«Το θέατρο του Μπέκετ δεν υπηρετεί χαρακτήρες, υπηρετεί καταστάσεις κι έτσι οι ηθοποιοί δεν υπηρετούν πρόσωπα, υπηρετούν σύμβολα».
Γράφει η Χαρά Κιούση
Ένας άθλος στα μέτρα της σπουδαίας Όλιας Λαζαρίδου είναι ο ρόλος της Γουίννυ στις ευτυχισμένες μέρες. Στριμωγμένη άβολα, χωμένη ως τη μέση μέσα σ’ ένα πυραμοειδή -θα ‘λεγε κανείς- βωμό, φτιαγμένο από αμέτρητα βιβλία έντονα φωτισμένο. Σίγουρα δεν είναι απόλυτα συμμετρικός, όπως ήθελε ο Μπέκετ, όμως σαν σκηνικό γοητεύει με την συμβολική του εικόνα.
Είναι ο μαγικός κόσμος των λέξεων που από καιρό είχε αποχωρισθεί η ηρωίδα με την κλασσική παιδεία, το βασίλειο της γνώσης όπου θα γαληνέψει η υπαρξιακή της αγωνία. Η ηθοποιός σ’ ένα ρόλο στατικό σχεδόν, με περιορισμένες κινήσεις και πειθαρχία στην κατά γράμμα ακολουθία, με ακρίβεια φωνής και σιωπές -οργανικό μέρος της παράστασης- «επιμένει να ζει». Της αρκεί να είναι ζωντανή, σε μια ψευδαίσθηση δραστηριοτήτων. Η χρήση της οδοντόβουρτσας, η κουάφ στα μαλλιά της και το καθρεφτάκι της συντηρούν την αυταπάτη της νεότητας και τη φιλαρέσκειά της.
Υπάρχει σε μια αναμονή, σ’ ένα κενό όπου κατακάθεται η ειρωνεία για το ψευδές της ανθρώπινης ευτυχίας. Το σώμα της πονεμένο και ταλαιπωρημένο, παραδομένο στη φθορά εξουσιάζεται από την ψυχή, που στην πορεία της έχασε το σκοπό της και την σκληρή ουσία της.
Τραγική Γουίννυ, όταν τραγουδά το τραγούδι για τον θάνατο που πλησιάζει, μέσα στο γέλιο και στο δάκρυ. Ελπίζοντας ως το τέλος «πως κάτι πρέπει να κινηθεί στον κόσμο, κάτι να αλλάξει». Κερδίζοντας έτσι την επόμενη στιγμή ώστε να πετύχει καλύτερα την κάθε της αποτυχία.
Η ηρωίδα είναι παλιά πρωταγωνίστρια του θεάτρου και κάθε βράδυ υποδύεται τον δικό της προσωπικό ρόλο, με λόγο επαναληπτικό και ελάχιστα διαλογικά μέρη. Η μοναξιά, το υπαρξιακό κενό και η προσπάθειά της να δώσει νόημα και ελπίδα, εκφράζεται με τρόπο σπαρακτικό. Ο λόγος της πιο επίμονος όταν απευθύνεται στον άντρα της, τον Γουίλλυ, γίνεται βασανιστικός, καθ’ όσον η παρουσία του, όσο ζει, όσο παράφωνη κι αν είναι ενδυναμώνει την εικόνα της.
Η μεσήλικη Γουίννυ, που κάθε τόσο πετάγεται από τον ύπνο της από τον ήχο ενός κουδουνιού, γραπώνεται από θραύσματα αναμνήσεων και λέξεων που έχασαν πλέον το νόημά τους. Η απώλεια της μνήμης , οι συναισθηματικές διαφυγές και οι υποσυνείδητες σκέψεις, συνθέτουν την αγωνία και την προετοιμασία για το επικείμενο τέλος του πολιτισμού.
Στη Β’ σκηνή η ηρωίδα βυθίζεται περισσότερο κάθε φορά στη συνείδησή της, μεταξύ ζωής και θανάτου. Ανίκανη να προσδώσει λογικό νόημα στα λεγόμενά της θάβεται στη σωρό των βιβλίων.
Η Όλια Λαζαρίδου σήκωσε το βάρος του ρόλου της, με υποκριτικό αντίκρυσμα. Κοντά της αθέατος, «ένας πρώην άνθρωπος, υπόλειμμα της ύπαρξής του», ο Γουίλλυ – Άγγελος Σκασίλας. Η παράσταση είναι εξαιρετική. Οι θεατές μαζί με την ηρωίδα αναρωτιούνται αν υπάρχουν ευτυχισμένες μέρες.
«Η Όλια και η Γουίννυ Μπεκετική διπλοτυπία».
Πληροφορίες παράστασης
Συντελεστές
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας – Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικά – Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Φωτογραφίες: Σπύρος Στάβερης
Παίζουν: Όλια Λαζαρίδου, Άγγελος Σκασίλας
Διάρκεια παραστάσεων: Παρασκευή, 18 Νοεμβρίου έως Κυριακή, 27 Δεκεμβρίου
Παραστάσεις: Πέμπτη – Κυριακή στις 21.00
Τιμή εισιτηρίου: 12 και 10 ευρώ (φοιτητικό)