«Κι η Αμερική, μη νομίζεις πως είναι και τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για μένα και για σένα, για τους όμοιούς μου και για τους όμοιούς σου, δε χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δε χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί, ούτε η πείνα μαζί με το πάχος».
Στη δεκαετία του ’30 όπου το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση, εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό, οι μικροεργάτες της Οκλαχόμα καλλιεργούσαν μόνο βαμβάκι. Όταν το χώμα αδυνάτισε τόσο από τις εντατικές μονοκαλλιέργειες που δεν μπορούσε να αναστήσει κανένα σπόρο, οι ακατάπαυστοι άνεμοι μετέφεραν τεράστιες ποσότητες σκόνης και οι ουρανοί σταμάτησαν να ρίχνουν νερό.
Τότε δίχως καλύτεροι προοπτική, οι αγρότες με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια, ξεκίνησαν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί.
Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Στάινμπεκ (1939). Στο απόγειο αυτό της οικονομικής κρίσης η οικογένεια Τζόουντ, όπως πολλοί άλλοι αναγκάζεται, εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας, αλλά εξαιτίας των χρεών προς τις τράπεζες, να εγκαταλείψει το σπίτι της, για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στα δυτικά, στη γη της επαγγελίας, την Καλιφόρνια.
Το ταξίδι, στο οποίο, εκτός από τα μέλη της οικογένειας Τζόουντ, συμμετέχει και ο πρώην ιεροκήρυκας Κέισι, η πίστη του οποίου για την ύπαρξη του Θεού έχει κλονιστεί, αποδεικνύεται μια δοκιμασία για τις ανθρώπινες αντοχές. Κακουχίες, πείνα και δυστυχία ακολουθούν τους ήρωες στο μακρύ δρόμο προς τον ονειρικό παράδεισο, ο οποίος δεν αποδεικνύεται παρά μια ουτοπία . Εκτός από την μεγάλη και απούλητη σοδειά στην Καλιφόρνια υπάρχει εχθρικότητα και φόβος για τους Όκις που μοιάζουν να ήρθαν για να αρπάξουν από τους ντόπιους τα χωράφια.
Πολλοί από τους εσωτερικούς μετανάστες ζούνε στην κόψη του ξυραφιού, βλέπουν την πλούσια σοδειά να σαπίζει ή να πετιέται στο ποτάμι, την ίδια ώρα που η πείνα θερίζει μικρούς και μεγάλους.
Σε αυτό το σκηνικό η αδικία, η πείνα, η κακία των ανθρώπων που θριαμβεύει, έρχεται να συμπληρώσει η ασπλαχνία του κράτους που όταν το δίκιο των πολλών γίνεται αγανάκτηση η κατηγορία του «κομουνιστή» το απαλλάσσει από τις ευθύνες ενός κράτους δικαίου».
Παρά το εφιαλτικό αυτό σκηνικό όμως υπάρχει κάτι που συνδράμει στην επιβίωση. Οι οικογενειακοί δεσμοί και η μητρική αγάπη καταφέρνει να επιτύχει την ενότητα και να οπλίσει με δύναμη εκείνους που πρέπει να συνεχίσουν να αγωνίζονται. Κάπως έτσι το χάος και την φρίκη της εσωτερικής μετανάστευσης συμπληρώνουν στιγμές ανθρωπιάς αλληλεγγύης και μιας ελπίδας χλωμής για έναν δύσβατο δρόμο.
Σ’ αυτή τη γκρίζα σκιαγράφηση του αμερικάνικου τοπίου, οι πιο φυσικές ή πιο καθημερινές στιγμές, όπως η παρουσίαση της ανατολής του ήλιου ή του δειλινού, η εμφάνιση της χελώνας γίνονται με όρους υποδηλωτικούς, σύνθετους, όχι όμως ακατανόητους, μ’ έναν τρόπο που το ρεαλιστικό συναντάει το λυρικό και το κυριολεκτικό παντρεύεται με το μεταφορικό.
Οι διάλογοι συνδυάζονται με την τριτοπρόσωπη αφήγηση περιγράφοντας με μαεστρία και καθαρότητα τους διάφορους χαρακτήρες ενώ οι πιο μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, σκιαγραφούνται δημιουργώντας μια συνθήκη που καθιστά το κείμενο εξαιρετικά ζωντανό και άμεσο. Ακόμα και οι χρήσιμες λεπτομέρειες μέσα από την πένα του συγγραφέα καταφέρνουν να οικοδομήσουν ένα ατομικό και συλλογικό σύμπαν χωρίς να γίνονται αυτονόητες διακηρύξεις και διδακτικές προσεγγίσεις.
Το ανελέητο ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών από τις τράπεζες, τις οποίες συγγραφέας περιγράφει ως το συμπαγές απρόσωπο προπύργιο του καπιταλιστικού μηχανισμού και τις αποκαλεί «το τέρας» εκείνη τη δεκαετία κάνει το παρόν αλλά και το μέλλον να φαντάζει ασθενές, άνευρο, πτωτικό και στάσιμο.
Εκτός των άλλων όμως, τα Σταφύλια της οργής, είναι κι ένας ύμνος στην αξία και τη δύναμη της οικογένειας, χωρίς η σκέψη του Στάινμπεκ να είναι κομουνιστική. Η ματιά του είναι τυπικά αμερικανική, με μεγάλους ορίζοντες και μια βιβλική κοσμοαντίληψη της οποίας ομφαλός αποτελεί η οικογένεια.
Μεγαλύτερη συμφορά κι απ’ το ξερίζωμα, ακόμα κι από την ίδια την άνιση καθημερινή πάλη για τον επιούσιο, είναι το σκόρπισμα της οικογένειας. Στο ταξίδι τους προς την Καλιφόρνια, τούτη τη γη της επαγγελίας που αποδεικνύεται οφθαλμαπάτη, οι Τζόουντ κηδεύουν τον παππού, έπειτα τη γιαγιά, ο ένας γιος σηκώνεται και φεύγει, ο άλλος γιος διαπράττει έναν δίκαιο φόνο και κρύβεται, ο τρίτος γιος, στο τέλος, αποφασίζει να παντρευτεί και να μείνει με την οικογένεια της κοπέλας. Κάθε ένας από τούτους τους αποχωρισμούς μοιάζει με ακρωτηριασμό ενός πολύτιμου μέλους από το ίδιο το κορμί.
Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέας έζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα.
«Υπάρχουν αλήθειες κι αλήθειες, και στο κάτω κάτω της γραφής η αλήθεια είναι σχετική, σαν την ομορφιά, που πάντοτε εξαρτιέται απ’ τα μάτια που τη βλέπουν. Μονάχα που δεν είν’ έτσι. Γιατί η αλήθεια των Σταφυλιών της οργής είν’ απόλυτη. Η αλήθεια που κηρύττει το αριστούργημα του Στάινμπεκ, είν’ απόλυτη. Η αλήθεια για τις τράπεζες, για τ’ άνισο μοίρασμα των αγαθών, για την άκριτη σπατάλη που ’ναι σαν φτύμα στα μούτρα της φτώχειας, για το φαΐ που πετιέται, γιατί ως και η τροφή και το δικαίωμα καθενός σ’ αυτήν είναι τζόγος στο χρηματιστήριο, ενώ παραδίπλα άνθρωποι λιμοκτονούν. Αν υπάρχει μια αλήθεια που ’ναι πράγματι τέτοια, είν’ αυτή στα Σταφύλια της οργής. Μ’ απλά, βαθιά λόγια, τη βάζει ο συγγραφέας στο στόμα των βιοπαλαιστών ηρώων του, τη διατρανώνει μέσ’ απ’ το στόμα τους. Μέσ’ από τα λόγια του Κέιζι, του ιεροκήρυκα που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει πως δεν υπάρχει Θεός, αλλά μια κοινή ανθρώπινη ψυχή στην οποία όλοι μετέχουν. Μέσ’ απ’ τον ενστικτώδη αγώνα του Τομ Τζόουντ για δικαιοσύνη κι ισότητα. Μέσ’ απ’ τις δεκάδες μικρές πράξεις καλοσύνης του ανθρώπου που στερείται, προς το συνάνθρωπό του που μήτ’ αυτός έχει – μικρές πράξεις καλοσύνης ανθρώπων που τους συνδέει η κοινή ανθρώπινη μοίρα. Και μέσ’ από την ακλόνητη δύναμη της μάνας μπρος στις αντιξοότητες» (από το επίμετρο της έκδοσης).
Τα Σταφύλια της οργής γράφτηκαν μέσα σε εκατό ημέρες, που όμως ήταν η κατάληξη χρόνων ολάκερων ψυχικών ζυμώσεων και κοινωνικής και πολιτικής ωρίμανσης του συγγραφέα. Ο σπόρος απ’ όπου φύτρωσε το μυθιστόρημα, ήταν μια σειρά από εφτά άρθρα για τη Σαν Φρανσίσκο Νιουζ , το ’36, με γενικό τίτλο The Gypsies of Harvest − Οι πλάνητες της συγκομιδής. Κατάκοπος στο τέλος τούτων των εκατό ημερών αδιάκοπου γραψίματος, ο Στάινμπεκ ένιωθε στην κάμαρη, πλάι του, τον Τομ Τζόουντ, που στο τέλος, προτού φύγει κυνηγημένος, λέει:
«Θα ’μαι παντού, όπου κι αν κοιτάξεις. Όπου δίνεται μάχη ώστε πεινασμένοι να φάνε, εγώ θα ’μαι εκεί. Όπου ένας μπάτσος βαράει κάποιον, εγώ θα ’μαι εκεί. Αν ο Κέιζι είχε δίκιο, τότε θα υπάρχω στον τρόπο που οι άνθρωποι φωνάζουν όταν εξαγριώνονται… θα υπάρχω στον τρόπο που τα παιδιά γελάνε όταν πεινάνε και ξέρουν πως το φαΐ είν’ έτοιμο. Κι όταν οι άνθρωποί μας θα τρώνε ό,τι βγάζουν με το μόχθο τους και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι θα χτίζουν, εγώ θα ’μαι εκεί».
Η ιστορία του, αν και δεμένη με την εποχή –του μεγάλου κραχ−, είν’ αρχετυπική, κι ως εκ τούτου επιτακτικά σημερινή και σύγχρονη. Είναι μια ιστορία που υπήρχε προτού γραφτούν τα Σταφύλια της οργής, και που θα εξακολουθήσει να υπάρχει έστω κι αν το ίδιο το βιβλίο δε διαβάζεται πλέον. Άλλωστε ο συγγραφέας, μέσ’ απ’ τους ήρωές του καταφέρνει να γίνει η φωνή μιας κοινής ανθρώπινης μοίρας.
Το βιβλίο του Στάινμπεκ συζητήθηκε όσο κανένα άλλο στην εποχή του, με την ίδια ζέση επαινέθηκε και κατηγορήθηκε («ένα μάτσο ψέματα», «κομμουνιστική προπαγάνδα», κ.α.). Χαρακτηριστικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες θεωρούσαν το μυθιστόρημα επικίνδυνα ανατρεπτικό, η εταιρία παραγωγής 20th Century Fox γύρισε την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο «Λεωφόρος 66», το όνομα της κεντρικής λεωφόρου στις ΗΠΑ που οδηγεί στην Καλιφόρνια. Παρά τις πιέσεις, το βιβλίο διαβάστηκε ευρύτατα και μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»