Σύμφωνα με τον αρχαίο ελληνικό μύθο, στην πεδιάδα του Μαραθώνα ζούσε κάποτε ένας άγριος ταύρος, τον οποίο ο βασιλιάς των Μυκηνών Ευρυσθέας είχε αφήσει ελεύθερο και προξενούσε μεγάλες καταστροφές. Οι κάτοικοι της περιοχής ζήτησαν από το Θησέα να τους βοηθήσει, έτσι ο ήρωας ξεκίνησε από την Αθήνα για το Μαραθώνα.
Στο δρόμο για να βρει τον ταύρο, τον έπιασε καταιγίδα, αποζητώντας λοιπόν καταφύγιο από τη θύελλα, ο Θησέας πέρασε ένα βράδυ στη φτωχική καλύβα της γηραιάς Εκάλης.
Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, η Εκάλη είχε χάσει δύο γιους από το ληστή Κερκύονα, ο οποίος σκότωνε τους διαβάτες πνίγοντάς τους με μια πολύ δυνατή αγκαλιά. Περνώντας από την Ελευσίνα κατά το περίφημο ταξίδι του προς την Αθήνα μέσω της Κακιάς Σκάλας, ο Θησέας συνάντησε τον Κερκύονα, πάλεψε μαζί του και τον σκότωσε, χτυπώντας το κεφάλι του στη γη.
Στη δύση λοιπόν της ζωή της, η φιλόξενη και γεμάτη ευγνωμοσύνη Εκάλη άνοιξε το σπίτι της στο Θησέα και του προσέφερε ό,τι καλύτερο είχε στη διάθεσή της. Του έδωσε το κρεβάτι που ήταν πιο κοντά στη φωτιά, έπλυνε με ζεστό νερό τα πόδια του και τον φίλεψε λάχανο και άγρια λαχανικά, τρεις ποικιλίες ελιάς και ψωμί σε αφθονία.
Του προσέφερε επίσης κρίταμο για να δυναμώσει, ένα πανάρχαιο και πολύτιμο συστατικό, τα φυλλαράκια του οποίου οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν ωμά, βραστά, αλλά και παστωμένα. Είχε πάρει το όνομά «κρήθμον», λόγω της ομοιότητας των σπόρων του με το κριθάρι.
Η Εκάλη έκανε θυσία στο Δία το άλλο πρωί, με την ευχή να επιστρέψει ο Θησέας από τον άθλο του σώος και αβλαβής. Η ευχή της έγινε πραγματικότητα, ο Θησέας αιχμαλώτισε τον ταύρο, επιστρέφοντας όμως στην καλύβα της Εκάλης για να την ευχαριστήσει, τη βρήκε νεκρή.
Ίδρυσε λοιπόν προς τιμήν της το ιερό του «Εκαλείου Διός», θέσπισε την εορτή «Εκαλήσιον» και χάρισε το όνομά της στο δήμο που δημιουργήθηκε στην περιοχή αυτή της Αττικής, η οποία έχει το όνομα Εκάλη μέχρι σήμερα.