Ρουμανία, τέλη της δεκαετίας του ’80. Η Αντίνα είναι μια μελαγχολική αλλά αποφασιστική δασκάλα, η Κλάρα μια ωραία, ξέγνοιαστη εργάτρια σ’ ένα εργοστάσιο συρμάτων, και οι δυο τους κάτι περισσότερο από στενές φίλες. Η Αντίνα με οξυμμένη ευαισθησία, παρακολουθεί τη ζωή, τη δική της και του περίγυρου, να απειλείται, ενόσω περιμένει τα γράμματα του αγαπημένου της Ίλιε.
Ο Ίλιε βρίσκεται στον Νότο, φοράει στρατιωτική στολή και πολεμάει κατά του καθεστώτος. Η καρδιακή της φίλη Κλάρα, η όμορφη νεαρή, εργάτρια επιλέγει να ζήσει εντός γραμμής. Πέφτοντας στην ερωτική παγίδα θα συνάψει σχέση με τον παντρεμένο δικηγόρο Πάβελ, που πρώτα την αφήνει έγκυο κι έπειτα μεσολαβεί για την έκτρωση, την απαγορευμένη από το καθεστώς έκτρωση…. Ο Πάβελ είναι όργανο, ανακριτής, υπαίτιος για πολλούς θανάτους…
Οι δύο φίλες τυχαίνει να ζουν σε μια από τις σκληρότερες δικτατορίες της Ευρώπης, την ώρα που το καθεστώς Τσαουσέσκου βρίσκεται στο απόγειο της διαφθοράς του σε κάθε επίπεδο, αν και σαν μια ακόμα στυγνή, απάνθρωπη και αποτρόπαιη δικτατορία εμφανίζεται από τους βολεμένους ως ένας ακόμα επίγειος παράδεισος.
«Οι λεύκες κιτρινίζουν εξαιτίας του εργοστασίου, εκεί όπου οι γυναίκες φτιάχνουν κόκκινα γιογιό και πράσινα μανταλάκια. Οι γυναίκες αδυνατίζουν και βήχουν, και οι λεύκες κιτρινίζουν. Οι γυναίκες του εργοστασίου φοράνε χοντρά εσώρουχα, και το καλοκαίρι με μπατζάκια μέχρι τα γόνατα και λάστιχα. Κρύβουν κάθε μέρα τόσα μανταλάκια στα εσώρουχά τους, μέχρι που τα πόδια τους και οι κοιλιές τους έχουν παραγεμίσει τόσο, ώστε τα μανταλάκια να μην χτυπούν αναμεταξύ τους καθώς περπατούν. Και στο κέντρο, στην Πλατεία της Όπερας, τα παιδιά των γυναικών κουβαλούν τα μανταλάκια στους ώμους τους, πιασμένα σε σκοινιά, τα ανταλλάσσουν με κάλτσες, τσιγάρα ή σαπούνια. Το χειμώνα οι γυναίκες κρύβουν στα εσώρουχά τους και γιογιό γεμάτα με μανταλάκια. Κάτω από τα παλτά τους δεν φαίνονται[…]»
Στην άλλη πλευρά του Δούναβη, ο θάνατος δεν μυρίζει μπαρούτι αλλά σναπς. Εκεί ζουν όσοι πίνουν από το πρωί, κάνουν κεφάλι για να ξεχάσουν τους πυροβολισμούς, καλλιεργούν τα χωράφια τους και μουρμουρίζουν άψυχα «δε βαριέσαι». Ο ολοκληρωτισμός έχει θερίσει και θερίζει ακόμα στο διάβα του, ο φόβος διαφεντεύει και παραλύει.
Ο γερασμένος χρόνος, η καχυποψία, η αναζήτηση της ζωής με άδεια μάτια, οι σιωπηλές κραυγές, συνθέτουν τον περίγυρο της ζωής τους από παιδίσκες ως ώριμες γυναίκες. Με μικρές αυτόνομες ενότητες προβάλλονται οι εικόνες της ζωής τους μέσα από προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις και η καταθλιπτική και συνάμα απειλητική καθημερινότητά τους.
«Είναι ένα βράδυ στο καφέ που τερματίζει τον χρόνο μες στη μέση της πόλης, όπως εδώ και παντού, όπως μια σκιά σε μέγεθος ανθρώπου τερματίζει στο ποτάμι της ζωή της. Είναι ένας χειμώνας μες στην πόλη, αργός, γερασμένος, που φορτώνει το κρύο του στους ανθρώπους. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το στόμα να παγώνει, τα χέρια να κρατούν κάτι αφηρημένα και ταυτόχρονα να το αφήνουν να πέσει, επειδή οι άκρες των δαχτύλων γίνονται σαν πετσί. Ένας χειμώνας είναι εκεί μέσα στην πόλη, που κάνει το νερό κάτι παραπάνω από πάγο και τους γέρους να τυλίγουν γύρω τους τα περασμένα σαν παλτό. Ένας χειμώνας που κάνει τους νέους να μισιούνται σαν τη γρουσουζιά, αν τύχει κι ανάμεσα στους κροτάφους τους εμφανιστεί μια υποψία ευτυχίας. Και αναζητούν, παρ’ όλα αυτά, τη ζωή τους με άδειους βολβούς. Ένας χειμώνας τριγυρίζει στο ποτάμι, όπου αντί για το νερό παγώνει μονάχα το γέλιο. Όπου το τραύλισμα λογαριάζεται για ομιλία, και οι κραυγές σαν μισοειπωμένες λέξεις. Όπου ο αντίλαλος κάθε ερώτησης σβήνει στο λαρύγγι, σκοντάφτει με τη γλώσσα στα δόντια, ολοένα και πιο βουβός»
Στο προάστιο με τους χωματόδρομους, με το εργοστάσιο πρώην σφαγείο, με τη γέφυρα που μοιάζει να περιμένει τους αποστεωμένους άντρες που θα πετάξουν από πάνω της, τα λουλούδια μυρίζουν μέταλλο, μηχανόλαδο και σκουριά και οι τσίγκινες πινακίδες γράφουν ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΠΡΟΟΔΟΥ, σαν «οι σκιές να έχουν παρατήσει τα πράγματα στα οποία ανήκουν».
Σε αυτές τις συνθήκες η φιλία μετατρέπεται σε εργαλείο της Σεκουριτάτε, ο έρωτας αποτελεί συνώνυμο του άγχους και οι καλύτεροι αναγνώστες της ποίησης αποδεικνύονται εν τέλει οι πράκτορες του Τσαουσέσκου, που ψάχνουν ανάμεσα στις γραμμές για απαγορευμένα μηνύματα. Όταν η Αντίνα, έρχεται αντιμέτωπη με μια ακόμα σκαιά πλευρά της πραγματικότητας- εκείνη των παράνομων εκτρώσεων- ξεσπά με οργή απέναντι στην επιστήθια φίλη, για εκείνην η Κλάρα γίνεται μια ξένη και δεν υπάρχει επιστροφή, η φιλία σκίζεται σε κομμάτια με έναν δεσμό που λύνεται και δένεται από την πανταχού παρούσα Σεκουριτάτε, που γκρεμίζει τα θεμέλια της κοινής λογικής υπέρ της επικράτειας του παραλογισμού.
Κατεύθυνση δεν υπάρχει έξω από την πόλη, το τοπίο συμπληρώνουν ψηλές θεριζοαλωνιστικές μηχανές και χαμηλά στάχυα σε ξεπλυμένο χρώμα που μπουχτίζουν το μάτι, αρκετά χαμηλά για να κρύβουν τους νεκρούς, πολύ μικρά για να το σκάσεις.
Σε αυτή την κοινωνία τα ρολά της τουαλέτας αποτελούν αντικείμενα κλοπής, τα παιδιά γράφουν έκθεση με τίτλο «Η συγκομιδή της ντομάτας» – διαδικασία που έμαθαν καλά – ο διευθυντής βάζει το χέρι του μέσα στο πουκάμισο των εργατριών, ο θυρωρός του εργοστασίου ψαχουλεύει τις τσάντες τους και η ατμόσφαιρα έχει εμποτιστεί με τη μυρωδιά του φόβου. «Κάθε βράδυ νιώθεις τη μέρα να γκρεμίζεται» κι αυτό δεν σταματά ακόμα κι όταν μεγαλώσεις.
Το πρωί, από τις έξι μέχρι τις εξίμισι, από αυτό το μεγάφωνο ακούγεται μουσική. Εργατικά τραγούδια. Ο θυρωρός τα ονομάζει πρωινή μουσική. Γι’ αυτόν είναι σαν ρολόι. Όποιος περνάει την πύλη αφού έχει πια σωπάσει η μουσική, έχει φτάσει αργά στη δουλειά του. Όποιος δεν μπορεί να συντονίσει το βήμα του με τον ρυθμό, όποιος σε αυτό το προαύλιο περνάει μέσα από τη σιωπή για να πάει στη μηχανή του, σημειώνεται και καταγράφεται.
Κι ακόμα δεν έχει ξημερώσει όταν τα εμβατήρια δονούν τον αέρα. Ο άνεμος τραντάζει τις λαμαρίνες ψηλά στη στέγη. Η βροχή χτυπάει την άσφαλτο με ορμή. Οι γυναίκες έχουν πιτσιλισμένες κάλτσες, τα καπέλα των ανδρών γίνονται υδρορροές. Οι δρόμοι έξω είναι πιο φωτεινοί. Τα καρούλια με τα σύρματα είναι υγρά από τη νύχτα, είναι μαύρα. Ακόμα και το καλοκαίρι, η μέρα χρειάζεται περισσότερη ώρα για να φτάσει στο προαύλιο του εργοστασίου απ’ ότι έξω.
Ζοφερές καταστάσεις, εφιαλτικές πραγματικότητες με ανθρώπινες ιδιότητες οι οποίες μπαίνουν στο στόχαστρο ενός καθεστώτος που επικαλέστηκε τα πιο ανθρώπινα κίνητρα για την επιβολή του. Κάτι όμως συνδέει τους συνταξιούχους που προσπαθούν να ξεχάσουν την πείνα τους, τους γιατρούς που μιλούν για αυτοκτονίες ασθενών τους και τους πράκτορες της Σεκουριτάτε στις μικροαποτυχίες τους. Στους κατασκότεινους δρόμους η νύχτα είναι μονοκόμματη κι ένας διαβάτης δεν είναι παρά ένα σούρσιμο…
Μπροστά στην αποχαύνωση της καταθλιπτικής ζωής άλλοι θα ψελλίζουν «και τι να κάνεις» συνοψίζοντας με αυτή τη φράση τους τον φόβο, την κρυφή απειλή και την παραίτηση, άλλοι θα αποδράσουν μέσα από αμέτρητα ποτήρια αλκοόλ, ενώ άλλοι θα αποφασίσουν να πολεμήσουν έστω κι αργά.
Μέσα από τις απλές καθημερινές, στοιχειώδεις ανθρώπινες σχέσεις στοιχειοθετείται μια κόλαση επί γης με συντριπτική ειρωνεία ως προς με τη ζωώδη «μυστική αστυνομία» η οποία προσπαθεί να ελέγξει την ψυχή και το σώμα των υπηκόων αυτού του τερατουργήματος που γέννησαν οι πλέον ευγενικές περί σοσιαλισμού ιδέες.
Ζοφερό και τρομακτικό όλο το βιβλίο βράζει από «κουφή» και «ανήκουστη» βία, που παραμονεύει σε κάθε γωνία ως απρόσκλητος επισκέπτης. Κι όταν το καθεστώς θα καταρρεύσει, περνώντας από το βαρύ κι ασήκωτο σύννεφο του Τσαουσέσκου στο ψευδεπίγραφο αίθριο του κοινοβουλευτισμού, οι ρόλοι θα ανακατανεμηθούν, κάποιοι από τους φίλους θα παραμείνουν εξαφανισμένοι, ο διευθυντής θα γίνει αρχιεργάτης και ο αρχιεργάτης διευθυντής, όμως η αλεπού θα παραμείνει ο κυνηγός…
Ένα βιβλίο γραμμένο από μια νομπελίστρια που έζησε το αποτρόπαιο πρόσωπο του ολοκληρωτισμού σε όλο του το εφιαλτικό εύρος, αποτελώντας για εκείνη μια ήδη πλούσια μυθοπλασία. Γεννημένη στο γερμανόφωνο ρουμανικό Ντίτσκιντορφ (1953), στιγματισμένη ως κόρη μέλους των SS, ο πατέρας υπηρέτησε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και με βαριές μνήμες μιας μητέρας που είχε απελαθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ, με τη μεσολάβηση του ΚΚΡ, έζησε από τη γέννησή της ως ανεπιθύμητη του καθεστώτος απολύθηκε από τη βιομηχανική επιχείρηση όπου εργαζόταν ως μεταφράστρια, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Σεκιουριτάτε, ήρθε αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο της λογοκρίσιας μέχρι που εγκαταστάθηκε το 1987 στο Βερολίνο.
Η εικονογραφία της τραγικής ρουμανικής κομμουνιστικής ζωής, μιας ζωής τεμαχισμένης αποδίδεται μέσα από ένα ιδιότυπο γλωσσικό παιχνίδι που αφήνει ιστορίες και διηγήσεις μισοτελιεωμένες αποδίδοντας έτσι με απόλυτη γλαφυρότητα τα μισά λόγια, τα άδεια βλέμματα, τους κρυφούς ιδρώτες, τους ανομολόγητους τρόμους, τις με βαθιές ρίζες απογνώσεις.
Η κλειστοφοβική ιστορία μιας κοινωνίας που υπόκειται στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, καταστρέφεται, εξαχρειώνεται, σωπαίνει, υποφέρει από τα τραύματά της. Αποτυπώνεται όμως και η ανατροπή, ο τρόπος που η αλεπού από θήραμα γίνεται, ή μπορεί τελικά να γίνει, ο κυνηγός.
Όπως έγραψε η συγγραφέας στο δοκίμιό της Sich und tötet το 2003, το καθεστώς Τσαουσέσκου την είχε μετατρέψει για χρόνια σε «αντικείμενο ανθρωποκυνηγητού». Κι όπως εξομολογήθηκε το 2009, στο δοκίμιό της Die Securitate ist noch im Dienst, το περιστατικό με την αλεπού ήταν αληθινό, αποτελούσε μέθοδο εκβιασμού της Σεκουριτάτε.
Η Χέρτα Μύλερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ γιατί, «με την ποιητική της προσήλωση και την ακρίβεια της πρόζας της, αναπαριστά τη γη των στερημένων».
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»