Λύκοι, ελάφια, αγριόχοιροι είναι μερικά μόνο από τα ζώα που έχουν βρει καταφύγιο στην περιοχή του Τσέρνομπιλ που εγκαταλείφθηκε από τους ανθρώπους μετά την πυρηνική καταστροφή.
Οι πληθυσμοί των μεγάλων θηλαστικών φαίνεται να παραμένουν στην αποκλεισμένη ζώνη γύρω από την πυρηνική μονάδα της Ουκρανίας όπου σημειώθηκε το μέχρι πρόσφατα χειρότερο πυρηνικό δυστύχημα, το 1986. Περίπου 116.000 άνθρωποι χρειάστηκε να απομακρυνθούν από έκταση 4.200 τετραγωνικών χιλιομέτρων και χωριά και πόλεις αφέθηκαν να μαραζώσουν και να ερημώσουν.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, επιστημονική έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Current Biology διαπιστώνει πως οι πληθυσμοί των θηλαστικών- που είναι πολύ ευάλωτα στις επιπτώσεις της ραδιενέργειας- παραμένουν πολυπληθείς.
Ερευνητές στη Λευκορωσία- χρησιμοποιώντας ελικόπτερα- διαπίστωσαν πως διάφορα είδη ελαφιών και αγριόχοιροι ζουν σε πληθυσμούς που είναι κοντά σε εκείνους που ζουν σε μη μολυσμένα σημεία της περιοχής ενώ ο αριθμός των λύκων είναι επτά φορές υψηλότερος!
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα πολύ υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας αμέσως μετά το πυρηνικό ατύχημα έπληξε την υγεία και την αναπαραγωγική δραστηριότητα των ζώων αλλά αυτά επανήλθαν γρήγορα και δεν φαίνεται να υπάρχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στους πληθυσμούς των θηλαστικών.
Παρότι μεμονωμένα ζώα μπορεί να πλήττονται από τα επίπεδα ραδιενέργειας, συνολικά οι πληθυσμοί τους επωφελήθηκαν από την απουσία του ανθρώπου και των κυνηγών, της υλοτομίας και των αγροτικών δραστηριοτήτων που τους κρατούσαν σε χαμηλά επίπεδα πριν το ατύχημα.
Στην περιοχή επέστρεψαν λύγκες ενώ αγριόχοιροι βρίσκουν καταφύγιο και τροφή σε εγκαταλελειμμένα κτήρια και αγροκτήματα.
«Σε καθαρά περιβαλλοντικούς όρους, αν εξαιρέσει κανείς τα τρομακτικά πράγματα που συνέβησαν στον ανθρώπινο πληθυσμό, το ατύχημα δεν έχει προκαλέσει σημαντική περιβαλλοντική ζημιά», τονίζει ο εκ των συντακτών της έρευνας καθηγητής Jim Smith του Portsmouth University.
«Κατά τύχη δημιουργήθηκε ένα καταφύγιο άγριας ζωής. Δεν λέμε πως η ραδιενέργεια είναι καλή για τα ζώα αλλά η επέκταση των πληθυσμών του ανθρώπου και η εκμετάλλευση της φύσης είναι χειρότερη», προσθέτει.