Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν φημίζονται για τις οσφρητικές ικανότητές τους, όμως τα πρώτα θηλαστικά, που ζούσαν στη σκιά των δεινοσαύρων πριν από 200 εκατ. χρόνια, άρχισαν να αναπτύσσουν μεγαλύτερους εγκεφάλους ακριβώς για να μπορούν να μυρίζουν καλύτερα γύρω τους, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη, που αναδεικνύει το ζωτικό ρόλο της μύτης στην εξέλιξη των ειδών και ιδίως του εγκεφάλου τους. Έτσι εξηγείται γιατί τελικά σήμερα τα θηλαστικά έχουν μέχρι δεκαπλάσιους σε μέγεθος εγκεφάλους, αναλογικά με το σώμα τους, σε σχέση με τα υπόλοιπα ζώα.
Οι ερευνητές εφάρμοσαν ψηφιακές μεθόδους τρισδιάστατης απεικόνισης σε πολλά απολιθωμένα κρανία θηλαστικών και μελέτησαν τις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την όσφρηση. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανάγκη για καλύτερη «μύτη» στην πορεία της εξέλιξης αποτέλεσε πιθανότατα τον καταλύτη που επέφερε σταδιακά τη γενικότερη ανάπτυξη του εγκεφάλου των μακρινών προγόνων μας.
Αργότερα, βήμα-βήμα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα θηλαστικά άρχισαν να διοχετεύουν ένα μέρος των αυξημένων οσφρητικών εγκεφαλικών δυνατοτήτων τους σε άλλες λειτουργίες, όπως η έγχρωμη όραση, ο ηχοεντοπισμός, η αντίληψη των ηλεκτρικών ρευμάτων κ.α. «Το οσφρητικό σύστημα ήταν αυτό που προκάλεσε την επέκταση του εγκεφάλου σε πρώτη φάση και, από τη στιγμή που υπάρχει ένας μεγάλος εγκέφαλος, μπορούν με αυτόν μετά να γίνουν τα πάντα», δήλωσε ο επικεφαλής της έρευνας.
Το εξελικτικό παρακλάδι των πρώτων θηλαστικών εκτιμάται ότι εμφανίστηκε στο τέλος της Πέρμιας περιόδου, πριν από περίπου 260 εκατ. χρόνια. Αρχικά αυτοί οι πρόγονοι των θηλαστικών έμοιαζαν με ερπετά και είχαν μικρούς εγκεφάλους σε σχέση με το σώμα τους, έτσι είχαν ανεπαρκείς αισθήσεις γενικά. Οι επιστήμονες μόνο υποθέσεις, προς το παρόν, μπορούν να κάνουν για το τι συνέβη στη συνέχεια στον εγκέφαλο των πρωτο-θηλαστικών, καθώς ελάχιστα απολιθωμένα κρανία από εκείνη την κρίσιμη μεταβατική περίοδο έχουν βρεθεί. Μια θεωρία έως τώρα ήταν ότι η ακοή έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο στην αύξηση του όγκου του εγκεφάλου.
Όμως η νέα έρευνα, με τη βοήθεια ακτίνων-Χ και τομογραφιών, σε δύο μικροσκοπικά κρανία που βρέθηκαν στην Κίνα και χρονολογούνται πριν από 175-200 εκατ. χρόνια, αποδίδει τον ρόλο του καταλύτη στην όσφρηση. Τα θηλαστικά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, έχουν περίπου δεκαπλάσια γονίδια για την όσφρηση σε σχέση με τα άλλα μη θηλαστικά σπονδυλωτά ζώα. Επειδή τα θηλαστικά έβγαιναν από τις συνήθως υπόγειες φωλιές τους κυρίως στη νύχτα, λόγω του φόβου των αρπακτικών δεινοσαύρων την μέρα, ήταν υποχρεωμένα για λόγους επιβίωσης να αναπτύξουν εξελιγμένες ικανότητες όσφρησης.