Το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble (Χαμπλ) της Αμερικανικής Διαστημικής Υπηρεσίας (NASA), ανακάλυψε ότι ένας τεράστιος και γνωστός από παλιότερα εξωπλανήτης, ο WASP-12b, είναι τόσο μαύρος όσο η φρέσκια άσφαλτος.

Αυτό οφείλεται στο ότι ο πλανήτης απορροφά σχεδόν όλο το φως που πέφτει πάνω του και δεν το αντανακλά στο διάστημα. Εκτιμάται ότι ο πλανήτης παγιδεύει τουλάχιστον το 94% του ορατού φωτός του άστρου του.

Ο εξωπλανήτης έχει υπερβολικά μικρή λευκαύγεια (δείκτης ανακλαστικότητας ή albedo), μόλις 0,064, πολύ μικρότερη από ό,τι η Σελήνη που έχει 0,12. Η Γη έχει ανακλαστικότητα περίπου 0,37, ενώ το ρεκόρ στο ηλιακό μας σύστημα κατέχει ο δορυφόρος του Κρόνου, Εγκέλαδος, με εκτυφλωτική λευκαύγεια 1,4.

«Δεν περιμέναμε να βρούμε ένα τόσο σκοτεινό εξωπλανήτη», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Τάιλορ Μπελ του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ του Καναδά.

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο WASP-12b είναι ένας «καυτός Δίας», ανήκει δηλαδή στην κατηγορία των γιγάντιων αέριων εξωπλανητών που κινούνται σε τροχιά πολύ κοντά στο μητρικό άστρο τους, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν ακραίες θερμοκρασίες.

Κατάμαυρος+εξωπλανήτης+Πηγή+NASA-ESA-G.+Bacon

Στο συγκεκριμένο εξωπλανήτη, η θερμοκρασία αγγίζει τους 2.600 βαθμούς Κελσίου στη μόνιμη φωτεινή πλευρά του, που βλέπει το άστρο του. Λόγω της τόσο υψηλής θερμοκρασίας, είναι μάλλον απίθανο να αναπτυχθούν νέφη που θα ανακλάσουν το φως πίσω στο διάστημα. Αντίθετα, το φως του άστρου εισδύει στην ατμόσφαιρα του εξωπλανήτη και εκεί απορροφάται από άτομα υδρογόνου, οπότε μετατρέπεται σε θερμική ενέργεια.

Στη μόνιμα σκοτεινή πλευρά του εξωπλανήτη (ο οποίος είναι βαρυτικά «κλειδωμένος» στο άστρο του, όπως η Σελήνη με τη Γη, με αποτέλεσμα να έχει μόνιμα την ίδια φωτεινή και σκοτεινή πλευρά) η θερμοκρασία της επιφάνειας εκτιμάται ότι είναι «μόνο» 1.400 βαθμοί Κελσίου, κάτι όμως που επιτρέπει το σχηματισμό υδρατμών και νεφών.

Ο γιγάντιος WASP-12b, που βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1.400 ετών φωτός στην κατεύθυνση του αστερισμού του Ηνίοχου και έχει σχεδόν διπλάσια διάμετρο από τον Δία, είχε αρχικά εντοπισθεί το 2008 και από τότε πολλά τηλεσκόπια τον μελετούν.

Οι ερευνητές έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστροφυσικής «Astrophysical Journal Letters».