Η Παρασκευή ήταν η τελευταία ημέρα του διαγωνιστικού τμήματος της 69ης Μόστρας του Κινηματογράφου της Βενετίας, με τις προβολές του ερωτικού θρίλερ «Passion» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, και της ιταλικής «Μια ειδική μέρα» της Φραντζέσκα Κομεντσίνι, γύρω από την «ξεχωριστή» μέρα που περνούν στη Ρώμη δυο νέοι – μια νεαρή κοπέλα που πρόκειται να συναντήσει έναν πολιτικό για να τη συστήσει σε μια δουλειά και ο νεαρός σοφέρ που την οδηγεί εκεί.
Η αυριανή μέρα προσφέρει μερικές εκτός συναγωνισμού ταινίες, ενώ το βράδυ θ’ ακολουθήσει η τελετή της λήξης του φεστιβάλ και η απονομή των βραβείων από τη διεθνή κριτική επιτροπή, στην οποία πρόεδρος είναι ο Αμερικανός σκηνοθέτης Μάικλ Μαν. Ανάμεσα στα φαβορί για το Χρυσό Λιοντάρι καλύτερης ταινίας είναι δυο ευρωπαϊκές ταινίες, η γαλλική «Μετά τον Μάη» του Ολιβιέ Ασαγιάς, η ιταλική «Η ωραία κοιμωμένη» του Μάρκο Μπελόκιο, καθώς και οι αμερικανικές «The Master» του Πολ Τόμας Αντερσον και «To the Wonder» του Τέρενς Μάλικ. Ένα από τα βραβεία (ειδικό ή σκηνοθεσίας) διεκδικούν και οι ταινίες «Thy Womb» του Μπριλάντε Μεντόζα, «Η πέμπτη εποχή» των Τζέσικα Γούντγουερ και Πίτερ Μπρόζενς και «Pieta» του Κιμ Κι-Ντουκ.
Στο ερωτικό θρίλερ (μετά τη «Μαύρη Ντάλια» και το Femme fatale») στρέφεται ο Ντε Πάλμα, στο ριμέικ αυτό της γνωστής γαλλικής ταινίας «Crime d’ amour» (2010), τελευταία ταινία που γύρισε ο Αλέν Κορνό. Πρόκειται για το σκληρό αγώνα ανάμεσα σε δυο γυναίκες, στελέχη διαφημιστικής εταιρίας, για εξουσία, αγώνα, που καταλήγει στο έγκλημα. Ο Ντε Πάλμα ξέρει όσο πολύ λίγοι συνάδελφοί του να ελέγχει το ρυθμό της ταινίας του, κινηματογραφώντας τις σκηνές του από τις πιο αποτελεσματικές γωνίες, σκηνές στις οποίες υποβόσκει συχνά η απειλή, ενώ ξέρει να υποβάλλει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τη ζήλεια, την υποκρισία, το πάθος αλλά και το σασπένς – σε μιαν από τις καλύτερες σκηνές του, γυρισμένη σε «χωρισμένη» στα δυο οθόνη (split screen) παρουσιάζει τη δολοφονία της μίας γυναίκας, ενώ η άλλη παρακολουθεί μια παράσταση του χοροδράματος «Το απόγευμα ενός φαύνου» του Ντεμπισί.
Μιαν εφιαλτική εικόνα της καταστροφής του κόσμου, με μια όμως ελπίδα σωτηρίας, μάς δίνει ο Ρώσος σκηνοθέτης, Αλεξέι Μπαλαμπάνοβ, στην ταινία του «Κι εγώ», που προβλήθηκε σήμερα στο τμήμα «Ορίζοντες» της 69ης Μόστρας του κινηματογράφου της Βενετίας. Μια ταινία σκηνοθετικά συναρπαστική, με εικόνες που φέρνουν στο νου τον κινηματογράφο του Ταρκόφσκι. Η ταινία παρακολουθεί τους πέντε επιβάτες ενός τζιπ (ένα ληστή, τον φίλο του Ματβέι, τον πατέρα του φίλου του, ένα περιπλανώμενο μουσικό και μια νεαρή πόρνη), που ταξιδεύουν σ’ έναν έρημο δρόμο σ’ αναζήτηση του θρυλικού Καμπαναριού της Ευτυχίας, κοντά σ’ ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Το Καμπαναριό μεταφέρει, υποτίθεται, τους ανθρώπους στη χώρα της ευτυχίας, με τον καθένα από τους πέντε επιβάτες να ελπίζει πως αυτός θα είναι ο εκλεκτός.
Ο Μπαλαμπάνοβ, ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου (ανάμεσα στις ταινίες του το «Αδελφός» και «Φορτίο 200»), φτιάχνει εικόνες συγκλονιστικές, που μοιάζουν να βγήκαν από πίνακες του Μαγκρίτ ή του ΝτεΚίρικο (οι τελευταίες ιδιαίτερα σκηνές όταν οι ήρωες φτάνουν στο χώρο του απομονωμένου σ’ ένα χιονισμένο τοπίο, έτοιμου να καταρρεύσει, Καμπαναριού -θυμίζουν τον «Κόκκινο Πύργο» του ΝτεΚίρικο). Στην πορεία τους αυτή, οι ήρωές του (βασικά άνθρωποι του περιθωρίου) μοιάζουν με τους ήρωες του Μπέκετ στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» (ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του είπε πως σκεφτόταν να δώσει στην ταινία τον μπεκετικό τίτλο «Α! Οι ωραίες μέρες»), που, εδώ, αντί να τον περιμένουν αρχίζουν να τον ψάχνουν – κι υπάρχει σίγουρα σ’ αυτό το ψάξιμο του «μαγικού», λυτρωτικού Καμπαναριού ένας μυστικισμός. Μια ταινία που θα μπορούσε να κερδίσει το βραβείο σκηνοθεσίας αν είχε συμπεριληφθεί στο διαγωνιστικό τμήμα (πράγμα που δεν έγινε, γιατί, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η ταινία υποβλήθηκε την τελευταία στιγμή).
Πηγή: ΑΜΠΕ