Σημαντικές αλλαγές προωθούνται στο νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τους όρους και περιορισμούς δόμησης μέσα στα όρια των μικρών σχετικά οικισμών της χώρας που έχουν μέχρι 2.000 κατοίκους.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Έθνους, οι νέες ρυθμίσεις αυστηροποιούν ως επί το πλείστον το ισχύον από το 1985 πολεοδομικό καθεστώς, με στόχο την ουσιαστικότερη προστασία των οικισμών και την ανάσχεση της υπερβολικής δόμησης.
Κατά τις ίδιες πληροφορίες, στις διατάξεις που προβλέπουν την αρτιότητα των οικοπέδων (ελάχιστο εμβαδόν από 300 έως 2.000 τ.μ.) προστίθεται νέα ρύθμιση που αξιώνει να υπάρχει ελάχιστο «πρόσωπο» 10 μ. σε γήπεδα με εμβαδόν έως 500 τ.μ. και “πρόσωπο” 15 μ. για γήπεδα μεγαλύτερου εμβαδού.
Μετά από σειρά νομοθετικών ανακατατάξεων που είχαν φέρει το μέγιστο ποσοστό κάλυψης των γηπέδων σε ποσοστό 70% της επιφανείας τους, τώρα επέρχεται μείωση στο 60%.
Ακόμα προβλέπεται ότι σε γήπεδα μικρότερα των 700 τ.μ. επιτρέπεται να ανεγερθεί κτίσμα (κύριας ή βοηθητικής χρήσης) συνολικής επιφάνειας ορόφων έως 240 τ.μ. (με επιπλέον πατάρι ξηράς δόμησης έως 40 τ.μ.), ενώ σε μεγαλύτερα των 700 τ.μ. γήπεδα η επιφάνεια μπορεί να φθάσει μέχρι 400 τ.μ.
Σε γήπεδα μικρότερα των 200 τ.μ. ορίζεται συντελεστής δόμησης 1 και για να είναι δυνατή η μέγιστη επιτρεπόμενη δόμηση συνολικής επιφάνειας 200 τ.μ., η κάλυψη μπορεί να ξεπεράσει το 60% χωρίς να επιτρέπεται να υπερβεί το 70% της επιφάνειας. Υπέρβαση της συνολικής επιτρεπόμενης επιφάνειας ορόφων, επιτρέπεται μόνο για τα αμιγώς ειδικά κτίρια, για τα οποία ορίζεται συντελεστής δόμησης 0,4.
Σχετικά με τα κτίρια τουριστικών και αμιγώς επαγγελματικών χρήσεων, οι νέες ρυθμίσεις γίνονται αυστηρότερες αφού μειώνεται κλιμακωτά ο συντελεστής δόμησης, που ορίζεται σε 0,6 για τα πρώτα 1.000 τ.μ. της επιφάνειας του γηπέδου, σε 0,5 για τα επόμενα 1.000 τ.μ., σε 0,4 για τα επόμενα 1.000 τ.μ., σε 0,3 για τα επόμενα 1.000 τ.μ., ενώ για κάθε τμήμα επιφάνειας άνω των 4 στρεμμάτων ο συντελεστής είναι 0,2.
Οσον αφορά τα κοινωφελή κτίρια προβλέπεται συντελεστής 0,8 που μπορεί με την έγκριση τοπικού σχεδίου να καθοριστεί μεγαλύτερος (ανάλογα με τις υπάρχουσες ανάγκες του οικισμού), χωρίς να ξεπερνά το 1,8.