«Η διάβρωση του φυσικού περιβαλλοντικού κεφαλαίου μας θα αυξήσει το ρίσκο αμετάκλητων αλλαγών, οι οποίες θα θέσουν σε κίνδυνο δύο αιώνες βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου». Σε αυτά τα λόγια, συνοψίζει ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία τις συνέπειες της μη ανάληψης συντονισμένης δράσης, σε παγκόσμιο επίπεδο, για τον αναπροσανατολισμό των σημερινών πρακτικών παραγωγής και κατανάλωσης.
Οι προβλέψεις, που περιλαμβάνονται στην έκθεση «Περιβαλλοντικές προοπτικές έως το 2050: Οι συνέπειες της απραξίας», είναι αποκαρδιωτικές. Οι εκπομπές ρύπων αναμένεται να αυξηθούν κατά 50% έως τα μέσα του αιώνα, οι θάνατοι από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας θα διπλασιαστούν, φτάνοντας τα 3,6 εκατομμύρια τον χρόνο και άλλα 2,3 δισεκατομμύρια θα προστεθούν σε όσους ζουν σε περιοχές με σοβαρό πρόβλημα στην προσφορά νερού.
Όλα αυτά, σε λιγότερο από τέσσερις δεκαετίες, αν μοντέλα και συμπεριφορές δεν αλλάξουν.
«Αν δεν επιτύχουμε να αλλάξουμε τις πολιτικές και τη συμπεριφορά μας, η εικόνα είναι μάλλον ζοφερή. Τα κόστη και οι συνέπειες της αδράνειας είναι κολοσσιαία, τόσο με οικονομικούς όσο και με ανθρώπινους όρους”, γράφει ο Άνχελ Γκουρία.
Ορισμένες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για το ότι το οικονομικό κόστος της μη ανάληψης περαιτέρω δράσεων για το κλίμα μπορεί να έχει αποτέλεσμα την απώλεια έως και 14% της παγκόσμιας κατά κεφαλήν κατανάλωσης, έως τα μέσα του 21ου αιώνα.
Τότε, θα έχουν προστεθεί στον παγκόσμιο πληθυσμό δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι και το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας εκτιμάται ότι θα έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί.
Χωρίς καινούργιες πολιτικές, η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια θα είναι 80% υψηλότερη από ό,τι σήμερα και αυτό θα οδηγήσει σε αύξηση κατά 50% των αερίων του θερμοκηπίου και σε επιδείνωση της μόλυνσης της ατμόσφαιρας. Η τελευταία, στα αστικά κέντρα, θα είναι το 2050 η μεγαλύτερη περιβαλλοντική αιτία θανάτων παγκοσμίως, υποσκελίζοντας το μη ασφαλές πόσιμο νερό και τις κακές συνθήκες υγιεινής. Ο αριθμός όσων αποχωρήσουν πρόωρα από τα εγκόσμια, λόγω της ατμοσφαιρικής μόλυνσης που προκαλεί αναπνευστική ανεπάρκεια, ενδέχεται να διπλασιαστεί, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα και το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών των θανάτων θα συμβαίνουν στην Κίνα και την Ινδία.
Η αύξηση των ρύπων μπορεί να βάλει τη μέση θερμοκρασία του πλανήτη σε τροχιά ανόδου κατά τουλάχιστον 3 βαθμούς Κελσίου και τα αυτοφυή δάση, πλούσια σε ζωικό και φυτικό «κεφάλαιο» εκτιμάται ότι, έως το 2050, θα συρρικνωθούν επιπλέον κατά 13%.
Η παγκόσμια βιολογική ποικιλότητα προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω κατά 10%, με τις μεγαλύτερες απώλειες να αναμένονται στην Ασία, την Ευρώπη και το νότιο τμήμα της Αφρικής. Έχει ήδη χαθεί το ένα τρίτο της βιολογικής ποικιλότητας στα ποτάμια και τις λίμνες του πλανήτη και αναμένονται και άλλες απώλειες, έως τα μέσα του αιώνα.
Η παγκόσμια ζήτηση για το νερό- την αιτία των μελλοντικών πολέμων, εκτιμούν πολλοί- θα αυξηθεί κατά περίπου 55%, λόγω αυξανόμενης ζήτησης από τη βιομηχανία (αναμένεται αύξηση 400%), από τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας (αύξηση 140%) και την οικιακή χρήση (αύξηση 130%). Αυτή η αύξηση της ζήτησης θα ανταγωνίζεται τη χρήση νερού από τους αγρότες και σε όσους ζουν σήμερα σε λεκάνες ποταμών με σοβαρές πιέσεις στα υδατικά αποθέματα προβλέπεται ότι θα προστεθούν άλλα 2,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως στη βόρεια και νότια Αφρική και τη νότια και κεντρική Ασία.
«Η καθυστέρηση στη ελάφρυνση αυτών των περιβαλλοντικών πιέσεων θα επιφέρει σημαντικά κόστη, θα υπονομεύσει τη μεγέθυνση και την ανάπτυξη και θα γεννήσει τον κίνδυνο αμετάκλητων και δυνητικά καταστροφικών αλλαγών στο μέλλον», τονίζουν οι συγγραφείς της έκθεσης.
Η έκθεση ετοιμάστηκε από τον ΟΟΣΑ ως οδηγός για τους παγκόσμιους ηγέτες που θα συγκεντρωθούν, τον Ιούνιο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο για να χαράξουν μια βιώσιμη αναπτυξιακή οδό. Γι’ αυτό προτείνει κατευθύνσεις. Όπως, την επισήμανση ότι κάθε ένα δολάριο που επενδύεται στη μείωση της ατμοσφαιρικής μόλυνσης, στις ταχύτατα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Βραζιλίας, της Ρωσίας, της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Κίνας και της Νότιας Αφρικής, μπορεί να φέρει οφέλη 10 δολαρίων στο μέλλον. Την επισήμανση ότι η επένδυση σε ασφαλές πόσιμο νερό και καλές συνθήκες υγιεινής στις αναπτυσσόμενες χώρες μπορεί να οδηγήσει σε εξοικονόμηση επταπλάσιων ποσών από αυτά που επενδύθηκαν.
Για το επίμαχο θέμα του παγκόσμιου ενεργειακού μίγματος, οι συγγραφείς της έκθεσης- πρόκειται για την πρώτη, μετά το 2008, περιβαλλοντική έκθεση του ΟΟΣΑ- εκτιμούν ότι το 85% των πηγών ενέργειας θα είναι τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, λιθάνθρακες και φυσικό αέριο). Οι ανανεώσιμες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των βιοκαυσίμων, θα αντιστοιχούν σε ποσοστό 10% και το υπόλοιπο θα είναι η πυρηνική ενέργεια. Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η κατάργηση των αναποτελεσματικών επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα θα ενθαρρύνει την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών, με αποτέλεσμα την αύξηση 0,3% του παγκόσμιου πραγματικού εισοδήματος, έως το 2050.
Το πιο «φθηνό» εργαλείο πολιτικής, που απαντά σε αυτές τις προκλήσεις είναι η θέσπιση μιας παγκόσμιας τιμής στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, κάτι που προϋποθέτει, βεβαίως, τη σύνδεση των διαφόρων εθνικών και περιφερειακών συστημάτων εμπορίας ρύπων, εκτιμά ο ΟΟΣΑ.
«Οι πιο “πράσινες” πηγές ανάπτυξης μπορούν να βοηθήσουν, σήμερα, τις κυβερνήσεις στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουν αυτές τις πιεστικές προκλήσεις», τονίζει ο Άνχελ Γκουρία. «Η πιο “πράσινη” γεωργία, προσφορά νερού και ενέργειας και μεταποίηση, θα είναι κρίσιμης σημασίας έως το 2050 για την κάλυψη των αναγκών περισσότερων από εννέα δισεκατομμύρια ανθρώπων», καταλήγει.