Η κωμωδία και η σάτιρα έχουν την τιμητική της φέτος, στο θέατρο Τόπος Άλλου, με την «Αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης». Ένα θέαμα που δεν το έγραψε ο Νικολάι Γκόγκολ, είναι ωστόσο ένα θέμα που το έργο και η ευφυία του επικρατούν και δεσπόζουν από την αρχή μέχρι το τέλος.

Η «Αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης» αποτελεί μια ευρηματική σύνθεση του Νίκου Καμτσή εμπνευσμένη από τα πιο χαρακτηριστικά και αγαπημένα έργα του σπουδαίου ρώσου συγγραφέα και συγκεκριμένα από το «Ο Επιθεωρητής», «Η Μύτη», «Τα Παντρολογήματα» κυρίως, αλλά ψήγματα και από τα άλλα κείμενα του, κυρίως τα λογοτεχνικά βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το κείμενο, στις καταστάσεις και στις σχέσεις των προσώπων.

Η σκηνοθετική προσέγγιση, επίσης, από τον Νίκο Καμτσή έχει ως κεντρικό άξονα τη ανελέητη σατιρική διάθεση του Γκόγκολ, ο οποίος με βιτριολικό χιούμορ, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της εποχής του, που παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα. Στο έργο, οι χαρακτήρες από τον «Ο Επιθεωρητής» συναντούν απρόσμενα τον ήρωα από τη «Μύτη», δημιουργώντας απίθανες καταστάσεις που οδηγούν σε κωμικοτραγικές παρεξηγήσεις. Ταυτόχρονα, η ικανότητα της Φεέκλα Ιβάνοβνα από τα «Παντρολογήματα» να κάνει προξενιά και να παντρεύει όποιον βρει μπροστά της, μπλέκεται με την πανικόβλητη προσπάθεια των δημοσίων υπαλλήλων να κρύψουν την αλήθεια από τον υποτιθέμενο επιθεωρητή.

Η σκηνική σύνθεση και η χιουμοριστική αλληλεπίδραση των χαρακτήρων φωτίζουν με ευφυία τα κοινωνικά και πολιτικά παράδοξα που σημάδευαν τη ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα και που με έναν εκπληκτικό τρόπο αντανακλώνται και στη σημερινή πραγματικότητα. Μέσα από κωμικές παρερμηνείες, γκροτέσκες φιγούρες και παρανοήσεις, το έργο διατηρεί την ουσία της γκογκολιανής σάτιρας: την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και την αποκάλυψη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και υποκρισίας.

Η «Αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης» είναι μία από τις παραστάσεις που σημειώνουν μεγάλη επιτυχία τη θεατρική σεζόν, αλλά και μία κωμωδία όπως πρέπει να είναι, με τον θεατή να γελάει, αλλά ταυτόχρονα προβληματίζεται γιατί οι καταστάσεις που εκτυλίσσονται επί σκηνής τού είναι πολύ γνώριμες.

Με αφορμή την εξαιρετική παράσταση «Η αβάσταχτη ελαφρότητα μιας μύτης» ο σκηνοθέτης Νίκος Καμτσής μίλησε στο Newsbeast.

– Τι είναι αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε, φέτος, με τον Γκόγκολ;

Ο Γκόγκολ είναι ένας συγγραφέας που πάντα με ενθουσίαζε, γιατί έχει μια μοναδική ικανότητα να συνδυάζει την κωμωδία με τον υπαρξιακό στοχασμό. Μέσα από την ειρωνεία, τη σάτιρα και τους παράξενους χαρακτήρες του, θίγει διαχρονικά ζητήματα που παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα, όπως η ανθρώπινη ματαιοδοξία, η κοινωνική αδικία και η αναζήτηση ταυτότητας.
Φέτος, νιώσαμε ότι ο Γκόγκολ έχει πολλά να πει στο σύγχρονο κοινό, ειδικά σε μια εποχή όπου το παράλογο της καθημερινότητας μοιάζει να ξεπερνά τη φαντασία. Η «Αβάσταχτη Ελαφρότητα μιας Μύτης», βασισμένη σε διάφορα έργα του, μας δίνει τη δυνατότητα να αναδείξουμε την ευφυΐα του αλλά και να δημιουργήσουμε έναν διάλογο με το κοινό, γεμάτο γέλιο, σκέψη και ανατροπές. Ο Γκόγκολ μάς βοηθά να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, μέσα από την υπερβολή και την κωμική διάσταση του παράλογου.

– Η σύνθεση των έργων πώς προέκυψε; Ήταν εύκολο ως εγχείρημα;

Η σύνθεση των έργων του Γκόγκολ ήταν μια πρόκληση, αλλά και μια εξαιρετικά δημιουργική διαδικασία. Η ιδέα προέκυψε από την ανάγκη να δώσουμε μια νέα οπτική στη θεματολογία του συγγραφέα, συνδέοντας εμβληματικά κείμενά του, όπως «Η Μύτη», «Ο Επιθεωρητής», «Τα παντρολογήματα» και «Οι Νεκρές Ψυχές», μέσα από κοινά μοτίβα και χαρακτήρες.
Η επιλογή και η σύνθεση δεν ήταν εύκολες, καθώς κάθε έργο του Γκόγκολ έχει τον δικό του, μοναδικό κόσμο. Όμως, μέσα από τη μελέτη και την επαναπλαισίωση του υλικού, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια παράσταση όπου το χιούμορ, η σάτιρα και ο σουρεαλισμός συνυπάρχουν αρμονικά.
Θα έλεγα πως το πιο δύσκολο – αλλά και το πιο γοητευτικό – ήταν να διατηρήσουμε την ουσία του Γκόγκολ, ενώ παράλληλα δώσαμε μια ενιαία ροή στην αφήγηση. Η διαδικασία μάς έκανε να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο στα έργα του και να ανακαλύψουμε τρόπους να τα φέρουμε πιο κοντά στο σύγχρονο κοινό.

– Σκηνοθετικά πώς προσεγγίζετε την παράσταση;

Σκηνοθετικά, η προσέγγιση βασίζεται σε δύο άξονες: τη σατιρική διάσταση του Γκόγκολ και τη σύνδεσή της με τη σύγχρονη εποχή. Θέλησα να δημιουργήσω έναν σκηνικό κόσμο που να αναδεικνύει το παράλογο και το υπερβολικό, αλλά ταυτόχρονα να το κάνει προσβάσιμο και οικείο στο κοινό.
Δουλέψαμε πολύ με τους ηθοποιούς πάνω στη σωματικότητα και τη γκροτέσκο αισθητική, ώστε οι χαρακτήρες να αποκτήσουν μια υπερβατική διάσταση, χωρίς όμως να χάνουν την ανθρώπινη υπόστασή τους. Ο Γκόγκολ άλλωστε μιλά για όλους μας, μέσα από τις αδυναμίες, τις εμμονές και τα πάθη των ηρώων του.
Στο εικαστικό και σκηνογραφικό κομμάτι, χρησιμοποιήσαμε συμβολικά στοιχεία και ένα αφαιρετικό ύφος που υπογραμμίζει την αλλόκοτη ατμόσφαιρα των έργων του. Παράλληλα, η μουσική και ο φωτισμός παίζουν καθοριστικό ρόλο, δημιουργώντας έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό.
Στόχος μου ήταν η παράσταση να λειτουργήσει σαν μια θεατρική «καρικατούρα» της κοινωνίας μας, γεμάτη χιούμορ, ένταση και στιγμές αναστοχασμού.

– Τι συμβολίζει τελικά η περιβόητη μύτη και γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;

Η μύτη στον Γκόγκολ είναι ένα πολυδιάστατο σύμβολο. Αρχικά, λειτουργεί ως μια αλληγορία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και του κοινωνικού φαίνεσθαι. Η απώλεια της μύτης από τον Κοβαλιόφ δεν είναι απλώς μια φυσική απώλεια· είναι η κατάρρευση της εικόνας του, της κοινωνικής του ταυτότητας και της θέσης του στον κόσμο. Μέσα από αυτήν την υπερβολική και σουρεαλιστική ιστορία, ο Γκόγκολ καταφέρνει να καυτηριάσει την επιφανειακότητα της κοινωνίας, που δίνει περισσότερη αξία στην εμφάνιση παρά στην ουσία.
Επιλέξαμε τον συγκεκριμένο τίτλο, «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα μιας Μύτης», γιατί αποτυπώνει με τρόπο χιουμοριστικό και ταυτόχρονα βαθύ τη φιλοσοφία του έργου. Η μύτη, που είναι φαινομενικά ένα ασήμαντο μέρος του σώματος, αποκτά τεράστια βαρύτητα για τον ήρωα – ένα σχόλιο για το πώς δίνουμε υπερβολική σημασία σε πράγματα που είναι, στην πραγματικότητα, δευτερεύοντα.
Παράλληλα, ο τίτλος αυτός επιτρέπει να εντάξουμε την κεντρική ιδέα του σουρεαλισμού, της ελαφρότητας και του χιούμορ, που είναι βασικά χαρακτηριστικά της παράστασής μας. Μέσα από τη μύτη, θέλουμε να οδηγήσουμε το κοινό σε μια διαδρομή αυτοσαρκασμού, αλλά και προβληματισμού για τις αξίες που καθορίζουν τη ζωή μας

– Τι είναι αυτό που θέλετε να αναδείξετε περισσότερο μέσα από την παράσταση;

Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε περισσότερο μέσα από την παράσταση είναι το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνίας μας. Ο Γκόγκολ, μέσα από το ιδιαίτερο χιούμορ του και την αιχμηρή του σάτιρα, καταφέρνει να φέρει στο φως τις εμμονές, τις φοβίες και τις αντιφάσεις που καθορίζουν τη ζωή μας – είτε πρόκειται για τη ματαιοδοξία, την ανάγκη για αναγνώριση ή την προσκόλλησή μας σε κοινωνικές συμβάσεις που συχνά φαντάζουν γελοίες.
Θέλουμε το κοινό να δει τον εαυτό του μέσα από τους ήρωες, να γελάσει με τις υπερβολές τους, αλλά και να προβληματιστεί. Η παράσταση είναι ένα κάλεσμα για να εξετάσουμε την αξία που δίνουμε στα πράγματα – είτε αυτά είναι η κοινωνική θέση, η εικόνα μας ή ακόμα και μια… μύτη.
Ταυτόχρονα, θέλουμε να αναδείξουμε την διαχρονικότητα του Γκόγκολ. Παρόλο που τα έργα του γράφτηκαν σε μια άλλη εποχή, τα θέματα που θίγει παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα. Μέσα από το γέλιο και τον σουρεαλισμό, επιδιώκουμε να περάσουμε ένα μήνυμα αυτογνωσίας και, ίσως, να δώσουμε στον θεατή την ευκαιρία να ξανασκεφτεί την καθημερινότητά του με μια πιο ελαφριά, αλλά και πιο ουσιαστική ματιά.

– Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στη γραφή του Νικολάι Γκόγκολ;

Αυτό που με γοητεύει περισσότερο, είναι η μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει το παράλογο, το γκροτέσκο και το κωμικό με βαθιά ανθρώπινα και φιλοσοφικά ζητήματα. Μέσα από την υπερβολή και τη σάτιρα, αποκαλύπτει τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, αλλά το κάνει με έναν τρόπο που δεν βαραίνει τον αναγνώστη ή τον θεατή – αντίθετα, προσφέρει μια απελευθερωτική αίσθηση γέλιου και αυτοσαρκασμού.
Ο Γκόγκολ έχει έναν μοναδικό τρόπο να μιλάει για το καθημερινό και το ασήμαντο, μετατρέποντάς το σε κάτι καθολικό και διαχρονικό. Τα έργα του είναι γεμάτα με χαρακτήρες και καταστάσεις που, ενώ μοιάζουν απόλυτα σουρεαλιστικά, είναι τόσο οικεία και αναγνωρίσιμα. Το βλέμμα του είναι ταυτόχρονα συμπονετικό και καυστικό – αγαπά τους ήρωές του, αλλά δεν διστάζει να αποκαλύψει τις αδυναμίες και τις γελοιότητές τους.
Αυτό που με συναρπάζει είναι το πώς καταφέρνει να διατηρεί αυτή τη λεπτή ισορροπία: να μας κάνει να γελάμε, να μας συγκινεί, αλλά και να μας προβληματίζει. Η γραφή του είναι μια ατελείωτη πηγή έμπνευσης γιατί, πίσω από το χιούμορ, κρύβεται πάντα μια βαθιά αγωνία για την ανθρώπινη κατάσταση και την κοινωνία.

– Αν ζούσε σήμερα ο Γκόγκολ, τι πιστεύετε πως θα σατίριζε περισσότερο με την καυστική του πένα;

Αν ζούσε σήμερα ο Γκόγκολ, πιστεύω πως θα είχε άφθονο υλικό για τη σατιρική του πένα! Η σύγχρονη κοινωνία, με την εμμονή της για την εικόνα, τη φήμη και τη διαρκή ανάγκη για επιβεβαίωση μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα ήταν ένας θησαυρός για τη φαντασία του. Πιθανότατα, θα έβλεπε τα social media ως μια σύγχρονη εκδοχή της «Μύτης», όπου οι άνθρωποι καθορίζουν την αξία τους μέσα από likes, followers και εικονικές ταυτότητες, αφήνοντας στην άκρη την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Επιπλέον, θα σατίριζε τη γραφειοκρατία, που παραμένει εξίσου παράλογη και καταπιεστική όπως την εποχή του, αλλά και την πολιτική και κοινωνική υποκρισία. Ο Γκόγκολ είχε την ικανότητα να «ξεσκεπάζει» τη φθορά κάτω από το λαμπερό περιτύλιγμα, και σε μια εποχή που συχνά προτιμούμε την επιφάνεια από την ουσία, η πένα του θα ήταν πιο καυστική από ποτέ.
Τέλος, δεν θα έλειπε από τη σάτιρά του η ανθρώπινη αποξένωση που συνοδεύει την τεχνολογική πρόοδο. Νομίζω πως θα μπορούσε να γράψει κάτι αντίστοιχο με τη «Μύτη», αλλά αντί για μύτη, να εξαφανίζεται… το κινητό κάποιου – και μαζί του η προσωπικότητα και η κοινωνική του ύπαρξη!

– Πέρυσι Τσέχοφ με τον «Πλατόνωφ», φέτος Γκόγκολ. Θα λέγαμε πως έχετε μια αδυναμία στο ρωσικό θέατρο;

Ναι, θα έλεγα πως πράγματι έχω μια ιδιαίτερη αγάπη για το ρωσικό θέατρο, αλλά και τη ρωσική λογοτεχνία γενικότερα. Οι ρώσοι συγγραφείς, είτε πρόκειται για τον Τσέχοφ είτε για τον Γκόγκολ, έχουν την ικανότητα να βυθίζονται βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή και να αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες αλλά και την ομορφιά της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Τσέχοφ με τον «Πλατόνωφ» μας προσκαλεί να εξετάσουμε την απογοήτευση, τη φθορά και τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής, μέσα από την τραγική ειρωνεία και τη συγκινητική αλήθεια των χαρακτήρων του. Από την άλλη, ο Γκόγκολ, με τη σάτιρα και τον σουρεαλισμό του, μας προκαλεί να γελάσουμε με τις γελοιότητες της κοινωνίας, αλλά και να προβληματιστούμε για την ανάγκη μας να καθοριζόμαστε από εξωτερικά στοιχεία, όπως η εικόνα ή η κοινωνική θέση.
Το ρωσικό θέατρο και οι συγγραφείς του έχουν μια διαχρονικότητα που είναι απίστευτα ελκυστική. Μιλούν για το ατομικό και το συλλογικό, το παράλογο και το βαθιά ανθρώπινο, και αυτό τους καθιστά παγκόσμιους. Νιώθω πως η ενασχόληση με τα έργα τους είναι μια ατελείωτη πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής πρόκλησης.

– Η σάτιρα έχει όρια;

Η σάτιρα, από τη φύση της, είναι μια τέχνη που αμφισβητεί, προκαλεί και ανατρέπει. Ο σκοπός της δεν είναι να επιτεθεί, αλλά να φωτίσει τις αδυναμίες, τα παράδοξα και τις υπερβολές της κοινωνίας και των ανθρώπων, προσφέροντας χώρο για σκέψη και αυτοκριτική. Ωστόσο, θα έλεγα ότι η σάτιρα έχει όρια εκεί που τελειώνει ο σεβασμός για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν πρέπει να γίνεται εργαλείο για να πληγώσει ή να υποτιμήσει, αλλά για να αποκαλύψει και να καυτηριάσει με χιούμορ, οξυδέρκεια και ευαισθησία. Ο καλός σατιρικός δημιουργός βρίσκει τρόπους να αγγίζει δύσκολα ζητήματα χωρίς να γίνεται χυδαίος ή προσβλητικός. Η πρόκληση είναι να κρατάς τη σάτιρα αιχμηρή και τολμηρή, χωρίς να χάνεις την ουσία της: τη βαθύτερη επιθυμία για αλλαγή και αυτογνωσία. Με αυτή την έννοια, η σάτιρα μπορεί να είναι ελεύθερη, αλλά χρειάζεται να συνοδεύεται από ενσυναίσθηση και καλλιτεχνική ευθύνη.

– Η πολιτική ορθότητα μπορεί να εγκλωβίσει μια κωμωδία;

Η πολιτική ορθότητα είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει έντονα τον χώρο της κωμωδίας και της τέχνης γενικότερα. Από τη μία πλευρά, θέτει έναν απαραίτητο προβληματισμό για το πώς αντιμετωπίζουμε ευαίσθητα ζητήματα, μειονότητες ή ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, επισημαίνοντας την ανάγκη για σεβασμό και ενσυναίσθηση. Από την άλλη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η πολιτική ορθότητα να γίνει περιοριστική, να καταπνίξει τη δημιουργική ελευθερία ή να φοβίσει τους δημιουργούς να αγγίξουν καίρια κοινωνικά ζητήματα.
Η κωμωδία, και ειδικά η σάτιρα, ζει και αναπνέει μέσα από την ελευθερία της να αμφισβητεί, να υπερβάλλει και να προκαλεί. Αν όμως χαθεί το στοιχείο της πρόκλησης και της υπερβολής, τότε η κωμωδία μπορεί να χάσει τη δύναμή της να φέρνει αλλαγή και αυτογνωσία.
Ωστόσο, πιστεύω ότι η πολιτική ορθότητα δεν πρέπει να θεωρείται εμπόδιο αλλά πρόκληση για τους δημιουργούς. Μπορεί να μας ωθήσει να αναζητήσουμε πιο έξυπνους και βαθύτερους τρόπους να εκφράσουμε την κριτική μας, χωρίς να πληγώσουμε ή να υποτιμήσουμε. Η καλή κωμωδία είναι αυτή που αγγίζει την ουσία, προκαλεί γέλιο και σκέψη ταυτόχρονα, χωρίς να εγκλωβίζεται σε στερεότυπα ή χυδαιότητες.

Ταυτότητα παράστασης

Σύνθεση κειμένου-Σκηνοθεσία: Νίκος Καμτσής
Σκηνικό – κοστούμια: Μίκα Πανάγου
Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος
Πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Φραγκιόγλου, Αντώνης Καλομοιράκης, Λαμπρινή Θάνου, Βίκη Αθανασίου, Μαρίνα Κοσμά, Βασίλης Χρηστίδης, Κωνσταντίνος Χατζούδης

Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στις 20:30
Προπώληση: more.com

Θέατρο Τόπος Αλλού
Κεφαλληνίας 17, Αθήνα