Την εκτίμηση ότι δεν θα είναι μεγάλες οι επιπτώσεις των ανεπεξέργαστων λυμάτων από τον Βιολογικό Καθαρισμό της Βέροιας στο πόσιμο νερό της Θεσσαλονίκης, εξέφρασε ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας του Τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επιστημονικά υπεύθυνος του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικών Ελέγχων και Έρευνας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για τον χημικό τομέα, Γιάννης Κατσογιάννης.
Ο ίδιος μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή την ενημέρωση του Περιφερειακού Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας για το θέμα από τον Περιφερειακό Σύμβουλο της διοίκησης Στέργιο Μουρτζίλα και την αναφορά του ότι στην Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων Βέροιας, «με βάση τα πορίσματα των ελέγχων έχουν διαπιστωθεί σημαντικές παραβάσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν εκροή ανεπεξέργαστων ή πλημμελώς επεξεργασμένων λυμάτων στον ποταμό Αλιάκμονα και διακοπή της γραμμής επεξεργασίας της βιολογικής λάσπης, γεγονός που επιβαρύνει το υδάτινο περιβάλλον».
Σε ό,τι αφορά στο πόσιμο νερό της Θεσσαλονίκης, ο κ. Κατσογιάννης διευκρίνισε ότι δεν έχει γνώση των τιμών, ωστόσο επισήμανε ότι «το νερό του Αλιάκμονα θα φτάσει στη μονάδα επεξεργασίας νερού αραιωμένο», ενώ εκεί «υπόκειται σε επεξεργασία, η οποία μπορεί να απομακρύνει τους ρύπους, αλλά και σε απολύμανση ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα ύπαρξης παθογόνων μικροοργανισμών (όπως το E coli) στο δίκτυο της πόλης».
Ωστόσο, ο κ. Κατσογιάννης ανέφερε ότι οι κίνδυνοι που ο ίδιος διαβλέπει είναι η ρύπανση των υπόγειων υδροφορέων, η ρύπανση του εδάφους και ενδεχομένως των εδώδιμων προϊόντων των καλλιεργειών που αρδεύονται από το μολυσμένο νερό και η παρουσία στο πόσιμο νερό της Θεσσαλονίκης οργανικών ρύπων (καλλυντικών, φυτοφαρμάκων, ζιζανιοκτόνων και φαρμάκων ανθρώπινης κατανάλωσης).
Ο κίνδυνος για τον αγροτικό τομέα
Ειδικότερα για το ενδεχόμενο ρύπανσης των υπόγειων υδροφορέων, ο κ. Κατσογιάννης σημείωσε: «Οι κίνδυνοι που εγώ βλέπω είναι οι εξής: Πρώτον από την πορεία του νερού του ποταμού μέχρι να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, θα υπάρχει ένα νερό που είναι ρυπασμένο, και έρχεται σε επαφή με τα ιζήματα του ποταμού και μπορεί ένα ποσοστό να εισρέει στο υπέδαφος και τους υπόγειους υδροφορείς.
Άρα υπάρχει κίνδυνος ρύπανσης των υπόγειων υδροφορέων, κάτι που το βρίσκουμε στην άντληση του υπόγειου νερού. Μπορεί δε να το εντοπίσουμε είτε στη Θεσσαλονίκη, όπου το νερό υποβάλλεται σε επεξεργασία, είτε σε κάποιο μικρό δήμο, όπου δεν υποβάλλεται σε επεξεργασία, παρά μόνο σε απολύμανση».
Ο δεύτερος κίνδυνος, όπως είπε, σχετίζεται με τον αγροτικό τομέα «γιατί από τα σημεία που περνάει ο Αλιάκμονας, εφόσον αντλείται νερό για τις καλλιέργειες, τότε θα πάει το νερό σε αυτές και θα ρυπάνει πρώτα από όλα το έδαφος και δεύτερον ενδεχομένως το εδώδιμο προϊόν».
Οι οργανικοί ρύποι που βρίσκονται στα απόβλητα
«Ο τρίτος κίνδυνος είναι πολύ εκλεπτυσμένος, αλλά υπάρχει. Συνίσταται στην ύπαρξη αποβλήτων του βιολογικού καθαρισμού, στα οποία υπάρχει ένα ευρύ φάσμα οργανικών ρύπων (καλλυντικά, φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα, φάρμακα ανθρώπινης κατανάλωσης δηλαδή φαρμακευτικές ουσίες). Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών δεν απομακρύνεται ούτως ή άλλως αλλά ένα απομακρύνεται εφόσον δουλεύει σωστά ο βιολογικός καθαρισμός» ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
«Συνεπώς, αν δεν λειτουργεί σωστά ο βιολογικός καθαρισμός, θα έχουμε επιβάρυνση του ποταμού με όλες αυτές τις ενώσεις, κάποιες από τις οποίες εκτός από το ότι θα ρυπάνουν υπόγειους υδροφορείς, εδάφη, εδώδιμα προϊόντα -και το λέω με σιγουριά- θα περάσουν και στο πόσιμο νερό της Θεσσαλονίκης. Γιατί κάποιες ενώσεις δεν τις μετράμε. Εμείς μετράμε στο πόσιμο μόνο τις ενώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία, αλλά όχι όλες ανεξαιρέτως. Όμως αυτές οι ενώσεις που δεν μετριούνται, οι άγνωστες, εφόσον έρχονται από το βιολογικό καθαρισμό -γιατί κανονικά δεν υπάρχουν αυτές στο ποτάμι- ενδέχεται να περάσουν και στο νερό της Θεσσαλονίκης αν πέφτουν στον ποταμό Αλιάκμονα» πρόσθεσε.
Διευκρίνισε, παράλληλα, ότι «γενικά στην επεξεργασία του νερού στη Θεσσαλονίκη μπορεί να βρεθούν κάποια προϊόντα που χρησιμοποιούν οι γεωργοί και το ξέρουμε και πολλά από αυτά απομακρύνονται ούτως ή άλλως με τις τεχνολογίες που εφαρμόζονται. Τα άλλα δεν τα ξέρουμε».
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο παρουσίας αποβλήτων στη θάλασσα, σημείωσε: «σε περίπτωση που τα απόβλητα πέφτουν στη θάλασσα, εκεί είναι σχετικά καλύτερα τα πράγματα. Ωστόσο και πάλι τα νερά βρίσκονται σε έναν κλειστό κόλπο, τον Θερμαϊκό, στον οποίο γειτνιάζουν οι οστρακοκαλλιέργειες και μυδοκαλλιέργειες, οι οποίες αντιμετωπίζουν ήδη θέματα λόγω θερμοκρασίας και κλιματικής αλλαγής και επιβαρύνεται και η κατάσταση.
Στη Βαρκελώνη που υπάρχει πρόβλημα με το νερό, υπάρχει δέλτα ποταμού, όπου βρίσκονται μυδοκαλλιέργειες και έχουν εγκατασταθεί εκεί παθητικοί δειγματολήπτες στη θάλασσα για να γίνονται μετρήσεις και να προστατεύονται οι καλλιέργειες που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή».
Τι θα πρέπει να αλλάξει
Σε γενικές γραμμές, ο κ. Κατσογιάννης τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «υπάρχει μικρό ενδεχόμενο επιρρύπανσης των υδάτων του πόσιμου νερού της Θεσσαλονίκης με άγνωστους οργανικούς ρύπους που δεν μετρώνται με βάση την οδηγία της ΕΕ για το πόσιμο νερό και δεν απομακρύνονται επαρκώς με τις τεχνολογίες που εφαρμόζει το διυλιστήριο νερού της Θεσσαλονίκης».
Σε κάθε περίπτωση σχολίασε ότι «το μήνυμα προς τους διοικούντες είναι πως η κατάσταση είναι επικίνδυνη, εφόσον είναι ανεξέλεγκτη και συμβαίνει εδώ και χρόνια». Συμπλήρωσε δε πως «πολύ μικρές συγκεντρώσεις ουσιών που είναι επίμονες, συσσωρεύονται στον ανθρώπινο οργανισμό κατά τη διάρκεια των χρόνων και πολλές από τις ενώσεις αυτές δεν είναι βιοαποικοδομήσιμες».
«Αν και εφόσον έχει σταματήσει η λειτουργία της βιολογικής επεξεργασίας της λάσπης στη μονάδα της Βέροιας θα πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα η λειτουργία αυτή για να συνεχίσει η λειτουργία του βιολογικού και να αποκατασταθεί το πρόβλημα» πρόσθεσε.
Πηγή: ΑΠΕ