Αντίθετοι στην εγκατάσταση μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας στην περιοχή της Πάτμου δηλώνουν ρητά ο Δήμος Πάτμου και το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας, «Αρχιπέλαγος». «Οι εγκαταστάσεις «μαμούθ» που επιτρέπεται να δημιουργηθούν στην περιοχή, σύμφωνα με το νέο χωροταξικό για τις ιχθυοκαλλιέργειες, απειλούν με περιβαλλοντική υποβάθμιση τα θαλάσσια οικοσυστήματα της Πάτμου και των ΒΑ Δωδεκανήσων.
Οι πρακτικές εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας, όπως υλοποιούνται στις ελληνικές θάλασσες κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της βιοποικιλότητας, παραγωγικότητας και της υγείας των παράκτιων οικοσυστημάτων στην ευρύτερη περιοχή που περιβάλλει τις μονάδες», τονίζει το Ινστιτούτο σε ανακοίνωσή του.
«Οι νησίδες και βραχονησίδες της περιοχής της Πάτμου και των ΒΑ Δωδεκανήσων χαρακτηρίζονται από σπάνιο φυσικό πλούτο, τόσο στη θάλασσα, όσο και στη στεριά, και για το λόγο αυτό αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000. Τα θαλάσσια οικοσυστήματα της περιοχής καλύπτονται κατά μεγάλο μέρος από θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας καθώς και από υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών – τα οποία αποτελούν προστατευόμενους οικοτόπους προτεραιότητας, θεμελιώδους σημασίας για την υγεία και την παραγωγικότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της Μεσογείου, αλλά και για τη διατήρηση της αλιείας.
Το «Αρχιπέλαγος» κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πενταετίας έχει χαρτογραφήσει μεγάλο μέρος από τα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα και ενίσταται επί της ουσίας και με ισχυρότατα επιχειρήματα σε ό, τι προβλέπει το νέο χωροταξικό. Επίσης, σε συνεργασία με τον Δήμο Πάτμου έχει προγραμματίσει μέχρι το τέλος της άνοιξης να έχει ολοκληρωθεί η βιολογική χαρτογράφηση στην περιοχή της Πάτμου και στις νησίδες που υπάγονται αυτοδιοικητικά στον δήμο», σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Το «Αρχιπέλαγος» επισημαίνει ότι οι ιχθυοκαλλιέργειες επιβαρύνουν το θαλάσσιο περιβάλλον με οργανικό φορτίο και χημικές ουσίες, οι οποίες αλλάζουν τη σύσταση του νερού και μειώνουν την ποσότητα του διαθέσιμου φωτός, περιορίζοντας τη φωτοσυνθετική ικανότητα των παράκτιων οικοσυστημάτων. Οι δεκάδες τόνοι περιττωμάτων που καταλήγουν ημερησίως στα παράκτια οικοσυστήματα προκαλούν δραματική υποβάθμιση της βιοποικιλότητας και της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων περιοχών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ένα ψάρι βάρους 400 γραμμαρίων απορροφά μόλις το 22 έως 29% των παρεχόμενων ποσοτήτων τροφής.
Τα υπόλοιπα καταλήγουν στη θάλασσα, ενώ η εναπόθεση των επιβαρυντικών ουσιών επεκτείνεται σε απόσταση που φτάνει έως και τα 1.000 μέτρα από τους κλωβούς. Ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας, αναμένεται η δραματική υποβάθμιση του φυσικού πλούτου της περιοχής, η μείωση της βιοποικιλότητας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και η μείωση των πληθυσμών από σπάνια και προστατευόμενα είδη. Αυτό συνεπάγεται την ακύρωση ενός σημαντικού συγκριτικού πλεονεκτήματος και μειώνει τις δυνατότητες ανάπτυξης, που μπορούν να προέλθουν από την ανάδειξη, προστασία και αξιοποίηση του ξεχωριστού φυσικού πλούτου της περιοχής.
«Είναι δεδομένο ότι τέτοιου είδους μονάδες δεν μπορούν να λειτουργούν εις βάρος του περιβάλλοντος και της αειφόρου ανάπτυξης. Έστω και αργά, οφείλουν όλες οι αρμόδιες αρχές, σε συνεργασία με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης να κινήσουν τις απαραίτητες διαδικασίες για τη χαρτογράφηση των ενδιαιτημάτων (π.χ θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας), προκειμένου να στοιχειοθετηθεί (όπως προβλέπεται από τη σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση) η εξαίρεση από το νέο χωροταξικό περιοχών που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη βιοποικιλότητα», καταλήγει το «Αρχιπέλαγος».