Οι επιστήμονες κατάφεραν να υπολογίσουν έμμεσα τη μάζα ενός κοντινού άστρου, χρησιμοποιώντας την καμπύλωση που προκάλεσε η βαρύτητά του στο φως ενός άλλου μακρινού άστρου, κάτι που έως τώρα είχε προβλεφθεί μόνο θεωρητικά.
Το επίτευγμα επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την ισχύ της Γενικής Θεωρίας Σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν, λίγο πάνω από έναν αιώνα μετά τη δημοσίευσή της.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αστρονόμο Καϊλάς Σαχού, του Ινστιτούτου Space Telescope Science στη Βαλτιμόρη, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», χρησιμοποίησαν το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble για να υπολογίσουν βαρυτικά τη μάζα ενός λευκού νάνου, του κοντινού άστρου Stein 2051 B, που βρέθηκε να «ζυγίζει» το 68% περίπου του Ήλιου μας.
Μία από τις βασικές προβλέψεις της θεωρίας του Αϊνστάιν είναι ότι η καμπύλωση του χώρου κοντά σε ένα αντικείμενο με μεγάλη μάζα (όπως ένα άστρο) προκαλεί καμπύλωση και στο φως που περνά από κοντά. Όταν ένα κοντινό άστρο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε ένα μακρινό άστρο και στον παρατηρητή στη Γη, η βαρύτητα του πρώτου άστρου δρα ως φακός για το φως του δεύτερου και προκαλείται το φαινόμενο του λεγόμενου «βαρυτικού μικροφακού». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας τέλειος κύκλος φωτός, γνωστός και ως «δακτύλιος του Αϊνστάιν».
Η πρώτη απόδειξη για την καμπύλωση του φωτός στο διάστημα -και για τη δικαίωση του Αϊνστάιν- υπήρξε το 1919 στο πλαίσιο μιας ολικής ηλιακής έκλειψης. Όμως έως τώρα δεν είχαν παρατηρηθεί δύο άστρα εκτός του ηλιακού μας συστήματος και σε διαφορετικές αποστάσεις από τη Γη να δημιουργούν ένα «δακτύλιο του Αϊνστάιν».
Αυτό έγινε τώρα για πρώτη φορά και επέτρεψε τον υπολογισμό της μάζας του ενός από τα δύο άστρα, του πιο κοντινού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ευθυγράμμιση των δύο άστρων δεν ήταν πλήρης και έτσι ο «δακτύλιος του Αϊνστάιν» ήταν ελαφρώς ασυμμετρικός.