης του CEM- να λέει ότι «ο κίνδυνος είναι ότι η ύφεση καθυστερεί τις επενδύσεις χαμηλών εκπομπών άνθρακα, αφήνοντάς μας με μια κληρονομιά υψηλών εκπομπών όταν ανακάμψει η παγκόσμια οικονομία». Αυτή η φράση ειπώθηκε από τον κυβερνητικό αξιωματούχο μιας χώρας, της οποίας η οικονομία διολίσθησε, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία, σε ύφεση.
Η έκθεση «Ιχνηλατώντας την πρόοδο στην καθαρή ενέργεια», που παρουσίασε στη συνάντηση ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, έδειξε ότι μόνον μία από τις έντεκα τεχνολογίες καθαρής ενέργειας παραμένει σε τροχιά επίτευξης της συμβολής της στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2020.
Ο IEA εκτιμά ότι, παγκοσμίως, το επιπρόσθετο, βραχυπρόθεσμο κόστος για την επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών θα ανέλθει σε 5 τρισ. δολάρια, έως αυτό το χρονικό όριο. Ωστόσο, έως και 4 τρισ. δολάρια μπορούν να εξοικονομηθούν αυτή την περίοδο, μέσω μικρότερης κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, με αποτέλεσμα το επιπλέον καθαρό κόστος για τα επόμενα 10 χρόνια να ανέρχεται σε 1 τρισ. δολάρια.
Το ποσό παραμένει υψηλό, λαμβανομένου υπόψη του σημερινού οικονομικού περιβάλλοντος. Ο Ρίτσαρντ Τζόουνς επισημαίνει, όμως, ότι για κάθε ένα ευρώ που δεν δαπανάται, πριν το 2020, στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, θα πρέπει, μετά, να επενδυθούν 4,3 ευρώ, για να επανέλθει ο πλανήτης σε τροχιά ανόδου της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου, αντί ανόδου κατά 6 βαθμούς, που θα έλθει σαν αποτέλεσμα της διατήρησης των σημερινών πολιτικών.