Στις κινηματογραφικές αίθουσες έρχεται την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, η νέα ταινία της Κέιτ Γουίνσλετ, «LEE» που αποτελεί μία ωδή στο έργο και τις προσωπικές θυσίες της εμβληματικής πολεμικής ανταποκρίτριας Λι Μίλερ. Αλλά και στις τολμηρές γυναίκες που πάλεψαν για να κερδίσουν μια θέση σε ανδροκρατούμενους χώρους, αλλάζοντας τελικά τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο.

Η ταινία LEE είναι για τη βραβευμένη με Όσκαρ Κέιτ Γουίνσλετ – η οποία συμμετέχει και στην παραγωγή – ένα πρότζεκτ πάθους και από τους πιο δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους στην καριέρα της.

Λίγα λόγια για την ταινία

Η ταινία αποτυπώνει την πορεία της Λι Μίλερ (Κέιτ Γουίνσλετ) από μοντέλο του φωτογράφου Μαν Ρέι σε μια απ’ τις σημαντικότερες ανταποκρίτριες και φωτογράφους του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Χάρη στο μοναδικό ταλέντο και το αχαλίνωτο πείσμα της κατάφερε να απαθανατίσει μερικές αξέχαστες εικόνες, μεταξύ των οποίων και μία φωτογραφία της ίδιας στο μπάνιο του Χίτλερ. 

Με πρωτοφανή κατανόηση και ενσυναίσθηση για τις γυναίκες και τα θύματα του πολέμου, οι φωτογραφίες της αποτυπώνουν την ευθραυστότητα και τη φρίκη της ανθρώπινης εμπειρίας. Πρωτίστως όμως εκφράζουν μια ζωή αφιερωμένη στο κυνήγι της αλήθειας, για την οποία η Μίλερ χρειάστηκε να πληρώσει ένα τεράστιο προσωπικό τίμημα, ερχόμενη αντιμέτωπη με το τραυματικό της παρελθόν. 

Ποια ήταν η Λι Μίλερ

Γεννημένη το 1907, η Ελίζαμπεθ «Λι» Μίλερ ήταν, όπως εξηγεί η Κέιτ Γουίνσλετ «μια ασταμάτητη δύναμη της φύσης με τρομερή όρεξη για ζωή». Αρχικά, είχε μια σύντομη καριέρα ως μοντέλο, δουλεύοντας μάλιστα για πολλούς εκδοτικούς, μεταξύ των οποίων και η Vogue. Σύντομα, όμως, κουράστηκε να είναι το επίκεντρο των βλεμμάτων και αποφάσισε να περάσει πίσω από τις κάμερες.

Η Μίλερ μετακόμισε στο Παρίσι, όπου μελέτησε τη σουρεαλιστική φωτογραφία υπό την καθοδήγηση του Μαν Ρέι, ανακαλύπτοντας μάλιστα την τεχνική σολαριζασιόν, για την οποία ο Ρέι πήρε τα εύσημα. Σύντομα έστησε το δικό της στούντιο και ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτογράφος.

Η γνωριμία και ο θυελλώδης έρωτάς της με τον έμπορο τέχνης Ρόλαντ Πένροουζ θα έφερνε ακόμη μία ανατροπή στη ζωή της Μίλερ. Αυτή τη φορά, θα άφηνε το Παρίσι για να ζήσουν μαζί στο Λονδίνο, την ίδια περίοδο που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ετοιμαζόταν να ξεσπάσει.

Όταν τελικά, το σύννεφο του πολέμου απλώθηκε πάνω από την Ευρώπη, η Μίλερ δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα έμενε με σταυρωμένα τα χέρια. Σε αντίθεση με τον αποδεκτό ρόλο των γυναικών εκείνη την περίοδο, αποφάσισε να συγκρουσθεί μετωπικά με τα πατριαρχικά εμπόδια και αντί να καθίσει σπίτι της να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου, ως φωτορεπόρτερ για λογαριασμό της βρετανικής Vogue.

Η κατανόηση της για τις γυναίκες και η επιθυμία της να δώσει φωνή στα θύματα του πολέμου, σε συνδυασμό με την ικανότητά της να αποτυπώνει την ευθραυστότητα και την φρικαλεότητα της ύπαρξης, οδήγησαν στην καταγραφή μερικών από των πιο εμβληματικών εικόνων της περιόδου, αναδεικνύοντάς την μια από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα.

Συνεπαρμένη με τη ζωή της Μίλερ η Κέιτ Γουίνσλετ

Η Κέιτ Γουίνσλετ ανακάλυψε τυχαία την ιστορία της Λι Μίλερ. Εντυπωσιασμένη από την τολμηρή ζωή της αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να μην επιχείρησε κανείς άλλος στο παρελθόν να κάνει μια ταινία για εκείνη. Την απάντηση την έλαβε από τον γιο της Μίλερ με τον Πένροουζ, Άντονι Πένροουζ, ο οποίος την πληροφόρησε πως ενώ έχουν ένα ολόκληρο κουτί με σενάρια, κανένα από αυτά δεν κατάφερε να την κατανοήσει πραγματικά.

Σύντομα, η Γουίνσλετ συνειδητοποίησε πως η πραγματική Λι Μίλερ δεν θα μπορούσε να βρεθεί στα ιστορικά βιβλία. Χρησιμοποιώντας το βιβλίο του γιου τους ως βάση, απέκτησε πρόσβαση σε ένα πλούσιο αρχειακό υλικό, ανακαλύπτοντας όλες τις πολύπλοκες πτυχές αυτής της ιδιοφυούς, ζεστής, χαρισματικής και τολμηρής γυναίκας. Κατανόησε πως η δημόσια εικόνα της Λι Μίλερ απείχε τρομερά από εκείνη της ιδιωτικής σφαίρας.

Αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες της ζωής της Λι Μίλερ, η δημιουργική ομάδα ήξερε από νωρίς πως η ταινία δεν θα μπορούσε –δεν γινόταν!- να ακολουθήσει την πεπατημένη των βιογραφικών ταινιών. Αντί να αποτυπώσει ολόκληρη τη ζωή της, θα εστίαζε σε εκείνη την μία, ίσως και καθοριστικότερη δεκαετία της ζωής της. Τη δεκαετία που αποφάσισε να καλύψει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως φωτογράφος της Vogue. Εξάλλου, όπως παραδέχεται και η παραγωγός Κέιτ Σόλομον, σκοπός της ταινίας δεν είναι να αναδείξει το δράμα στη ζωή της Μίλερ, αλλά τα συναισθήματά της και τα κίνητρά της, τον τρόπο που ο τρόμος του πολέμου την επηρέασε.

«Η Λι Μίλερ αναζητούσε και έλεγε την αλήθεια. Αυτή τη καθοδηγούσε και ήταν ο λόγος που ήθελε να δημοσιεύσει τις θηριωδίες των Ναζί. Ήταν μια γυναίκα που έμενε ενστικτωδώς πιστή στον εαυτό της και αυτό της κόστισε συναισθηματικά και προσωπικά. Τοποθέτησε έναν καθρέφτη μπροστά στα πρόσωπα του κακού, μένοντας παρατηρήτρια», εξηγεί η Κέιτ Γουίνσλετ, σχολιάζοντας πώς ήταν αυτές ακριβώς οι ποιότητες του χαρακτήρα της που τη γοήτευσαν και την προσέλκυσαν στο ρόλο.

«Με έχει συνεπάρει ο τρόπος που έζησε, το πώς δεν νοιαζόταν για το τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνη, τις επιλογές της, τις απόψεις της, πώς ήταν τόσο ελεύθερη με τις σχέσεις της. Ζω για όλα αυτά, και η Μίλερ τα έκανε ήδη πριν από εμένα και καλύτερα από εμένα και κάθε άλλον. Να ερμηνεύω έναν άνθρωπο που θαυμάζω πραγματικά και ευελπιστώ να του μοιάσω είναι τρομερό προνόμιο», συμπληρώνει η ηθοποιός.

Εκτός απ’ τη σεναριακή προσέγγιση, καθοριστική ήταν και η επιλογή των φωτογραφιών που θα συμπεριλαμβάνονταν στην ταινία. Φωτογραφίες όπως εκείνη στο μπάνιο του Χίτλερ ή στο Νταχάου ήταν σημαντικές, αλλά υπήρχαν και φωτογραφίες από οικογένειες Ναζί που είχαν αυτοκτονήσει. Αυτό το φωτογραφικό υλικό ήταν που ανέδειξε τη μοναδική ματιά της Λι Μίλερ, οπότε ήταν απαραίτητο να συμπεριληφθεί και στην ταινία. Εκφράζει την εμμονή της Μίλερ για την αλήθεια, σε μια περίοδο που οι άνθρωποι ήταν δύσπιστοι σχετικά με την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Επιλέγοντας τους συντελεστές

Μια ταινία για τη ζωή μιας τόσο σημαντικής γυναικείας φιγούρας δεν θα μπορούσε παρά να σκηνοθετηθεί από γυναίκα. Γνωρίζοντας την Έλεν Κούρας από τη συμμετοχή της στην ταινία «Η Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού», η Γουίνσλετ της πρότεινε να αναλάβει την ταινία Lee και εκείνη αποδέχτηκε την πρόταση με ενθουσιασμό.

Συνήθως, η αναζήτηση των ηθοποιών που θα συμμετέχουν ξεκινά μετά την εύρεση των σκηνοθετών, ωστόσο η Γουίνσλετ, η οποία δούλευε στο πρότζεκτ για χρόνια, είχε ήδη μια λίστα με υποψήφιους ηθοποιούς. Ωστόσο, η επιλογή του Άντι Σάμπεργκ στο ρόλο του Ντέιβιντ Σέρμαν, του δεξιού χεριού της Μίλερ, προήλθε από τη Μαριόν Χιούμ, συν-σεναριογράφο της ταινίας.

Η ομοιότητα του ηθοποιού ήταν εμφανής, ωστόσο η Γουίνσλετ ανησυχούσε μήπως ο Σάμπεργκ, ο οποίος είναι γνωστός κυρίως για κωμικούς ρόλους, δεν έδειχνε ενδιαφέρον. Εκείνος όμως δέχτηκε, αναδεικνύοντας κι άλλες πτυχές του ερμηνευτικού του ταλέντου.

Φυσικά, το καστ συμπληρώνουν κι άλλοι αναγνωρισμένοι και αγαπημένοι ηθοποιοί, όπως οι Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Τζος Ο’ Κόνορ, Μαριόν Κοτιγιάρ και Άντρια Ράιζμπορο, ενώ τη μουσική υπογράφει ο Αλεξάντρ Ντεσπλά.

Ταυτότητα ταινίας

Σκηνοθεσία: Έλεν Κούρας
Σενάριο:  Λιζ Χάνα, Τζον Κόλι, Μάριον Χιούμ
Ηθοποιοί:  Κέιτ Γουίνσλετ, Τζος Ο’Κόνορ, Άντρια Ράιζμπορο, Άντι Σάμπεργκ, Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Μαριόν Κοτιγιάρ
Φωτογραφία:  Πάουελ Έντελμαν
Μουσική: Αλεξάντρ Ντεσπλά
Διάρκεια: 116’
Διανομή:  THE FILM GROUP 
Είδος:  Βιογραφία, Δράμα
Γλώσσα:  Αγγλικά, Γαλλικά
Χώρα Παραγωγής:  Ηνωμένο Βασίλειο