Ο Κώστας Αρζόγλου, ο Χρήστος Βαλαβανίδης και ο Πάνος Σκουρολιάκος, οι τρεις σημαντικοί ηθοποιοί του θεάτρου, είναι οι «Ήρωες» της φετινής σεζόν. Και το πρωταγωνιστικό τρίο που θέλουμε να βλέπουμε εμείς οι θεατές, ώστε να μας υπενθυμίζουν τι σημαίνει «καλό θέατρο» και, κυρίως, καλή κωμωδία.
Συναντήσαμε τους τρεις ηθοποιούς στις πρόβες λίγο πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Ήρωες» του Gerald Sibleyras, στην οποία πρωταγωνιστούν στο Από Μηχανής Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά και κάνει πρεμιέρα την Τετάρτη 16 Οκτωβρίου. Κώστας Αρζόγλου, Χρήστος Βαλαβανίδης και Πάνος Σκουρολιάκος υποδέχτηκαν το Newsbeast στον χώρο τους, με μια εγκαρδιότητα που δεν τη συναντάς εύκολα, με μοναδική ευγένεια και απλότητα, όπου μιλήσαμε για την παράσταση, τους τρεις ήρωές τους, την κωμωδία -για την οποία τόσος λόγος έχει γίνει τον τελευταίο καιρό-, αλλά και για τους νέους ηθοποιούς.
Ωστόσο, δεν μπορώ να μη σταθώ στη μεταξύ τους σχέση, καθώς μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο αγαπημένοι είναι οι τρεις πρωταγωνιστές. «Υπάρχει έρωτας μεταξύ μας», μου τονίζει ο Χρήστος Βαλαβανίδης, για να συμπληρώσει ο Πάνος Σκουρολιάκος πως μετά από τόσα χρόνια είναι σαν «συγγενείς». Εντύπωση μου έκανε, επίσης, πόσο συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, ενώ από την κουβέντα μας δεν έλειπε το χιούμορ και οι απίθανες ατάκες από τους τρεις αυτούς σπουδαίους ηθοποιούς.
– Πώς έγινε η επιλογή του έργου και πώς αποδεχτήκατε την πρόταση;
Χρ. Βαλ.: Δημιουργήθηκε μία ανάγκη ανάμεσα στον σκηνοθέτη, Δημήτρη Μυλωνά, κι εμένα να κάνουμε κάτι τον χειμώνα, έχουμε κάνει ήδη δύο σκηνοθεσίες. Του λέω «Βρες έργο» και βρήκε. Μου άρεσε πάρα πολύ, δεν το ήξερα προηγουμένως. Του λέω θα φωνάξουμε τον Κώστα τον Αρζόγλου και τιμή μας και καμάρι μας που είναι μαζί μας και ως… από μηχανής θεός (κάνει λογοπαίγνιο με το όνομα του θεάτρου Από Μηχανής) έρχεται ο Πάνος Σκουρολιάκος και γινόμαστε τρίο. Είναι δηλαδή και τυχαίο και οργανωμένο η εύρεση του έργου. Είναι πολύ ωραίο, αλλά και δύσκολο να ανέβει. Δείχνει εύκολο, αλλά δεν είναι γι’ αυτούς που το μαθαίνουν.
– Η δυσκολία δηλαδή πού βρίσκεται;
Κ. Αρζ.: Απαιτεί πιο μεγάλη ακρίβεια. (Εδώ ο Χρήστος Βαλαβανίδης σχολιάζει για την απάντηση του συμπρωταγωνιστή του: «Κάτι ήξερα εγώ που του έδωσα τον λόγο».) Εδώ χωράει μεν αυτοσχεδιασμός, αλλά προβαρισμένος, άρα θέλει κάποια ακρίβεια. Αυτό που μου άρεσε στο έργο, είναι προσωπικό μου χούι αυτό, είναι ότι σπάνια συναντώ σύγχρονους συγγραφείς που λαμβάνουν υπόψη τους ότι έχει μεσολαβήσει Μπέκετ. Για εμένα υπάρχει ένα θέατρο προ Μπέκετ και μετά Μπέκετ. Μερικοί, λοιπόν, συγγραφείς κάνουν ότι δεν έγινε και τίποτα ότι ο Μπέκετ δεν είναι κάτι. Το έργο, να σημειώσω, μετέφρασε η Μαριάννα Τόλη.
Χρ. Βαλ.: Ήταν πολύ καλή στις μεταφράσεις.
Κ. Αρζ.: Ήταν συμμαθήτριά μου στο Εθνικό.
Παν. Σκουρ.: Δεν ζήτησα να διαβάσω το έργο, όταν άκουσα ότι οι άλλοι δύο είναι ο Χρήστος Βαλαβανίδης και ο Κώστας Αρζόγλου. Το διάβασα απλώς για να το διαβάσω κι ενθουσιάστηκα περισσότερο απ’ ό,τι περίμενα. Είναι ένα έργο ηθοποιίστικο. Ένα έργο για ηθοποιούς. Έχει ανάγκη από ηθοποιούς που έχουν κάνει μια διαδρομή στο σανίδι, έχουν παίξει διαφορετικά είδη θεάτρου, γιατί μπορεί να σε ξεγελάσει, να το αντιληφθείς σαν ένα εργάκι εύκολο που βγάζει και γέλιο. Όχι, είναι ένα έργο βαθύτατα απαιτητικό. Και έχοντας συνεργαστεί στο παρελθόν και με τον Χρήστο και με τον Κώστα είναι σαν να με πήραν τηλέφωνο συγγενείς μου, πρώτα μου ξαδέλφια. Έχουμε μια σχέση σχεδόν συγγενική όλα αυτά τα χρόνια. Και είμαι πολύ ευτυχισμένος με αυτή τη συνεργασία. Και ότι βρισκόμαστε στο Από Μηχανής με όλους τους συντελεστές. Είναι κοντά με όλα τα προβλήματα που έχουμε στις πρόβες και τις αγωνίες, γιατί δεν γίνεται αλλιώς, έτσι γεννιέται το καινούριο.
Χρ. Βαλ.: Μέχρι να το ξεκλειδώσεις το έργο, τους κώδικές του παίρνει καιρό.
Παν. Σκουρ: Κάναμε πολλές πρόβες. Στις αρχές του καλοκαιριού κάναμε 1,5 μήνα πρόβες και, όταν πήγαμε διακοπές, συνεχίσαμε και κάναμε πρόβα οι τρεις μας μέσω Skype. Και από την 1η Σεπτεμβρίου ξεκινήσαμε και πάλι. Αν το αντιμετωπίζαμε ευκαιριακά, θα έπρεπε να το είχαμε ανεβάσει εδώ κι έναν μήνα.
– Αυτό είναι και ο σεβασμός που δείχνετε κι εσείς οι ίδιοι στο θέατρο και στο έργο που ανεβάζετε.
Παν. Σκουρ: Μας δίνεται η ευκαιρία να κάνουμε αυτά με άνεση που δεν μπορούμε να κάνουμε και γκρινιάζουμε. Όλα αυτά που διεκδικούμε ως ηθοποιοί, εδώ σε αυτό το θέατρο μας δίνεται η ευκαιρία να τα κάνουμε και είναι πολύ σημαντικό.
Κ. Αρζ: Το πρώτο είναι πως επειδή και από τις κουβέντες τις δικές μου και του Πάνου και του Χρήστου φαίνεται ως κάτι βαρύγδουπο (ανέφερα και τον Μπέκετ προηγουμένως), ξέρετε πόση δουλειά χριεάζεται για να γίνει κάτι που φαίνεται πολύ απλό; Το απλό είναι το πιο δύσκολο.
Χρ. Βαλ: Πολύ σημαντικό αυτό που λέει ο Κώστας. Όπως επίσης είναι πολύ δύσκολο να είσαι επί σκηνής ο εαυτός σου, να πείθεις.
Κ. Αρζ.: Απλό και αστείο. Το γέλιο να έρχεται αβίαστα. Το δεύτερο πράγμα που ήθελα να πω είναι πως οι τρεις μας όταν τηλεφωνιόμαστε, είναι σαν να μιλάγαμε πριν από μία ώρα. Κι έχουν μεσολαβήσει δέκα χρόνια να βρεθούμε επαγγελματικά.
Χρ. Βαλ.: Θα πω και κάτι άλλο: για να υπάρξει καλή συνεργασία των ηθοποιών πάνω στη σκηνή πρέπει να υπάρξει έρωτας, όχι σεξουαλικός.
– Ε ναι, ο έρωτας δεν είναι μόνο σεξουαλικός.
Παν. Σκουρ: Όπως μπορεί να έχεις έρωτα για τη μουσική, για την ίδια τη ζωή.
Χρ. Βαλ.: Δεν γίνεται αλλιώς, άμα δεν αγαπάω τον συνάδελφό μου, δεν μπορώ να παίξω αλλιώς.
– Επειδη το έργο είναι βαθιά ανθρώπινο κι έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις, φαντάζομαι πως, αν δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας εκτός σκηνής, αυτή η σύνδεση δεν θα αντικατοπτριστεί πάνω σε αυτήν. Έτσι, δεν είναι;
Κ. Αρζ.: Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Παν. Σκουρ: Επειδή εμείς έχουμε άριστες σχέσεις, ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να κάνουμε ότι τσακωνόμαστε στη σκηνή;
– Στο δικό μου το μυαλό, μοιάζει δύσκολο να κάνεις κωμωδία, καλή κωμωδία. Δηλαδή αισθάνομαι πως πιο εύκολα θα κάνεις τον θεατή να κλάψει, από το να γελάσει. Είναι έτσι;
Παν. Σκουρ: Η κωμωδία είναι ένα γραμμάτιο πληρωτέο άμα τη εμφανίσει. Αν δεν γίνει εκείνη την ώρα κάτι, ξέχασέ το. Αν δεν γελάσει ο θεατής εκείνη την ώρα, μάζεψέ τα και φύγε.
– Επιτυχία για μια κωμωδία είναι τα εισιτήρια που θα κόψει ή ο κόσμος που θα γελάσει;
Κ. Αρζ: Ο κόσμος που θα γελάσει.
– Έχει σημασία και με τι θα γελάσει ο κόσμος;
Παν. Σκουρ: Αν βγω ξεβράκωτος στη σκηνή, δεν θα γελάσει ο κόσμος; Ε, εγώ δεν θέλω να βγω ξεβράκωτος στη σκηνή για να κόψω εισιτήρια.
Κ. Αρζ.: Εγώ τα έχω ξεχωρίσει αυτά μέσα μου. Άλλο λαϊκός ηθοποιός και άλλο δημοφιλής. Αυτός που είναι δημοφιλής είναι «πράκτορας» από άλλο επάγγελμα.
– Αυτό πηγαίνει και στο γεγονός ότι βλέπουμε στο θέατρο ή στην τηλεόραση και μοντέλα και πρώην παίκτες ριάλιτι;
Κ. Αρζ: Δεν έχω πρόβλημα. Μπορεί να έχουν μία έφεση, να μελετάνε. Εμένα μου έχει τύχει κοπελιά η οποία μελέταγε τόσο πολύ, σπούδαζε, ήθελε να γίνει όλο και καλύτερη. Αυτή είναι μία έφεση που δεν μπορεί να την αποκλείσει κανείς.
Παν. Σκουρ.: Αρκεί να σπουδάζει και να ασχολείται και να μην αρκείται στο ότι «είμαι ο τάδε του Survivor και θα έρθω να παίξω τον Θείο Βάνια».
Κ. Αρζ.: Σε παίρνουνε επειδή είσαι γνωστός από κάπου αλλού. Αν συνεχίσεις και μέσα στην καρδιά σου και στο μυαλό σου είναι η εικόνα για την οποία σε πήρανε, δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Βέβαια, μπορείς να κάνεις τηλεόραση, γιατί αυτά που ζητάει η τηλεόραση είναι πολύ απλά.
– Δεν υπάρχει αυτό το «ξεγύμνωμα» του θεάτρου;
Κ. Αρζ.: Ακριβώς. Η τηλεόραση τι ζητάει; Τη φυσικότητα. Να σηκώσω ένα ποτήρι, φυσικά. Αυτό ζητάει, έναν ρεαλισμό.
Χρ. Βαλ.: Ο ρεαλισμός για να γίνει στη σκηνή χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία. Πολλές προϋποθέσεις για να περάσει ένας σκηνικός ρεαλισμός.
– Κι εκεί φαίνεται και η διάρκεια του ηθοποιού.
Παν. Σκουρ.: Εκεί φαίνεται πως όλες αυτές οι περιπτώσεις που αναφέρουμε, δεν είδαμε να κάνουνε και καμιά πορεία. Ακόμα και αυτοί που θέλανε και πήγανε σε μια σχολή. Γιατί τι έκαναν; Έκοψαν τη δουλειά από έναν επαγγελματία. Κάποιου ταλαντούχου, κάποιου που έχει σπουδάσει, κάποιου ηθοποιού που έχει οικογένεια πίσω.
– Στο έργο ενσαρκώνετε τρεις ηλικιωμένους στρατιωτικούς εν αποστρατεία.
Χρ. Βαλ.: Και ο χώρος είναι ένα σανατόριο.
Κ. Αρζ.: Βασικό, γιατί μιλάμε για μια ιστορία του 1950, δεν είναι στρατιωτικοί στο σήμερα.
Χρ. Βαλ.: Οι τρεις τους γνωρίζονται εκεί και κάνουν παρέα. Λένε τα βάσανά τους, τη ζωή τους, τις αναμνήσεις τους, πολέμησαν και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους.
– Σκληροί άνθρωποι;
Παν. Σκουρ.: Όταν έχεις πολεμήσει σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους και να μην είσαι σκληρός, γίνεσαι. Κατά βάθος είναι ψυχούλες, αλλά η ζωή τούς έχει αναγκάσει να είναι σκληροί και πολλές φορές μεταξύ τους, ο ένας με τον άλλον.
Χρ. Βαλ.: Καμιά φορά, λόγω παιδείας. Είναι φιλοπαίγμονες. Ζηλεύονται.
– Τι μπορεί να ζηλεύουν σε έναν τέτοιο χώρο και υπό αυτές τις συνθήκες;
Χρ. Βαλ.: Τίποτα. Ζήλια για τη ζήλια για να περνάει η ώρα.
Παν. Σκουρ.: Κάποια στιγμή που αναφέρεται το θέμα της γυναίκας, οι υπόλοιποι δύο ζηλεύουν τον Αρζόγλου που είναι ο πιο ωραίος της παρέας, έχει και μαλλιά, είναι γοητευτικός.
Χρ. Βαλ.: Εγώ είμαι και ο πιο τσαχπίνης της παρέας, βγαίνω κιόλας από το σανατόριο, τα έχω καλά με την καλόγρια προϊσταμένη και βγαίνω κρυφά.
– Οι άλλοι δύο γιατί δεν βγαίνουν; Φοβούνται;
Παν. Σκουρ.: Ο Γουστάβος, που υποδύομαι εγώ, φοβάται. Μια φορά βγήκε κι έβαλε τα κλάματα.
– Η μέρα πώς περνάει; Με συζήτηση για τον στρατό και τις γυναίκες; Κλασικά αντρικά;
Χρ. Βαλ.: Δεν περνάει εύκολα, βρίσκουν διάφορα θέματα. Κι εγώ τους βρίσκω τη θεματάρα, ένα παρθεναγωγείο που βρίσκεται λίγο πιο πέρα. Κι ερωτεύομαι και τη δασκάλα (εδώ έχω την τύχη ο κ. Βαλαβανίδης να μου πει ένα απόσπασμα από την παράσταση που περιγράφει τη δασκάλα.)
– Αυτό σημαίνει ότι ο έρωτας υπάρχει σε όλες τις ηλικίες.
Παν. Σκουρ.: Και διεκδικούνε στο έργο αυτόν τον έρωτα. Να συνεχίσουν τη ζωή τους, ακόμα και σε αυτή την αποθήκη που τους βάλανε.
Κ. Αρζ.: Αυτό που μου έκανε εντύπωση στο έργο είναι πως, ενώ οι άνθρωποι οι ηλικιωμένοι καταφεύγουν πάρα πολύ στο παρελθόν, εδώ δεν το βλέπουμε αυτό.
– Δεν νοσταλγούν το παρελθόν τους οι τρεις ήρωες;
Κ. Αρζ.: Το αποφεύγουνε.
Παν. Σκουρ: Δεν αναφέρεται καθόλου το παρελθόν, επιγραμματικά.
– Όλοι αναπολούν το παρελθόν, όμως.
Παν. Σκουρ.: Έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη να συνεχίσουν και να δημιουργήσουν ένα μέλλον, που δεν ασχολούνται με το παρελθόν.
– Αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα που περνάει η παράσταση;
Παν. Σκουρ.: Ναι, τα πάντα αφορούν το παρόν.
– Εσείς έχετε κοινά χαρακτηριστικα με τους ήρωες που υποδύεστε;
Χρ. Βαλ.: Νομίζω ότι όλοι μας έχουμε βάλει ένα κομμάτι του εαυτού μας, δεν γίνεται αλλιώς.
– Εσείς αναπολείτε το παρελθόν;
Κ. Αρζ.: Εγώ έχω το εξής κουσούρι, ότι αναλογίζομαι το παρελθόν όταν έχει νόημα. Δηλαδή πολύ συχνά θα μιλάμε και θα λέω για παράδειγμα «τότε η Ελλάδα ήταν φτωχή», «τότε υπήρχε ένα θεατράκι». Έχει κάποιο νόημα, δεν είναι ότι θυμάμαι τότε που χιόνιζε και με πήγαινε η μαμά μου στο σχολείο.
Παν. Σκουρ.: Δεν ξέρω. Είναι άνθρωποι που ασχολούνται μονίμως με το παρελθόν και μπορούν να σου μιλάνε ώρες ατελείωτες. Θυμάμαι τον Θύμιο Καρακατσάνη, τι οργάνωση του παρελθόντος είχε. Μπορούσε να ξεκινήσει να μιλάει, να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, να ξαναγυρίσουμε, και να μην έχει τελειώσει.
– Έχουν οικογένεια οι τρεις ήρωες;
Χρ. Βαλ.: Κατεστραμμένες οικογένειες. Ο ένας χρόνια ανύπαντρος, ο άλλος «κερατάς»…
– Όμως, και οι τρεις με δίψα για ζωή.
Κ. Αρζ.: Αυτό είναι και το πιο σημαντικό που τους συνδέει και το οποίο διεκδικούνε. Κάνουν πράγματα, ετοιμάζονται να πάνε στην Ινδοκίνα.
– Είναι αυτό κι ένα σημαντικό μήνυμα που περνάει η παράσταση στους θεατές, πως τα όνειρα δεν σταματάνε ποτέ; Πάντα θα κάνουμε σχέδια και ας γελάει ο Θεός;
Παν. Σκουρ.: Το πρόβλημα δεν είναι ότι μεγαλώνουμε, αλλά αν σταματήσουμε να μεγαλώνουμε.
– Αλλά και αν σταματήσουμε να ονειρευόμαστε, δεν είναι και αυτό ένας «θάνατος»;
Κ. Αρζ.: Εγώ να πω την αλήθεια, έχω και πάλι ένα χούι: απεχθάνομαι τη λέξη «μήνυμα» για μια παράσταση. Είναι ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να κάνεις θέατρο ποτέ.
– Το νόημα, τότε;
Κ. Αρζ.: Ούτε το νόημα. Πρέπει να γευτεί κανείς την ίδια την παράσταση και όσο τον επηρεάσει, τον επηρέασε.
– Αυτό που λέτε έχει ενδιαφέρον. Γιατί οι περισσότεροι κοιτάμε τι μήνυμα θέλει να περάσει στον κόσμο ένα έργο και, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ έντονο όλο αυτό. Υπάρχουν συνάδελφοί σας που λένε: θέλουμε να περάσουμε το μήνυμα κατά της βίας, κατά της ομοφοβίας, ένα μήνυμα συμπερίληψης…
Παν. Σκουρ.: Δεν χρειάζεται να το πεις. Πέρασέ το και θα το καταλάβει ο κόσμος. Τι θα του πεις: κοίταξε τώρα περνάω αυτό το μήνυμα;
– Οπότε, είναι η αίσθηση που εισπράττει ο θεατής φεύγοντας από το θέατρο;
Παν. Σκουρ.: Ακριβώς. Το μήνυμα πρέπει να το κάνεις θεατρική πράξη, επικοινωνία θεατρική.
Χρ. Βαλ.: Επίσης, το γέλιο που υπάρχει σε μια παράσταση πρέπει ο θεατής να το πάρει μαζί του. Αν γελάσει εδώ δυνατά και βγαίνοντας έξω το έχει ξεχάσει, οι δημιουργοί έχουν αποτύχει. Η παράσταση είναι αποτυχημένη. Πρέπει να την παίρνουν μαζί τους, ειδικά το γέλιο.
Κ. Αρζ.: Αν πηγαίνουν μετά την παράσταση για φαγητό και συζητάνε για τη δουλειά τους, για το γραφείο, σημαίνει ότι την έχουν χεσ@@νη την παράσταση που είδαν. Ενώ αν συζητάνε για το έργο, τότε σημαίνει ότι έχεις καταφέρει να «γράψεις» μέσα τους.
Χρ. Βαλ.: Γι’ αυτό και προσπαθούμε να κάνουμε καλό θέατρο, ούτε εμπορικό. Καλό θέατρο.
Παν. Σκουρ.: Ούτε και «ποιοτικό» που αυτοκτονεί ο θεατής. Υπάρχει και αυτό το «καλό» θέατρο. Δεν το κατάλαβα καθόλου, αλλά πολύ καλό θέατρο.
Κ. Αρζ.: Έχει δημιουργηθεί κι ένα άλλο ρεύμα… το must. Αφού παίζεται εκεί, πρέπει να σου αρέσει αυτό. Έχω δει κωμωδία του κερατά, δεν σκάει χείλι και βγαίνουν μετά και λένε: μα τι ωραία σκηνικά, τι ωραίο έργο…
Παν. Σκουρ.: Περνάμε και διάφορες τέτοιες περιόδους στα θέατρα. Κάποτε ήταν τα μικρόφωνα σε όλες τις παραστάσεις, Αυτός ο λαϊκισμός: αφήστε καινούρια πράγματα να ανθίσουνε. Και τα αφήσαμε και δεν ανθίσανε, όπως αυτή η σαχλαμάρα με τα μικρόφωνα. Πειράζει που το ξέραμε εμείς.
– Μετά περάσαμε και στην πρόκληση.
Κ. Αρζ.: Και αυτό πέρασε.
Χρ. Βαλ.: Επίσης, έχουμε και το μέγα έγκλημα με τα μικρόφωνα στην Επίδαυρο. Αφήσανε να μπούνε μικρόφωνα στο καλύτερο θέατρο του κόσμου, με την εξαιρετική αισθητική που απαιτεί ηθοποιό…
Παν. Σκουρ.: Και αφού δεν μπορέσανε να δώσουνε μια δική τους εκδοχή για τον Αριστοφάνη, τον Αισχύλο, κάνουν κάτι αλαμπουρνέζικο και λένε «είναι η δική μου ματιά». Και λένε μετά διασκευή… Γράψε καλύτερα «ο τάδε σκηνοθέτης βγάζει τα μάτια του έργου του Αισχύλου».
Χρ. Βαλ.: Εμείς ανήκουμε στη γενιά που αντιστέκεται σε αυτό και το έχουμε πληρώσει.
Κ. Αρζ.: Γιατί μας βλέπουνε ως αντίκες. Δεν είναι αντικάδικα τα πράγματα που λέμε, είναι ζωντανά τώρα.
Χρ. Βαλ.: Αυτά που λέμε στα νέα παιδιά είναι από αγάπη, είναι οδηγός επιβίωσης στην υποκριτική. Πιστεύουμε στα νέα παιδιά.
Παν. Σκουρ.: Έχουμε πολύ καλούς νέους ηθοποιούς, είναι και πολύ εξασκημένοι σε άλλα είδη, στο τραγούδι, στον χορό. Τι τους λείπει; Το διάβασμα. Εμείς δεν είχαμε όλα αυτά τα εργαλεία, τα σεμινάρια για παράδειγμα, όπως τώρα. Τι είχαμε τότε; Το διάβασμα… Πηγαίναμε στα βιβλιοπωλεία και αγοράζαμε βιβλία. Πιστεύουμε και χαιρόμαστε τους νέους ανθρώπους, όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Αλίμονο αν φεύγουν οι γενιές και να μην έρχονται εξίσου και καλύτερες γενιές. Και υπάρχουν εκπληκτικοί νέοι ηθοποιοί. Απλά σε όλο αυτό το κομφούζιο με τις χίλιες παραστάσεις, έχουν χαθεί τα παιδιά. Κοροϊδεύουν τα παιδιά πολλές φορές και οι ίδιες οι σχολές, για να τους παίρνουν τα λεφτά…
Χρ. Βαλ.: Εκεί γίνομαι κι εγώ πολύ έξαλλος, όταν εκμεταλλεύονται τα παιδιά. Βρίζω θεούς και δαίμονες. Και ξέρετε, όταν είμαι κακός, είμαι κακός, όταν είμαι καλός, είμαι χειρότερος…
Λίγα λόγια για την παράσταση
Τρεις βετεράνοι στρατιωτικοί, κλεισμένοι σε ένα γηροκομείο, θυμούνται τα περασμένα μεγαλεία των νιάτων τους. Το πάθος τους όμως για τη ζωή που τρέχει δεν σταματά κι όλοι μαζί σχεδιάζουν την απόδρασή τους, ώστε να οδηγηθούν στην ελευθερία του έξω κόσμου. Ακόμα κι αν η σωματική τους κατάσταση δεν τους επιτρέπει να τα καταφέρουν, ακόμα κι αν με δυσκολία μπορούν να σηκωθούν από την καρέκλα, οι ίδιοι επιμένουν να πιστεύουν στο όνειρο. Στόχος τους, σ’ αυτή τη μάχη απέναντι στη φυσική φθορά, να βγουν με τη φαντασία τους νικητές!
Μια τρυφερή και συγκινητική κωμωδία, η οποία με ευαισθησία αλλά και πολύ χιούμορ αγκαλιάζει τον άνθρωπο στη δύση της ζωής του. Οι τρεις ηλικιωμένοι βετεράνοι γίνονται πραγματικοί ήρωες, καθώς κατορθώνουν όχι μόνο να μην παραδοθούν στο προγεγραμμένο τέλος που όλο και πλησιάζει, αλλά και να μας δείξουν ότι η αγάπη για τη ζωή και η επιθυμία για το όνειρο δεν έχει ηλικία!
Πρεμιέρα: 16 Οκτωβρίου
Μετάφραση: Μαριάννα Τόλη
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Πρωταγωνιστούν: Κώστας Αρζόγλου, Χρήστος Βαλαβανίδης, Πάνος Σκουρολιάκος
Πού: Κάτω Σκηνή «Από Μηχανής» Θεάτρου, Ακαδήμου 13 Μεταξουργείο
Πότε: Από 16 Οκτωβρίου και κάθε Τετάρτη στις 21:00, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 & Κυριακή στις 20:30
Προπώληση: More.com