Τις 10 «υπερδυνάμεις» βιώσιμης ανάπτυξης που θα αλλάξουν το επιχειρηματικό τοπίο τα επόμενα χρόνια καταγράφει η νέα έρευνα της KPMG «Expect the Unexpected: Building Business Value in a Changing World».
Όπως σημειώνεται στην έρευνα «λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση των δέκα αυτών υπερδυνάμεων, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους περιβαλλοντικής προσαρμογής των επιχειρήσεων (το οποίο διπλασιάζεται σχεδόν κάθε 14 έτη), οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναμένουν αυξήσεις στα κόστη που συνδέονται με περιβαλλοντικά θέματα, τα οποία συχνά δεν απεικονίζονται στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, και προσδοκώντας ότι οι υπερδυνάμεις αυτές θα δημιουργήσουν ταυτόχρονα επιχειρηματικές ευκαιρίες, οι επιχειρήσεις και οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να λάβουν κοινές στρατηγικές αποφάσεις για το μέλλον και να τις θέσουν σε άμεση εφαρμογή».
Η έρευνα εξετάζει θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η διακύμανση των τιμών ενέργειας και καυσίμων, η διαθεσιμότητα και τιμή του νερού καθώς και άλλων φυσικών πόρων, η πληθυσμιακή αύξηση κ.α. Επίσης εξετάζεται πώς αυτές οι παγκόσμιες δυνάμεις επηρεάζουν τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία και γίνεται ένας υπολογισμός για τα περιβαλλοντικά κόστη που αφορούν στις επιχειρήσεις. Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της έρευνας η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων και των αρμόδιων φορέων (policy-makers), είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ προκειμένου να αμβλυνθούν οι μελλοντικοί επιχειρηματικοί κίνδυνοι αλλά και να μπορέσουν από κοινού, να αξιοποιήσουν έγκαιρα τις ευκαιρίες που θα προκύψουν.
Οι 10 παγκόσμιες «Υπερδυνάμεις Βιώσιμης Ανάπτυξης» που αναμένεται να επηρεάσουν τον επιχειρηματικό κόσμο κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων δεκαετιών είναι:
1) Η κλιματική αλλαγή: Η κλιματική αλλαγή θα είναι μια παγκόσμια “υπερδύναμη” που θα επηρεάσει άμεσα και όλες τις άλλες. Οι προβλέψεις ετήσιων απωλειών παραγωγής λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να κυμανθούν από μια ποσοστιαία μονάδα – σε περίπτωση έγκαιρης και αποφασιστικής αντιμετώπισης – , μέχρι και 5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως – στην περίπτωση μη ενεργοποίησης των αρμόδιων φορέων και επιχειρήσεων.
2) Η ενέργεια και τα καύσιμα: Είναι πιθανό ότι οι αγορές ορυκτών καυσίμων θα γίνουν πιο ασταθείς και απρόβλεπτες εξαιτίας της αυξανόμενης ενεργειακής ζήτησης παγκοσμίως, των αλλαγών στις τάσεις κατανάλωσης, των αβεβαιοτήτων στη ζήτηση και την παραγωγή και τέλος, λόγω των αυξανόμενων ρυθμιστικών παρεμβάσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
3) Η σπανιότητα των υλικών πόρων: Λόγω της ταχείας βιομηχανοποίησης των αναπτυσσόμενων χωρών η παγκόσμια ζήτηση για υλικούς πόρους αναμένεται να αυξηθεί δραματικά. Είναι πιθανό ότι οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν την αύξηση περιορισμών στις εμπορικές συναλλαγές και έντονο παγκόσμιο ανταγωνισμό για ένα ευρύ φάσμα υλικών πόρων οι οποίοι καθίστανται όλο και λιγότερο διαθέσιμοι. Η σπανιότητα αυτών των πόρων δημιουργεί επίσης ευκαιρίες για την ανάπτυξη άλλων υποκατάστατων υλικών ή για την ανάκτησή τους μέσω της ανακύκλωσης.
4) Η λειψυδρία: Προβλέπεται ότι μέχρι το 2030, η παγκόσμια ζήτηση για γλυκό/πόσιμο νερό, θα υπερβαίνει την προσφορά κατά 40%. Οι επιχειρήσεις ενδέχεται να είναι ευάλωτες στην έλλειψη νερού, στην αλλοίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του, στη διακύμανση της τιμής του και σε προκλήσεις που αφορούν την εταιρική τους φήμη.
5) Η πληθυσμιακή αύξηση: Ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί σε 8,4 δισ. μέχρι το 2032. Αυτό θα επιφέρει έντονες πιέσεις στα οικοσυστήματα και στη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων όπως η τροφή, το νερό, η ενέργεια και τα υλικά παραγωγής. Ενώ τα προαναφερθέντα θέματα αποτελούν απειλή για τις επιχειρήσεις, ενυπάρχουν επίσης ευκαιρίες για την ανάπτυξη του εμπορίου και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθώς και για την ανάπτυξη καινοτομιών – στους τομείς της γεωργίας, της υγιεινής (καθαριότητα, αποχέτευση κ.ά.), της εκπαίδευσης, της τεχνολογίας, των χρηματοοικονομικών και της υγειονομικής περίθαλψης – αποσκοπώντας στην ικανοποίηση των αναγκών του αυξανόμενου πληθυσμού
6) Η ευημερία της μεσαίας τάξης: Η παγκόσμια μεσαία τάξη (όπως ορίζεται από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – ΟΟΣΑ, ως τα άτομα με διαθέσιμο πλεόνασμα εισοδήματος μεταξύ 10 και 100 δολάρια ανά άτομο, ανά ημέρα) προβλέπεται να αυξηθεί κατά 172% μεταξύ του 2010 και του 2030. Η πρόκληση για τις επιχειρήσεις είναι να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της νέας αυτής μεσαίας τάξης σε μία περίοδο που οι πόροι θα είναι πιο δυσεύρετοι και οι αντίστοιχες τιμές τους στην αγορά πολύ πιο ευμετάβλητες. Τα πλεονεκτήματα που πολλές επιχειρήσεις απέκτησαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες από “φθηνό εργατικό δυναμικό” σε αναπτυσσόμενες χώρες είναι πιθανό να υπονομευθούν σήμερα από την ανάπτυξη και την αυξανόμενη δύναμη της παγκόσμιας μεσαίας τάξης.
7) Η αστικοποίηση: Το 2009 και για πρώτη φορά στην ιστορία, ο πληθυσμός στα αστικά κέντρα υπερέβαινε τον πληθυσμό της επαρχίας. Μέχρι το 2030, όλες οι αναπτυσσόμενες περιοχές συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ασίας και της Αφρικής, αναμένεται να συγκεντρώνουν τον περισσότερο πληθυσμό τους στα αστικά κέντρα. Για τα επόμενα 30 χρόνια, σχεδόν όλη η πληθυσμιακή αύξηση θα πραγματοποιηθεί στις πόλεις. Οι πόλεις αυτές θα χρειαστούν εκτεταμένες βελτιώσεις στην υποδομή τους, και ειδικότερα στους τομείς των κατασκευών, της υδροληψίας, της υγιεινής (καθαριότητα, αποχέτευση κ.ά.), της ηλεκτρικής ενέργειας, της διαχείρισης αποβλήτων, των μεταφορών, της υγείας, της δημόσιας ασφάλειας, και της παροχής διαδικτύου και δικτύων κινητής τηλεφωνίας.
8) Η ασφάλεια παροχής τροφίμων: Στις επόμενες δύο δεκαετίες, το σύστημα παραγωγής τροφίμων θα δεχτεί αυξανόμενες πιέσεις από “υπερδυνάμεις” όπως η πληθυσμιακή αύξηση, η λειψυδρία και η εκδάσωση. Οι τιμές των τροφίμων ενδέχεται να αυξηθούν κατά 70%-90% μέχρι το 2030. Στις περιοχές που το νερό είναι δυσεύρετο, είναι πιθανό να παρατηρηθεί ανταγωνισμός των αγροτών με τους καταναλωτές για τη διασφάλιση παροχής νερού καθώς και με άλλους παραγωγικούς τομείς και βιομηχανίες που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες νερού, όπως η παραγωγή ενέργειας και οι εξορυκτικές δραστηριότητες. Θα χρειαστεί σημαντική παρέμβαση προκειμένου να αντιστραφεί η αυξανόμενη τάση έλλειψης τροφίμων σε τοπικό επίπεδο και σε συγκεκριμένες περιοχές (ο αριθμός των ανθρώπων που χρόνια υποσιτίζονται έχει αυξηθεί από 842 εκατομμύρια στα τέλη του 1990 σε περισσότερα από ένα δις το 2009).
9) Η φθορά του οικοσυστήματος: Στο παρελθόν, ο κύριος επιχειρηματικός κίνδυνος που αφορούσε τη φθορά του οικοσυστήματος ήταν η απομείωση της εταιρικής φήμης. Ωστόσο, καθώς τα οικοσυστήματα παγκοσμίως δείχνουν περισσότερα σημάδια φθοράς και κατάρρευσης, περισσότερες εταιρείες έχουν ξεκινήσει να συνειδητοποιούν πόσο εξαρτώνται οι δραστηριότητές τους από αυτά. Η φθορά των οικοσυστημάτων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των φυσικών πόρων, την αύξηση των τιμών τους και τη μείωση της ποικιλομορφίας τους. Επίσης, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του νερού και την εντατικοποίηση της συντελούμενης καταστροφής λόγω της εισαγωγής μη ενδημικών ειδών πανίδας και χλωρίδας, στους τομείς της γεωργίας, της αλιείας, των τροφίμων και ποτών, της φαρμακευτικής και του τουρισμού.
10) Η εκδάσωση: Η εκμετάλλευση των δασών είναι σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα – τα προϊόντα ξύλου απέφεραν 100 δισ. δολάρια το χρόνο στην παγκόσμια οικονομία από το 2003 μέχρι το 2007 και η αξία λοιπών δασικών προϊόντων (κυρίως τροφίμων) εκτιμήθηκε σε περίπου 18,5 δισ. δολάρια το 2005. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι από το 2005 έως το 2030 οι δασικές εκτάσεις θα μειωθούν κατά 13% παγκοσμίως, κυρίως στη Νότια Ασία και στην Αφρική. Η βιομηχανία παραγωγής ξυλείας και οι συνδεδεμένοι κλάδοι της, όπως η παραγωγή ξυλοπολτού και χαρτιού είναι ευάλωτοι στις ενδεχόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα αποσκοπούν στη μείωση ή ακόμα και στην αντιστροφή της συρρίκνωσης των δασικών εκτάσεων. Οι επιχειρήσεις ενδέχεται να βρεθούν υπό αυξανόμενη πίεση από τους πελάτες τους προκειμένου να αποδείξουν ότι τα προϊόντα τους είναι βιώσιμα, μέσω διαφόρων σχετικών πιστοποιήσεων. Επιχειρηματικές ευκαιρίες μπορούν να προκύψουν από την ανάπτυξη μηχανισμών και οικονομικών κινήτρων στην αγορά για τη μείωση του ρυθμού αποψίλωσης των δασών.