Ένα ιδιαίτερο πλάσμα, μια… goniurellia tridens, πετά από τόπο σε τόπο, ψάχνοντας εκείνη τη «γη» που θα την κατανοήσει και θα την αποδεχτεί. Στο ταξίδι της αυτό ανεβαίνει στον αγαπημένο της βράχο, το Λυκαβηττό, συναντά μια… γατούλα με ροζ μυτούλα, έναν σκαντζόχοιρο ονόματι Φάουστ ή… άουτς, τον μπούφο του Ρόμπερτ Φίσερ. Κουρασμένη από το πέταγμα κάθεται στα τραπεζάκια της πλατείας στο Γκάζι και ονειρεύεται πάνω σε ένα καφάσι μπύρες.
Γραμμένο το 2015, με τη Στέλλα Ζαφειροπούλου να συστήνεται στο θεατρικό κοινό, το «Φλάι» είναι μια πικρή σάτιρα για την ανθρώπινη απόγνωση στο δρόμο προς την αναζήτηση της ταυτότητας και της αποδοχής. Εννέα χρόνια μετά, η κοινωνία παραμένει «χελώνα» αγκυλωμένη σε προϋπάρχουσες καταστάσεις κάνοντας αργά ή και καθόλου βήματα προς τη συμπερίληψη. Ο Ζακ Κωστόπουλος, η Δήμητρα της Λέσβου, ο Αντώνης Καρυώτης είναι μερικά μόνο από τα ονόματα της ελληνικής πραγματικότητας που άφησαν τρύπες σε μια κοινωνία γεμάτη μπαλώματα.
Τώρα, μετά την πολύ επιτυχημένη πρώτη παρουσίαση, το «Φλάι» της Στέλλας Ζαφειροπούλου επέστρεψε στο Faust Bar Theatre, με την Λίλη Τσεσματζόγλου να ερμηνεύει ξανά αυτόν τον αλληγορικό μονόλογο με σαρκασμό και χιούμορ σε σκηνοθεσία Πέπης Μοσχοβάκου και μουσική Γιάννη Οικονόμου.
Με αφορμή την παράσταση, η Λίλη Τσεσματζόγλου μίλησε στο Newsbeast.
– Το «Φλάι» είναι ένας αλληγορικός μονόλογος. Τι συμβολίζει το πλάσμα που ενσαρκώνετε;
Ο μονόλογος αυτός δίνει φωνή στην ψυχή του καθενός που θέλει να εκφράσει ένα «γιατί». Μια αέναη απορία. Δίνει φωνή σε μια βουβή αδικία που μπορεί να έχει υποστεί ο ίδιος ή να έχει γίνει μάρτυρας στην αδικία κάποιου άλλου. Δίνει υπόσταση στο ανοίκειο, στο παράλογο που μπορεί να μην είναι παράλογο, αλλά διαφορετικό και ακριβώς γι αυτό, πανέμορφο. Δίνει αξία σε κάθε αδύναμο πλάσμα που περνά απαρατήρητο. Σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής που βρίσκεται εκεί για κάποιον σημαντικό λόγο αλλά συνεχώς παραβλέπεται, μέσα στην τόση βιασύνη μας να πάμε κάπου που τελικά ούτε ξέρουμε που. Δίνει φωνή στην ανάγκη του ανθρώπου για ουσιαστική επαφή, κατανόηση και αγάπη. Στοιχεία τόσο απαραίτητα για την ύπαρξη μας όσο και η τροφή.
– Πώς το προσεγγίσατε και, άραγε, φέρει και δικά σας θραύσματα εαυτού;
Κάθε λέξη, πρόταση και εικόνα που έχει σχηματίσει η Στέλλα Ζαφειροπούλου στο έργο της είναι για μένα ένα πεδίο εξερεύνησης της ψυχής μου. Έχει καταφέρει να σχηματοποιήσει και να παρουσιάσει καταστάσεις, σκέψεις και συναισθήματα που ακουμπούν στις ζωές λίγο πολύ όλων μας, με αποτέλεσμα θέλοντας και μη διαβάζοντάς το ξανά και ξανά και συνειδητοποιώντας τα πράγματα στα οποία αναφέρετε, να παρασύρομαι αυτή τη μία ώρα και είκοσι λεπτά που βρίσκομαι επι σκηνής, σε ξεχασμένες σκέψεις μου, βουβές ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ, λόγια που δεν εκφράστηκαν, ανάγκες που δεν καλύφθηκαν. Είμαι συνεχώς και ασταμάτητα συνδεδεμένη με την αλήθεια της κάθε λέξης, γιατί αυτό το κείμενο δεν μπορεί να ειπωθεί διαφορετικά. Μόνο με την γενναιότητα της προσωπικής κατάθεσης της αλήθειας σου. Αντίστοιχα δούλεψε και η Πέπη Μοσχοβάκου μαζί μου. Σκηνοθετώντας με απόλυτο σεβασμό προς το κείμενο της Στέλλας με οδήγησε όσο βαθύτερα μπορούσε στα μονοπάτια που μας χάραξε το ίδιο το κείμενο και με γνώμονα αυτά τα μονοπάτια με βοήθησε να δώσω στον λόγο μου, κίνηση, φωνή, τραγούδι, κλάμα, γέλιο, τρέλα.
– Τι άλλαξε, μέσα σας, στην κοινωνία αλλά και στο κοινό ενδεχομένως, από την πρώτη μέρα που ενσαρκώσατε την ηρωίδα σας, μέχρι φέτος που παρουσιάζεται και πάλι, εννιά χρόνια μετά;
Εννιά και δέκα και είκοσι χρόνια είναι ελάχιστος χρόνος για να αλλάξουν τόσο παγιωμένα θέματα, συμπεριφορές, σκέψεις και αντιλήψεις. Οι άνθρωποι κουβαλάμε στα κύτταρά μας πληροφορίες που ούτε καν γνωρίζουμε πως είναι εκεί και το χειρότερο, δεν γνωρίζουμε πως δεν αποτελούν καμία αλήθεια ή πραγματικότητα. Είναι συνήθως αυθαίρετα κλειδωμένες πληροφορίες από πάππου προς πάππου που ενδεχομένως εξυπηρετούσαν κάποια χρονική περίοδο κάποιον ή κάτι και έχουν ξεχαστεί στα δύστυχα δικά μας κυτταράκια αφιλτράριστα και σίγουρα πως κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Έτσι η κοινωνία μας στο σύνολό της θεωρώ πως δεν έχει αλλάξει πολλά πράγματα. Και για να είμαι ειλικρινής δεν το πιστεύω πως θα συμβεί ποτέ. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να δομηθεί η κοινωνία από την αρχή. Να στηθούν σχολεία με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία, στόχους και τρόπους εκμάθησης και αυτό νομίζω είναι μακριά από το συμφέρον του εμπορευματοποιημένου κόσμου μας.
– «Ταιριάζουμε μέχρι να καταδείξει ο ένας στον άλλο τη διαφορετικότητά του. Κι αυτό είναι το σημείο που μας χωρίζει». Γιατί, θεωρείτε, πως συμβαίνει αυτό; Ψάχνουμε όμοιους μας ν’ ακουμπήσουμε ή δεν μπορούμε να διαχειριστούμε ό,τι αποκλίνει από αυτό που η κοινωνία ορίζει ως «φυσιολογικό»;
Αυτή η φράση είναι ένα έργο από μόνο του και μια συζήτηση που μπορεί να πάρει μια ζωή. Νομίζω πως η δυσκολία του ανθρώπου να αποδεχθεί τη διαφορετικότητα είναι γιατί μπαίνει κατευθείαν στην σύγκριση. Καλύτερος, χειρότερος, όμορφος, άσχημος, μαύρος, άσπρος, και ούτω καθεξής. Γι αυτό αναφέρθηκα πριν στην αναδόμηση της κοινωνίας και των εκπαιδευτικών συστημάτων. Καθώς ο άνθρωπος δομείται και εκπαιδεύεται για να ενσωματωθεί στην κοινωνία των ενηλίκων, εκείνο που του καλλιεργείται αυτόματα από παντού, είναι ο εγωισμός και ο ανταγωνισμός. Και αυτό για να μπορέσει να επιβιώσει σε αυτόν τον σούπερ ανταγωνιστικό κόσμο. Αυτό το στοιχείο, που σαφώς και είναι απαραίτητο σε έναν βαθμό, εάν δεν καλλιεργηθεί ταυτόχρονα με μια σφαιρική μόρφωση και καλλιέργεια, καταλήγει σε αυτό που αντιμετωπίζουμε γύρω μας παντού. Δηλαδή στον φόβο του διαφορετικού που μπορεί να είναι καλύτερο από εμένα και άρα θέλω να το υποβιβάσω, να το πολεμήσω και να το εξαφανίσω, ενώ στην πραγματικότητα μπορώ να μάθω ενδεχομένως από αυτό, να εμπνευστώ , να εξελίξω ή και να αλλάξω την ιδέα μου και την σκέψη μου, ή στην απομόνωση γιατί νιώθω πως δεν μπορώ να επιβιώσω σε έναν τόσο σκληρό και ανταγωνιστικό κόσμο, καθώς δεν αισθάνομαι αρκετά καλός. Πάλι σε σύγκριση συνεχόμενη με τους άλλους. Όσο για το «φυσιολογικό».. Πόσο παρεξηγημένη και πολύπλοκη έννοια. Μερικές φορές δεν βρίσκω τίποτα φυσικό μέσα στο φυσιολογικό.
– Το «Φλάι» είναι ένα έργο για τον διαρκή αποπροσανατολισμό που ο καθένας από εμάς μπορεί να βιώσει. Πόσο ελεύθεροι είμαστε να σχεδιάσουμε την ολόδική μας πορεία; Εσείς έχετε αισθανθεί ποτέ ότι χάσατε τον δρόμο σας και αν ναι, πώς το διαχειριστήκατε;
Καθόλου ελεύθεροι, δυστυχώς. Ο δυτικός άνθρωπος καλουπώνεται από πολύ νωρίς σε συμπεριφορές και επιθυμίες που δεν του ανήκουν. Και λέω ο δυτικός γιατί η φιλοσοφία του διαφέρει πολύ από εκείνη της ανατολής και της Ασίας καθώς στη Δύση ο άνθρωπος περιμένει πάντα κάτι από έξω να τον βοηθήσει, να του εξηγήσει και αυτό εμπεριέχει τον μεγάλο κίνδυνο να υιοθετηθούν συμπεριφορές και θέλω, που όπως είπα και πιο πάνω δεν έχουν καμία σχέση με τον ίδιο. Με τον διαλογισμό και την στροφή της προσοχής προς τα μέσα, κάτι που μαθαίνεται αρκετά και γίνεται δεύτερη φύση πχ στην Ινδία, εκείνο που καταφέρνει κανείς είναι σταδιακά να μαθαίνει να ακούει τον ίδιο του τον εαυτό και άρα να σχεδιάζει την ζωή του με βάση του ποιος είναι και όχι με το τι του επιβάλλεται κοινωνικά. Εγώ προσπαθώ καθημερινά να ακούω την φωνή μέσα μου και να την ξεχωρίζω από εκείνη της κριτικής και της κοινωνικής επιβολής. Γιατί αυτές οι δύο είναι αλήθεια πως παλεύουν συνεχώς να κερδίσουν η μια εις βάρος της άλλης και είναι δυσδιάκριτες οι διαφορές τους τις περισσότερες φορές. Θέλει εξάσκηση καθημερινή.
– Διαφορετικότητα. Συμπερίληψη. Κοινωνική αποδοχή. Λέξεις που κουβαλούν μεγάλο φορτίο. Τις εκφέρουμε συχνά αλλά τι κάνουμε, ατομικά και συλλογικά, για να βρουν πλάσματα σαν το «Φλάι» τη θέση τους στον κόσμο;
Το Φλάι, η Στελλόμυγα που την ονομάζει η συγγραφέας του έργου η Στέλλα Ζαφειροπούλου, είναι μια κρυφή κραυγή που έχουμε όλοι μέσα μας. Το αναφέρω αυτό καθώς δεν θα ήθελα να εννοηθεί πως οι διαφορετικοί και όσοι χρειάζονται συμπερίληψη και αποδοχή είναι κάπου εκεί έξω, μακριά. Όχι. Είναι στιγμές που όλοι μας έχουμε νιώσει σαν την μύγα μέσα στο γάλα, που αισθανόμαστε πως δεν ανήκουμε πουθενά και πως αυτός ο κόσμος είναι τόσο σκληρός και μικρός για να μας χωρέσει, ή τόσο τεράστιος για να του αποδείξουμε την αξία και τις δυνατότητές μας μέσα από το μικρό κορμί μας. Για να βρούμε λοιπόν ο καθένας μας ξεχωριστά την θέση του στον κόσμο χρειάζεται συνεχόμενη προσπάθεια. Είναι ένας μακρύς συνήθως αγώνας δρόμου, κατά την γνώμη μου πολύ γοητευτικός καθώς οι προκλήσεις στο να απομακρυνθείς από τον πυρήνα σου είναι πολλές και αρκετές φορές σαγηνευτικές.
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Πέπη Μοσχοβάκου
Ερμηνεία: Λίλη Τσεσματζόγλου
Σκηνικά-κοστούμια: Κική Μήλιου
Μουσική: Γιάννης Οικονόμου
Φωτογραφίες: Νικόλας Γρηγορίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 20:30
Διάρκεια: 80 λεπτά
Προπώληση εισιτηρίων: more.com
FAUST BAR THEATRE ARTS
Καλαμιώτου 11 & Αθηναϊδος 12, Αθήνα