Εντυπωσιακή ήταν η αύξηση του πλούτου για ελληνικά νοικοκυριά από το 2022 και μετά, με τον συνολικό καθαρό πλούτο να φτάνει τα 956 δισεκατομμύρια ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Αυτή η αύξηση αντιπροσωπεύει μια εντυπωσιακή ανατίμηση της τάξης του 31% σε σχέση με την αρχή του 2022 και μια εντυπωσιακή αύξηση 39% σε σχέση με την κατώτατη τιμή του πρώτου τριμήνου του 2020, όταν ο πλούτος των νοικοκυριών βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα λόγω των οικονομικών
επιπτώσεων της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης.

Όπως σημειώνει η Alpha Bank στο νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, ο πλούτος διακρίνεται σε χρηματοοικονομικό, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχές κ.λπ.) και σε μη χρηματοοικονομικό που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων, ενώ για τον υπολογισμό του καθαρού πλούτου αφαιρείται το χρέος των νοικοκυριών.  Αυτό το θετικό αποτέλεσμα οφείλεται σε μια σειρά παραγόντων που επηρέασαν τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, κυρίως την άνοδο των τιμών των ακινήτων, την αύξηση των καταθέσεων και την ενίσχυση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού.

Ο χρηματοοικονομικός πλούτος, ο οποίος περιλαμβάνει τα ρευστά διαθέσιμα και τις κινητές αξίες (όπως οι μετοχές και τα ομόλογα), παρουσίασε αύξηση 13,7% από την αρχή του 2022, συνεισφέροντας σημαντικά στην ενίσχυση του συνολικού πλούτου.

Ταυτόχρονα, ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος, ο οποίος αποτελείται κυρίως από την αξία των ακινήτων, αυξήθηκε κατά περίπου 32%, λόγω της σταθερής ανοδικής πορείας των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια.

Οι τιμές των οικιστικών ακινήτων αυξήθηκαν κατά 11,9% το 2022, 13,8% το 2023 και κατά 9,2% το πρώτο εννιάμηνο του 2024, γεγονός που ανέβασε τον συνολικό πλούτο των νοικοκυριών και ενίσχυσε την αξία των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων. Η σταθερή ανοδική τάση των τιμών των ακινήτων φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων και της αναζωογόνησης της οικοδομικής δραστηριότητας.

Από το 2017 και μετά, ο δείκτης τιμών οικιστικών ακινήτων παρουσιάζει σταθερή ανοδική πορεία, ανακτώντας σχεδόν πλήρως τις απώλειες που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, με τις τιμές να πλησιάζουν τα επίπεδα του 2008.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συνέβαλε στην αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών ήταν η αύξηση των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Από τον Ιανουάριο του 2022 έως τον Νοέμβριο του 2024, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 11,4 δισεκατομμύρια ευρώ, υποδεικνύοντας την αυξημένη εμπιστοσύνη των πολιτών στις τράπεζες και την θετική πορεία της οικονομίας.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην 11η θέση μεταξύ των 18 κρατών- μελών της Ευρωζώνης, με βάση τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2024, αναφορικά με τον καθαρό πλούτο των νοικοκυριών.

Παρά τη μεγάλη αύξηση του πλούτου, η Ελλάδα παραμένει πίσω από άλλα κράτη της Ευρωζώνης, αν και η συνολική τάση δείχνει μια θετική πορεία.

Η κατανομή του πλούτου στην Ελλάδα παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον, καθώς η χώρα καταγράφει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ανισότητας στην Ευρωζώνη (Gini coefficient). Ο δείκτης αυτός, ο οποίος μετρά την ανισότητα στην κατανομή του πλούτου, δείχνει ότι στην Ελλάδα η ανισότητα είναι χαμηλότερη σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, με το φτωχότερο 50% του πληθυσμού να κατέχει περίπου το 12% του συνολικού καθαρού πλούτου, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη,
όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις το 5%. Παράλληλα, το πλουσιότερο 10% στην Ελλάδα κατέχει το 45% του συνολικού πλούτου, ενώ στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό φτάνει το 57%.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η πολιτική σταθερότητα, οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και η οικονομική ανάπτυξη που υπερέβη τον μέσο όρο της Ευρωζώνης αποτέλεσαν θετικούς παράγοντες που συνέβαλαν στην ενίσχυση του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών.

Η θετική αυτή πορεία, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη των αγορών ακινήτων και την αύξηση του χρηματοοικονομικού πλούτου, έχει ενισχύσει την ευημερία των ελληνικών νοικοκυριών και προσφέρει θετικές προοπτικές για το μέλλον.