Η μεγαλύτερη τσιγγάνικη συμφωνική ορχήστρα του κόσμου γέμισε το Ηρώδειο για δεύτερη φορά με το μυστήριο και την μαγεία της μουσικής της.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Από μια αυτοσχέδια σερενάτα πάνω από το μνήμα του μαέστρου Sandor Jaroka το 1985, προέκυψε η θρυλική αυτή ορχήστρα που δεν ξέρει από πρωτόκολλα, δεν χρησιμοποιεί παρτιτούρες, αλλά παίζει παρακινούμενη από το ένστικτο και την ελευθερία της τσιγγάνικης ψυχής. Υπακούοντας ωστόσο στον απόλυτο συγχρονισμό ενός βιενέζικου κλασσικού συνόλου, αλλά παράλληλα αυτοσχεδιάζοντας κι επεμβαίνοντας, εμπλουτίζουν τις μουσικές συνθέσεις.

Οι μουσικοί με ερμηνευτική ελευθερία και πληθωρική διάθεση δημιουργούν μια μαγική ατμόσφαιρα. «Κάθε νότα είναι σαν θρήνος, αποχαιρετισμός, λυγμός, αλλά την ίδια στιγμή κι’ ένας αστείρευτος ύμνος προς την ζωή».

Στο πρώτο μέρος της συναυλίας  φορώντας ουγγρική τσιγγάνικη στολή παίζουν μελωδίες του Bela Radics, του Grigoras Dinicu, του Ferenc Herkel και του Vittorio Monti.

Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζουν Brahms, Biget, Lisjt, Tchaikovsky, Offenbach, Pablo de Sarasate και Strauss (πατέρα και γιο). Λίγο-πολύ γνωρίζαμε τις χαρακτηριστικές αποχρώσεις και το πάθος της τσιγγάνικης ορχήστρας, όμως η εξωστρεφής εκτέλεση του Ζορμπά και το «Μίλησέ μου» της Μούσχουρη, έκανε το συναίσθημα να πλημμυρίσει.

Η σολιστική παρουσία κυρίως των βιολιών, του κλαρινέτου και του κυμβάλου, καθώς ο συντονισμός και η ακρίβεια των εγχόρδων, έδωσαν έναν ισχυρό ήχο και μια επιτυχή βραδιά. Επισφραγίστηκε από ιδανικές καιρικές συνθήκες, όμορφο και ζεστό φωτισμό και ένα πολυπληθές κοινό που αποθέωσε τους μουσικούς.