Η Γιώτα Φέστα αυτή την περίοδο και για λίγες παραστάσεις εμφανίζεται στη σκηνή του ΠΛΥΦΑ, πρωταγωνιστώντας στην παράσταση του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου «OUTRO». Πρόκειται για ένα έργο που εστιάζει στις οικογενειακές σχέσεις, τη διαφορετικότητα, και τις σκληρές και οικείες αλήθειες που γονατίζουν υπό το βάρος της κοινωνικής «αποδοχής» και ομοιογένειας.
Η σπουδαία ηθοποιός στο «OUTRO» (η λεξη προέρχεται από τη μουσική και είναι ο επίλογος μιας μουσικής) υποδύεται τη μητέρα της δυσλειτουργικής αυτής οικογένειας και ο Γιώργος Καραμίχος είναι ο γιος που επιστρέφει για να λύσει το κουβάρι που υπάρχει μέσα του.
Με αφορμή την παράσταση, η Γιώτα Φέστα μίλησε στο Newsbeast.gr για το έργο, τις οικογενειακές σχέσεις, τη δική της επανάσταση που έκανε, ενώ με εντυπωσίασε με πόσο ενθουσιασμό και θαυμασμό αναφέρθηκε στους συνεργάτες της στην παράσταση. Μιλήσαμε, επίσης, μαζί της και για τον ρόλο της στον «Τιμωρό» του Alpha, για σινεμά, αλλά και για την κωμωδία με αφορμή το θέμα που έχει προκύψει τελευταία με τον Μάρκο Σεφερλή. «Το χιούμορ πρέπει να έχει ποιότητα!», μας λέει η ηθοποιός.
– Εσείς ως μητέρα στην παράσταση τι χαρακτήρας είστε;
Δεν ξέρω… Είναι μία μητέρα που έχει κουκουλώσει σε όλη της τη ζωή κάποια πράγματα, που δεν έχει μπορέσει να βγει από ένα περιβάλλον επαρχιακό, από το οποίο θα ήθελε να βγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Δηλαδή οι ικανότητές της είναι περισσότερες, αλλά δεν τα κατάφερε να βγει. Και δεν κατάφερε να δώσει και στον γιο της μια ευκαρία ακόμη να της μιλήσει ανοιχτά.
– Το έργο είναι σύγχρονο ή τοποθετείται στην επαρχία του παρελθόντος;
Διαδραματίζεται στην επαρχία και είναι σύγχρονο.
– Παρόλο που είμαστε σε μια σύγχρονη εποχή, βλέπουμε δηλαδή ότι στην επαρχία συνεχίζουν να υπάρχουν κάποια στερεότυπα και δυσλειτουργίες που επηρεάζουν και τις οικογενειακές σχέσεις.
Ακριβώς. Κατά τη δική μου άποψη, θα μπορούσε άνετα να ήταν μια σημερινή οικογένεια στην Αθήνα. Δεν απέχει πολύ, υπάρχουν πολλές δυσλειτουργίες αυτή τη στιγμή σε πολλές οικογένειες που ζουν στην Αθήνα. Και αυτές οι δυσλειτουργίες δεν είναι απόλυτα οι ακραίες, οι κακοποιητικές. Εγώ έχω ζήσει σε μία τέτοια οικογένεια και ήθελα να φύγω και αυτή είναι και η ανάγκη του Λουκά, του ήρωα της παράστασης, ο οποίος θέλει να φύγει, αλλά θέλει και να μιλήσει. Γιατί αν δεν τα λύσεις αυτά τα πράγματα, τα κουβαλάς στην πλάτη σου πάντα.
– Ο Λουκάς είναι ομοφυλόφιλος;
Ναι, αλλά δεν νομίζω για εμένα ότι έχει σημασία μεγάλη αυτό. Δεν εστιάζει κανείς στην ομοφυλοφιλία του Λουκά, εστιάζει σε έναν άνθρωπο που έφυγε από αυτό το δυλειτουργικό περιβάλλον κι επιστρέφει για να μιλήσει, γιατί έχει αυτή την ανάγκη. Και η μητέρα, από την άλλη πλευρά, έχει και αυτή την ανάγκη να μιλήσει και προσπαθούν αυτοί οι άνθρωποι να μιλήσουν, ο ένας στον άλλον, να καταλάβουν. Κι εκεί βγαίνουν όλες αυτές οι κρυμμένες δυσλειτουργίες. Φαίνεται μια πολύ φυσιολογική οικογένεια, που έχει τα αυτοκίνητά της, πηγαίνει τις βόλτες της, και αυτό είναι το ενδιαφέρον, νομίζω, σε αυτό το έργο. Δεν εστιάζει, λοιπόν, στην ομοφυλοφιλία, δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι θα έλεγα η διαφορετικότητα.
– Γιατί η μητέρα δεν κατάφερε να κάνει την επανάστασή της και τι είναι αυτό που την εμποδίζει να κατανοήσει το ίδιο της το παιδί; Από τη δική της οικογένεια ξεκινάει αυτό;
Προφανώς ναι, αν υπήρχε ένα παρελθόν οικογενειακό. Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή που πηγαίνουν γαϊτανάκι, πήγε και αυτό. Δηλαδή κουβαλάμε αυτά που φέρουμε από την οικογένειά μας.
– Είπατε προηγουμένως πως είχατε κάνει κι εσείς μια επανάσταση.
Ναι, είχα κάνει κι εγώ την επανάστασή μου και στην παράσταση πολύ συχνά ταυτίζομαι με τον Λουκά, γιατί κι εγώ ήθελα να φύγω από ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον. Δεν είναι περιβάλλον, συνήθως κακοποιητικό, αλλά ένα περιβάλλον δυσλειτουργικό, παρότι έχει μία επίφαση ότι οι άνθρωποι αυτοί ζούνε μια καλή ζωή, ότι πάνε καλά τα πράγματα. Νομίζω κάπως έτσι ήταν και με εμένα. Δηλαδή ήθελα να φύγω. Νομίζω η ανάγκη μου ήταν να φύγω από εκεί.
– Και φύγατε;
Ναι, έφυγα από το σπίτι μου πολύ νωρίς, αυτή ήταν και η επανάσταση που έκανα. Και μετά, συνήθως όταν φεύγεις, δεν έχεις την ανάγκη να επιστρέψεις. Αργότερα, όμως, όταν οι άνθρωποι αυτοί χάνονται, καταλαβαίνεις ότι κάτι σου λείπει από εκεί. Και αυτό ακριβώς γίνεται και στην παράσταση. Αυτός επιστρέφει, γιατί δεν έχει λύσει τα θέματά του. Και η μητέρα του δεν έχει λύσει κάτι μαζί του.
– Εσείς με τη μητέρα που υποδύεστε, βρίσκετε κοινά χαρακτηριστικά;
Ναι, μερικές φορές. Πάντα, ο ηθοποιός προσπαθεί να βρει δικά του πράγματα μέσα στον χαρακτήρα που υποδύεται. Και πολύ συχνά βρίσκω, γιατί είμαι κι εγώ μητέρα δύο κοριτσιών.
– Τι είναι αυτό που σας αρέσει στον ρόλο σας;
Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα. Είναι πολύπλοκη αυτή η μητέρα, δεν είναι απλή. Φαίνεται απλοϊκή στην αρχή, ένας πολύ φωτεινός άνθρωπος, λίγο ελαφρύς, και κατά τη διάρκεια της παράστασης βλέπουμε ότι αυτή η γυναίκα αλλάζει, έχει και άλλα πρόσωπα που δεν τα έχει δείξει.
– Διαβάζω στο σημείωμα για την παράσταση και μία σειρά από ερωτήματα που θα βρουν την απάντησή τους μέσα στο έργο. Μου έκανε εντύπωση το ερώτημα: «Πόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε με τους άλλους, όταν δεν έχουμε κάνει δουλειά με τον εαυτό μας». Ισχύει αυτό; Πόσο σκληροί μπορούμε να γίνουμε;
Βέβαια ισχύει ότι μπορούμε να γίνουμε σκληροί. Αυτό το στοιχείο υπάρχει πολύ έντονα μέσα στο έργο, δηλαδή οι άνθρωποι γίνονται σκληροί ο ένας με τον άλλον. Τα αδέλφια του Λουκά έχουν πολύ ενδιαφέρον πάνω σε αυτό το κομμάτι. Υπάρχει και ένα άλλο πρόσωπο, η γυναίκα του αδελφού. Γενικά, έχει πολύ ωραίους χαρακτήρες αυτό το έργο.
– Είναι μια παράσταση χαρακτήρων;
Ναι, ακριβώς.
– Δεν είναι πολύ δύσκολο αυτό;
Ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έχει έναν ρυθμό φοβερό η παράσταση, είναι πολύ ωραία φτιαγμένη από τον Κωνσταντίνο Βασιλακόπουλο. Έχει μία έμπνευση μεγάλη αυτός ο άνθρωπος και μας έβαλε πολύ μέσα και τους πέντε σε αυτή την ιστορία τη δική του, γιατί στην πραγματικότητα είναι διασκευή. Και όταν τελειώναμε τις πρόβες, γινόμασταν κομμάτια. Είναι πραγματικά ένα δύσκολο έργο, ακούγονται πράγματα πολύ σκληρά.
– Και είναι και αυτή η κατάδυση στην ψυχή των ανθρώπων που το κάνει πιο δύσκολο;
Ακριβώς.
– Εσείς, γενικότερα, όπου και αν συμμετέχετε -είτε σινεμά, είτε θέατρο, είτε σε τηλεοπτικές σειρές- πάντα οι παραγωγές έχουν επιτυχία. Όταν σας γίνεται η πρόταση, έχετε αυτό το ένστικτο ότι θα πάει καλά, οπότε και λέτε το «ναι»;
Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, είναι πολύ ωραίο αυτό που μου λέτε… Συνήθως, δεν ακούω αυτό το ένστικτο. Συνήθως, ακούω μία φωνή μέσα μου που λέει ότι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον, που με αγγίζει πάρα πολύ. Δηλαδή πρέπει να σας πω ότι διαβάζοντας την πρόταση του Βασιλακόπουλου για το OUTRO και το βιογραφικό του, είπα αμέσως το ναι. Δεν με ενδιέφερε αν θα πάει καλά. Συνήθως, όμως, τα καλά πράγματα πάνε καλά. Γιατί είναι αληθινά, γιατί έχουν ένα μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ο κόσμος βρίσκει εκεί κάτι να ακουμπήσει. Οπότε αυτό με ενδιέφερε, πάρα πολύ. Ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος με κέρδισε από την πρώτη στιγμή, καταγοητεύτηκα, αμέσως άρχισα να έχω μια τρομερή εκτίμηση και σεβασμό γι’ αυτόν και μετά ήταν ευχάριστη έκπληξη οι υπόλοιποι ηθοποιοί που συμμετέχουν. Είναι εξαιρετικοί όλοι και είναι πολύ σημαντικό αυτό το πράγμα σε μια συνεργασία. Γιατί μπορεί να συνεργάζεσαι με καλούς ηθοποιούς και να μην μπορείς να επικοινωνήσεις. Δεν μπορείς να μπεις βαθιά σε έναν ρόλο, αν δεν επικοινωνείς με τους συνεργάτες σου.
– Και ειδικά στο θέατρο, φαντάζομαι.
Ναι, ειδικά σε πράγματα που έχουν να κάνουν βαθιά με την ψυχή μας. Βλέπεις, για παράδειγμα πολύ καλούς ηθοποιούς, σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, αλλά δεν υπάρχει αυτή η σύνδεση.
– Σας έχει τύχει να δυσκολευτείτε σε συνεργασία;
Βέβαια, πολύ συχνά.
– Και τι κάνετε σε αυτή την περίπτωση;
Τίποτα, πηγαίνω στην άκρη. Λυπάμαι πάρα πολύ, γιατί είμαι ένας άνθρωπος που με ενδιαφέρει πολύ η ομαδικότητα. Ως ηθοποιός παίρνω από τους συνεργάτες μου, παίζω καλά γιατί παίζουν και αυτοί καλά. Υπάρχει ένα περιβάλλον δημιουργικό. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό το περιβάλλον, περισσότερο από το να παίζω με ηθοποιούς που είναι εξαιρετικοί και θα δώσουν ρεσιτάλ ερμηνείας. Αυτό το πράγμα δεν με ενδιαφέρει και πολύ, να πω την αλήθεια. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να υπάρχει ένα δημιουργικό περιβάλλον, γιατί πάντα αισθανόμουν ότι δεν είμαι ηθοποιός-εργαλείο, αλλά ηθοποιός-δημιουργός.
– Αυτό που είπατε το «ηθοποιός-δημιουργός» είναι κι ένας λόγος που έχετε κάνει επιλεκτικές εμφανίσεις, ειδικά στην τηλεόραση, που δεν σας βλέπαμε συχνά μέχρι πρότινος;
Όχι, αυτό θα έλεγα ήταν τυχαίο. Ήταν ας πούμε μια συγκυρία προσωπική που δεν εμφανιζόμουν στην τηλεόραση για αρκετά χρόνια. Και συγκυρία αντικειμενική, γιατί και η τηλεόραση δεν είχε αυτό το πρόσωπο που έχει σήμερα. Ήταν περισσότερο ριάλιτι, ενώ τώρα η μυθοπλασία έχει πάρει μπρος. Οπότε, πολλοί ηθοποιοί -ανάμεσά τους κι εγώ- έχουμε βρει έναν χώρο εκεί.
– Φέτος, συμμετέχετε στον «Τιμωρό» στον Alpha. Ποιος είναι ο ρόλος σας;
Είναι ένας ρόλος με πολύ ενδιαφέρον. Υποδύομαι τη Δομινίκη, μία γυναίκα που εξαφανίζεται για 20 χρόνια, όπως και ο Τιμωρός, ο Δημήτρης ο Λάλος, και θεωρούν όλοι ότι έχει αυτοκτονήσει. Αυτή, όμως, έχει εξαφανιστεί, έχοντας ανακαλύψει ένα μεγάλο μυστικό του άντρα της (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) κι επιστρέφει. Επειδή ζούσε σε ενα περιβάλλον δυσλειτουργικό, την κατηγορούσαν συνεχώς, έπινε πολύ, και, όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει έτσι, εξαφανίζεται.
– Είναι η μητέρα του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Οπότε κι εδώ υποδύεστε τη μητέρα.
Κι εδώ υπάρχει πάλι ένα περιβάλλον οικογενειακό που δεν λειτουργεί κανονικά, ενώ φαίνεται πως όλα κυλούν καλά. Έχει πολύ ενδιαφέρον, ξέρετε, το γεγονός ότι βλέπει κανείς μια χαρούμενη, ευτυχισμένη οικογένεια και πίσω από αυτό, υπάρχουν όλα αυτά τα μυστικά.
Η Γιώτα Φέστα δεν παραλείπει να μου πει πόσο χαρούμενη κι ευτυχής νιώθει που δουλεύει με αυτούς τους ηθοποιούς στην παράσταση, OUTRO. Και πόσο σημαντικό είναι να εκτιμάς και να θαυμάζεις τον συνάδελφό σου, τον σκηνοθέτη, τα παιδιά τα νέα. Όταν το λέει, μπορείς να διακρίνεις αυτόν τον ενθουσιασμό της και την ειλικρίνεια στον τόνο της φωνής της. Και παραδέχομαι πως μου έκανε εντύπωση, μια σπουδαία και καταξιωμένη ηθοποιός, όπως η Γιώτα Φέστα να μιλάει με τόσο γενναιοδωρία για τους νεότερους συνεργάτες της.
– Από πλευράς σας είναι πολύ γενναιόδωρος αυτός ο θαυμασμός σας για νεότερους ηθοποιούς και φαντάζομαι δεν είναι και πολύ συχνό αυτό στο θέατρο – όπως συμβαίνει και σε άλλους χώρους.
Δεν ξέρω αν είναι γενναιόδωρο, αλλά το νιώθω αληθινά. Αληθινά τους βλέπω και τους θαυμάζω. Αισθάνομαι ότι τα νέα παιδιά έχουν να κάνουν πολλά πράγματα, παρόλο που οι συγκυρίες δεν τα βοηθούν. Είναι δύσκολες οι συγκυρίες για τους νέους ηθοποιούς, αλλά έχουν περισσότερα εργαλεία μαζί τους, από όσα είχαμε εμείς, η γενιά μας. Και είναι όλοι τους πολύ μέσα σε αυτή τη δουλειά που κάνουν.
– Το σινεμά σας λείπει;
Δεν μου λείπει και πολύ, επειδή κάνω θέατρο και τηλεόραση. Επίσης, το σινεμά θεωρώ είναι περισσότερο για τους νέους, ως ηθοποιούς και τα θέματά τους, όλα. Έχω κάνει ταινιές τα τελευταία χρόνια, όπως ο «Απόστρατος» πριν τον κόβιντ – μια πολύ ωραία ταινία. Αλλά δεν μου λείπει πολύ. Ας πούμε σε αυτήν παράσταση, υπάρχει και μία κάμερα που κινηματογραφεί, οπότε αυτό έχει κι ένα κομμάτι σινεμά μέσα.
– Το ελληνικό σινεμά πώς το βλέπετε σήμερα;
Γίνονται ωραίες ταινίες στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς το σινεμά παγκοσμίως δεν είναι αυτό που ήταν και με λυπεί πάρα πολύ, γιατί εκτός του ότι έχω δουλέψει πολύ στο σινεμά, είμαι και πολύ σινεφίλ: αυτή η διαδικασία να βάζεις τα καλά σου, να βγαίνεις από το σπίτι σου και να πηγαίνεις να δεις κινηματογράφο, είναι μια λειτουργία, κάτι το μαγικό.
– Καμιά φορά σκέφτομαι: οι ταινίες που βγαίνουν δεν είναι λίγο «βαριές» για το κοινό;
Δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά. Οι ταινίες που βγαίνουν ακολουθούν συνήθως την εποχή και μεγάλα ζητήματα της εποχής. Για παράδειγμα, η «Ζώνη ενδιαφέροντος» δεν ήταν μια ελαφριά ταινία. Κάτι ελαφρύ μπορεί να το δει κανείς στο σπίτι του και πολύ καλά πράγματα, όπως εξαιρετικές κωμωδίες. Στο σινεμά πας να δεις κάτι άλλο, να μοιραστείς μια διαφορετική εμπειρία. Στη ζωή μας δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο ελαφριά πράγματα, αλλά και πράγματα που θα αφυπνίσουν τη συνείδησή μας.
– Ναι, γιατί είχαμε στο μυαλό μας για το σινεμά «πάμε να δούμε μια ταινία να ξεχαστούμε». Τώρα, λέμε «να δούμε μια ταινία να προβληματιστούμε».
Ακριβώς, να ξυπνήσει κάτι μέσα σου, κάπως να ασχοληθείς με το περιβάλλον γύρω σου, και όχι με τον μικρό κύκλο τον προσωπικό, τον δικό σου.
– Αυτός είναι και ένας ρόλος της υποκριτικής; Να αφυπνίσει τον κόσμο;
Ναι, να συγκινήσει και να αφυπνίσει αισθήματα που μπορεί καμιά φορά να μην ξέρεις καν ότι υπάρχουν σε εσένα.
– Εσείς αυτό το νιώθετε ως βάρος;
Όχι, δεν το αισθάνομαι έτσι. Επειδή, συνήθως δεν παίζω κωμωδίες, καμιά φορά έχω ανάγκη να παίξω κάτι πιο ελαφρύ και με διασκεδάζει αυτό. Επίσης, θαυμάζω πολύ τους ηθοποιούς που ξέρουν και παίζουν τόσο καλά την κωμωδία. Τους θαυμάζω πολύ. Δεν ξέρω αν εγώ θα μπορούσα να το κάνω, θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο πράγμα η κωμωδία.
– Και με τι θα κάνεις τον κόσμο να γελάσει; Ας πούμε έχει προκύψει τελευταία ένα θέμα με τον Μάρκο Σεφερλή και το θέμα είναι να γελάσει ο κόσμος, αλλά με τι; Με τι αστεία;
Δεν ξέρω το ζήτημα αυτό, δεν έχω δει τη δουλειά του, δεν ξέρω τι ακριβώς κάνει. Αλλά η αλήθεια είναι πως έχει σημασία με τι θα γελάσει ο κόσμος, γιατί υπάρχουν αστεία που είναι τόσο μπανάλ και τόσο κλισέ που δεν έχουν και νόημα. Το χιούμορ πρέπει να έχει ποιότητα!
Πληροφορίες παράστασης
Λίγα λόγια για την υπόθεση:
Ρισκάρω χωρίς ελπίδα. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισα να επιστρέψω να τους δω, να επιστρέψω στα παλιά, να βαδίσω στα χνάρια μου και να κάνω το ταξίδι μου. Ο Λουκάς, ένας συγγραφέας, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο πατρικό του, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Θέλει να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες, να βρει το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει τον εαυτό του απέναντι στην οικογένειά του. Να υπερασπιστεί τις επιλογές, τα «θέλω», την ταυτότητά του. Θα δημιουργηθεί πρόσφορο έδαφος, ώστε να βρει τη λύτρωση που αποζητά;
Σκηνοθεσία-Διασκευή: Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος
Διανομή:
Γιώτα Φέστα
Γιώργος Καραμίχος
Σταύρος Λιλικάκης
Ιφιγένεια Βαρελά
Αμαλία Μπαμπλέκη
Πού: ΠΛΥΦΑ, Κορυτσάς 39, Αθήνα
Πότε: Από 5 Οκτωβρίου μέχρι και 30 Οκτωβρίου, από Τετάρτη έως και Κυριακή
Εισιτήρια: 19€ γενική είσοδος
Προπώληση: More.com
Διάρκεια: 120’
Διαβάστε αναλυτικά για την παράσταση «OUTRO» εδώ: