«Όμοιος με τον Άρη, φορούσε το κράνος του και κοιτούσε έξω μελαγχολικά τα χρυσά σύδεντρα ανάμεσα στους πελώριους λόφους και τις αψίδες που σχημάτιζε το πορώδες πέτρωμα, καθώς οι πληγές του φόνου έπαυαν να αιμορραγούν»…
Ο Βρετανός δημοσιογράφος Τόμας Φάουλερ κι ο όμοιος με τον Άρη, Γάλλος σμηναγός Τρουέν, έχουν μόλις τελειώσει μια κάθετη επιδρομή στον Κόκκινο ποταμό. Ο Γάλλος, εκτελώντας τις σαφείς εντολές των ανωτέρων του βομβαρδίζει οτιδήποτε κινείται και ο Φάουλερ σαν καλός παρατηρητής στα πλαίσια ενός, όπως το περιγράφει ο ίδιος, αυτοσεβασμού, καταγράφει όσους κινδύνους είναι υποχρεωμένος, λόγω επαγγέλματος, να μοιράζεται με τους αναγνώστες.
Ήμαστε στο Βιετνάμ, τη δεκαετία του ’50. Ο βρετανός δημοσιογράφος ζει στη Σαϊγκόν καλύπτοντας την εξέγερση των Βιετναμέζων κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας. Την ώρα που οι λογής κονκισταδόρες δεν σταματούν ποτέ και πουθενά παρά αλλάζουν απλώς ονόματα, εκείνος απλά παρακολουθεί, καταγράφει, και αφουγκράζεται τη βουή της πόλης.
Η Γαλλία πολεμά μάταια να κρατήσει την αποικία της αλλά αυτός ο πόλεμος δεν αποτελεί το μοναδικό μέτωπο. Οι εγχώριοι κομμουνιστές αναπτύσσουν κι αυτοί τις δυνάμεις τους διεκδικώντας την εξουσία με κάθε τρόπο την ίδια ώρα που η σύμμαχός, Αμερική, προσπαθεί να μπει ενεργά στο παιχνίδι υπονομεύοντας την γαλλική κυριαρχία. Για να το επιτύχει εξαπλώνει αργά και σταθερά ένα δίκτυο πρακτόρων ικανό να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις με όποιο κόστος. Στο δίκτυο αυτό ανήκει κι ο Όντελ Πάιλ, ένας ευγενικός και ήσυχος νεαρός Αμερικανός που στέλνεται στη Σαϊγκόν με σκοπό να αποσταθεροποιήσει την κατάσταση με μια σειρά τρομοκρατικά χτυπήματα.
Την ίδια στιγμή Βιετναμέζοι πολιτικοί και ντόπιοι στρατηγοί παλεύουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στους πόλους που φαίνεται να διαμορφώνονται ως διάδοχη κατάσταση, επιθυμώντας να περισώσουν τα δικά τους πλούτη και αξιώματα σε κάθε περίπτωση. Το ίδιο όμως κάνει κι ο λαός, μια απέλπιδη προσπάθεια ισορρόπησης με θεμιτά ή και αθέμιτα μέσα.
Φάουλερ και Πάιλ συναντιούνται και παρά την έντονη αντίθεση του χαρακτήρα τους, ο Φάουλερ παίρνει υπό την προστασία του τον Πάιλ. Εξαιτίας της αντίθεσης αυτής η προκύπτει μάλιστα μια κωμικοτραγική σχέση.
«Όλες μου οι συζητήσεις με τον Πάιλ έπαιρναν εντελώς αλλοπρόσαλλες κατευθύνσεις. Μήπως άραγε έφταιγε η ειλικρίνειά του που οι κουβέντες μας εκτροχιάζονταν τόσο συχνά; Ποτέ του δεν παράκαμπτε τα δύσκολα σημεία»
Οι όροι του παιχνιδιού όμως αρχίζουν να αλλάζουν όταν το ερωτικό τρίγωνο στο οποίο εμπλέκονται δίνει το έναυσμα για να μετατραπεί η σχέση σε ανταγωνιστική. Ο δημοσιογράφος, συνδέεται με μια όμορφη βιετναμέζα ερωμένη, την οποία διεκδικεί ο υπό την προστασία του Πάιλ.
«Ερωτευμένος σημαίνει να βλέπεις τον εαυτό σου όπως τον βλέπει ο άλλος, σημαίνει να είσαι ερωτευμένος με το πλαστό και εξωραϊσμένο είδωλό σου. Όταν έχουμε ερωτευθεί, είμαστε ανίκανοι για την τιμή – μια θαρραλέα πράξη δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εκτέλεση ενός ρόλου σε κοινό δύο ατόμων».
Η ώρα που διακυβεύεται η ισορροπία που έχει επιτύχει στην ξένη πόλη ταυτίζεται με την ώρα του απολογισμού των πεπραγμένων κι εκεί αρχίζουν τα ερωτηματικά … Πίσω του, ένας ατυχής γάμος, τον βαραίνει συνειδησιακά, μπροστά του, η ύστατη ελπίδα μιας φυσιολογικής ζωής μέσα από τη συνθήκη μιας ερωτικής σχέσης, κινδυνεύει να χαθεί από τον ήσυχο Αμερικανό που διεκδικεί τη νεαρή ερωμένη. Ζήλια, πάθος, φόβος και μοναξιά οδηγούν στην ενδοσκόπηση η οποία αποδεικνύεται αρκετή για να αλλάξει την μέχρι πρότινος ουδετερότητά του.
Και στ’ αλήθεια , μπορεί πράγματι κανείς να παραμείνει αποστασιοποιημένος όταν βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα; Τι κόστος έχει η ουδετερότητα σε έναν κόσμο που βαδίζει στα όρια; Είναι άραγε συνενοχή η σιωπή;
Όταν ο καλός και ήσυχος Αμερικάνος δεν διστάζει να οργανώσει μια τρομοκρατική βομβιστική επίθεση στην καρδιά της Σαϊγκόν με πολλά θύματα, ανάμεσά τους και παιδιά, είναι η στιγμή που ο Φάουλερ αποφασίζει να εγκαταλείψει τη βολική ουδετερότητά του και να έρθει σε συνεννόηση με τους αντάρτες, παίρνοντας μέρος σε έναν πόλεμο που ομολογεί, «δεν είναι δικός του».
Οι εικόνες που αντικρύζει διαφέρουν πολύ από εκείνες των αμερόληπτων ανταποκρίσεών του. Αδικία, βία, απληστία, ανομολόγητες κακές προθέσεις, κούραση, πείσμα για την επιτυχή έκβαση της μάχης, παθογένειες, απέλπιδες προσπάθειες των ιδιοτελών που συντάσσονται με τους ισχυρούς, ανδροκρατούμενη κοινωνία, ρατσιστική κουλτούρα είναι αυτά που συνθέτουν την εμπόλεμη κοινωνία του Βιετνάμ.
Οι ψυχολογικές διακυμάνσεις από μια αμέτοχη μέχρι στιγμής στάση εναλλάσσονται με τις περιγραφές μιας εμπόλεμης ζώνης αποτυπώνοντας ένα γλαφυρό κοντράστ. Τα αποικιακά κτίσματα εναλλάσσονται με τα παραπήγματα των ντόπιων, τα κοσμοπολίτικα μπιστρό διαδέχονται οι απέραντοι ορυζώνες. Με λεπτεπίλεπτη, διεισδυτική ματιά, άλλοτε ειρωνική ίσως και ενορατική, ο συγγραφέας καταγράφει την αδιέξοδη επανάληψη της συνήθειας και της κοινωνικής υποκρισίας, την αλαζονική και κυριαρχική νοοτροπία των Δυτικών.
Μας παίρνει πολύ χρόνο να πάψουμε να περηφανευόμαστε που είμαστε επιθυμητοί. Άσε που ένας Θεός ξέρει γιατί νιώθουμε περήφανοι, αρκεί να κοιτάξεις γύρω σου και να δεις ποιοι άλλοι άνθρωποι είναι επίσης επιθυμητοί».
Η ανάμειξη του Πάιλ δεν αποτυπώνει εξ αρχής την επικινδυνότητα της. Η αφελής και υπόγεια βιτρίνα δρα επίπονα και καταλυτικά. Ο μειλίχιος και συνεσταλμένος τρόπος προσφέρει το άλλοθι για αισχρές πράξεις. Δεν αρκείται στο καθήκον, υιοθετεί και διεκπεραιώνει την σαθρή νοοτροπία του υπεράρπαγα. Όταν ο Φάουλερ επιβεβαιώσει αυτόν το ρόλο, αποφασίζει να δράσει παίρνοντας μέρος σε ένα σχέδιο δολοφονίας του οποίου δεν γνωρίζει ακριβώς το κίνητρο. Είναι η κοινωνική συνείδηση, η βία της αμερικανικής πολιτικής ή ο έρωτας;
«”Πάντα έρχεται μια στιγμή που αλλάζουμε”, είπα. “Μια στιγμή συναισθηματική”…»
Στο πολιτικό κατά βάσιν και ερωτικό γαϊτανάκι του Γκρην οι ήρωες ,τα πάθη τους και οι ιδεολογικές τους προφάσεις είναι οι αποχρώσες ενδείξεις ενός εγκλήματος που διαπράττεται σε εφιαλτικές συνέχειες και διαστάσεις. Η μη ευθύγραμμη αφήγηση που επιλέγει ο συγγραφέας, οι συχνές αναδρομές που εντάσσονται σε κεφάλαια δίχως τίτλο αλλά και οι μεγάλης έκτασης διάλογοι εξυφαίνουν τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας και δένουν αρμονικά σε μια μυθοπλασία που αφυπνίζει έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη.
Ο Γκρην περιγράφει με ακρίβεια και βάθος τα διλήμματα του κεντρικού ήρωά του, το ερωτικό πάθος και τη ζηλοτυπία, το ζήτημα της ατομικής ευθύνης, την οδυνηρή ενδοσκόπηση στην οποία προβαίνει για να εξακριβώσει τα βαθύτερα κίνητρα των πράξεών του.
Ασκεί επίσης -με προφητικό τρόπο- κριτική στην αμερικανική πολιτική καταδικάζοντας εκ προοιμίου και προοικονομώντας παράλληλα τις επεμβάσεις μιας υπερδύναμης σε ξένα χωράφια.
Κι όλα αυτά δια χειρός ενός συγγραφέα που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από αδιαφορία ούτε από ουδετερότητα – ο Βρετανός κλασικός Γκράχαν Γκριν που φημίζονταν για την κυκλοθυμία και την μεροληψία του. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε αμιγώς αντιαμερικανικό αλλά και προφητικό.
Έχοντας υπάρξει δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής αλλά και πράκτορας της φημισμένης ΜΙ6 κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γκράχαμ Γκριν μεταγράφει στο βιβλίο προσωπικές εμπειρίες από τις αποστολές του με τρόπο άμεσο, όχι όμως αυτούσιο. Οι εικόνες που περιέγραψε έχουν κάτι βαθιά ποιητικό, χωρίς τα κείμενά του να χάνουν την αρρενωπότητά τους. Η γραφή του είναι στιβαρή και ταυτόχρονα τρυφερή, χωρίς να αποσκοπεί στην εύκολη συγκίνηση. Άλλωστε όπως ο ίδιος έλεγε:
Ο κόσμος δεν είναι μόνο άσπρο μαύρο. Περισσότερο μοιάζει με άσπρο και γκρι
Ο Βρετανός μυθιστοριογράφος Γκράχαμ Γκριν, βαθύς γνώστης των ανθρώπινων αδυναμιών, απολάμβανε το άρωμα της αμαρτίας. Ηταν, αντίθετα με τους περισσότερους συμπατριώτες του, ρωμαιοκαθολικός και, αντίθετα με τους περισσότερους ομοτέχνους του, πολύ άνετος με τον κινηματογράφο. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις ήταν γνωστές, σε σημείο που, στο απόγειο της φήμης του, να του κολλήσουν την ετικέτα «καθολικός συγγραφέας». Όπως είχε πει όμως ο ίδιος σχολιάζοντας τον τίτλο της θρησκευτικότητας:
«Δεν θα ήμασταν όλοι πολύ καλύτερα, αν δεν πασχίζαμε να καταλάβουμε, αν αποδεχόμασταν το γεγονός ότι κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θα κατανοήσει ποτέ κανένα άλλο, ούτε γυναίκα τον άντρα της, ούτε εραστής την ερωμένη του, ούτε γονιός το παιδί του; Ίσως γι’ αυτό να εφηύραν τον Θεό οι άνθρωποι – ένα ον ικανό να κατανοεί. Ίσως κι εγώ, αν ήθελα να γίνω κατανοητός ή να κατανοηθώ, ίσως να κατάφερνα τον εαυτό μου να πιστέψει – αλλά εγώ είμαι ρεπόρτερ. Θεός υπάρχει μόνο για τον αρχισυντάκτη»
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»