«Κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνος του ένα Νησί ακέραιο και ξεχωριστό, κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της Ηπείρου, ένα κομμάτι της ενδοχώρας, αν η θάλασσα πάρει μαζί της ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη λιγοστεύει, σαν να ήταν ένα Ακρωτήρι, σαν να ήταν ένας Πύργος, φίλων σου ή δικός σου, ο θάνατος του κάθε ανθρώπου με λιγοστεύει, γιατί ανήκω στην Ανθρωπότητα. Γι’ αυτό, μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα, για σένα χτυπά» (John Donne)
Απ’ την παραπάνω περίοδο φαίνεται πως δανείστηκε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ τον τίτλο για ένα από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, αποτυπώνοντας την ουσία της φράσης στις περιπέτειες των ηρώων του.
Την άνοιξη του 1937, η Ισπανία καλύπτεται από το μαύρο πέπλο του εμφυλίου πολέμου. Στα δάση της Σεγκόβιας, μιας περιοχής υπό τον έλεγχο της φασιστικής κυβέρνησης του Φράνκο, στέλνεται από τον Δημοκρατικό Στρατό, ο Ρόμπερτ Τζόρτναν, ένας εθελοντής αμερικανός δυναμιτιστής, για να φέρει εις πέρας μια επιχείρηση δολιοφθοράς.
Όπως κάθε ενέργεια στις εχθρικές γραμμές, έτσι κι αυτή απαιτεί λεπτομερή σχεδιασμό και επαφές με τους αντάρτες και τους κατοίκους της πόλης. Ο στόχος είναι μια μεταλλική γέφυρα στο δρόμο προς τη Λα Γκράνχα, η οποία πρέπει να ανατιναχτεί και να καταστεί αδιάβατη την κατάλληλη ώρα, τη στιγμή που θα ξεκινούσε μια μεγάλη επίθεση των Δημοκρατικών.
«Τώρα πολεμούσε σε αυτό τον πόλεμο, γιατί είχε ξεσπάσει σε μια χώρα που εκείνος αγαπούσε και γιατί εκείνος πίστευε στη Δημοκρατία και γιατί, αν αυτή γκρεμιζόταν, η ζωή θα ήταν αβάσταχτη για όλους τους ανθρώπους που πίστευαν σε αυτή. Βρισκόταν κάτω από κομουνιστική πειθαρχία στη διάρκεια του πολέμου. Εδώ στην Ισπανία, οι κομουνιστές πρόσφεραν την καλύτερη, την πιο σταθερή και υγιή πειθαρχία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Αποδεχόταν την πειθαρχία τους κατά την διάρκεια του πολέμου, γιατί όσο βαστούσε ο πόλεμος, ήταν το μόνο κόμμα που εκείνος μπορούσε να σεβαστεί το πρόγραμμα και την πειθαρχία του. Ποιες ήταν λοιπόν οι πολιτικές του πεποιθήσεις; Δεν είναι καμία είπε μέσα του. Αλλά αυτό μην το πεις σε κανέναν άλλο, σκέφτηκε. Μην διανοηθείς να το παραδεχτείς ποτέ. Και μετά τι θα κάνεις; Θα γυρίσω πίσω και θα βγάζω το ψωμί μου διδάσκοντας ισπανικά, όπως και παλιά, και θα γράψω ένα γνήσιο βιβλίο. Στοίχημα πως θα το κάνω, είπε. Στοίχημα πως θα είναι εύκολο»[…]
Το μόνο που χρειάζεται για να ολοκληρώσει την αποστολή του και να πραγματοποιήσει το όνειρό του είναι τέσσερις μέρες και φυσικά η βοήθεια των ανταρτών της ομάδας του Πάμπλο, μια ολιγομελής ομάδα πιστών στη δημοκρατία, η οποία αποτελείται από τρεις άντρες και δύο γυναίκες, την Πιλάρ, που είναι η γυναίκα του αρχηγού Πάμπλο και την όμορφη, μυστηριώδη και χαμογελαστή Μαρία η οποία πρόκειται να γίνει ο καταλύτης των ψυχικών εξελίξεων του Ρόμπερτ. Η ιστορία της Μαρία πικρή και η ίδια βασανισμένη, ανήκει μόλις λίγους μήνες στην ομάδα, τους ακολούθησε δε όταν ως κρατούμενη των φασιστών, οι δημοκρατικοί ανατίναξαν το τρένο στο οποίο επέβαινε.
Οι αυτές μέρες που ξεδιπλώνονται σε 500 και πλέον σελίδες από την στιγμή της γνωριμίας του με την ομάδα των guerillas – ανταρτών ο Ρόμπερτ μαθαίνει τι θα πει συντροφικότητα, φιλία, προδοσία και…θάνατος. Στη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, ο πρωταγωνιστής βιώνει συγκλονιστικά τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης και βασανισμένης Μαρίας, το φόβο και την αγωνία σε μια σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο χώρα, την αφοσίωση και τη φιλία, αλλά και τη δεισιδαιμονία στα πρόσωπα των Ισπανών ανταρτών. Παντού γύρω του ελλοχεύει ο θάνατος, που δίνει σε όλα τα συναισθήματα μια ολότελα διαφορετική διάσταση και ένταση.
Ο συγγραφέας ήταν άλλωστε ένας από τους πολλούς πολεμικούς ανταποκριτές που στάλθηκαν στον πόλεμο, γράφοντας τότε για λογαριασμό της Βορειοαμερικανικής Ένωσης Εφημερίδων. Τις εμπειρίες που αποκόμισε από αυτή την παραμονή αποφάσισε να παραθέσει στο πολεμικό αυτό μυθιστόρημα, ή καλύτερα στο πολεμικό αυτό ρομάντζο με τον τίτλο «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα». Ο πόλεμος, οι φρικαλεότητες του, οι έριδες μεταξύ των διαφόρων ομάδων των δημοκρατικών πλαισιώνονται από την επιθυμία για ζωή και την πεποίθηση πως κάθε θύμα αυτού του αδελφοκτόνου σπαραγμού είναι σαν ένα χαμένο κομμάτι της χώρας ολόκληρης, σε όποια πλευρά κι αν ανήκει με όποιο στρατό κι αν συντάσσεται.
Ο διδακτικός χαρακτήρας του Χέμινγουεϊ, η λεπτομερής σκιαγράφηση των ηρώων κάνουν το έργο να θεωρείται ως το κορυφαίο του συγγραφέα κι ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Ο έρωτας ελαφραίνει τις φρικαλεότητες των δύο πλευρών που ο ίδιος ο συγγραφέας έχει παρακολουθήσει.
Ήρωες όπως η Πιλάρ κι ο τσιγκάνος Ραφαέλ γίνονται φορείς αισιοδοξίας, την ώρα που άλλοι όπως ο Πάμπλο κουρασμένοι από την δράση και κατάκοποι από την λάβα του εμφύλιου σπαραγμού αδυνατούν να εμπιστευτούν. Ανάμεσά τους υπάρχουν κι εκείνοι που με την απλότητά τους την πίστη τους και την αφοσίωσή τους συγκινούν. Όλοι μαζί όμως μετατρέπονται σε τραγικές φιγούρες ενός θανάσιμου παιχνιδιού, σε πιόνια που αναγκάζονται να υπομείνουν να οδηγηθούν στα άκρα και να αποκαλύψουν τον καλύτερο ή τον χειρότερο εαυτό τους.
«Στην άλλη άκρη του δρόμου, στο πριονιστήριο, έβγαινε καπνός από καμινάδα και ο Ανσέλμο τον οσμιζόταν, καθώς τον έφερνε ο άνεμος προς το μέρος του μες το χιόνι. Οι φασίστες είναι στα ζεστά, σκέφτηκε, έχουν τις ανέσεις τους, κι αύριο βράδυ θα τους σκοτώσουμε. Είναι παράξενο αυτό και δεν μου αρέσει να το σκέφτομαι. Τους παρακολουθούσα όλη μέρα, άντρες είναι κι αυτοί, ίδιοι όπως εμείς. Πιστεύω πως μπορώ να πάω ίσαμε το πριονιστήριο και να χτυπήσω την πόρτα και να με καλοδεχτούνε, με τη διαφορά πως έχουν διαταγή να αιφνιδιάζουν όλους τους ταξιδιώτες και να τους ζητούν να δουν τα χαρτιά τους. Το μόνο που μας χωρίζει είναι οι διαταγές. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φασίστες. Εγώ τους λέω έτσι, αλλά δεν είναι. Είναι φτωχαδάκια σαν κι εμάς. Πολύ κακώς πολεμάνε εναντίον μας και δεν μ’ αρέσει να σκέφτομαι σκοτωμούς»
Οι αμφιβολίες βέβαια στο βωμό του αγώνα καταρρίπτονται και οι ήρωες συμφιλιώνονται «Ο Ρόμπερτ Τζόρνταν, καθώς άπλωσε το χέρι του, περίμενε πως θα ένιωθε σαν να αδράχνει ερπετό ή να αγγίζει έναν λεπρό…Όμως στα σκοτεινά το χέρι του Πάμπλο είχε γραπώσει το δικό του γερά και το έσφιγγε με ντομπροσύνη, κι εκείνος του ανταπέδωσε το σφίξιμο…Πρέπει να είμαστε σύμμαχοι τώρα, σκέφτηκε».
Το ζευγάρι που αναπτύσσεται μέσα στη σκληρότητα του πολέμου προσπαθεί να βρει κάποιο νόημα στον παραλογισμό του πολέμου και στη δική του αβέβαιη θέση. Η στιγμή για την ανατίναξη φτάνει, η αποστολή πετυχαίνει, όμως γίνεται φανερό ότι ο πόλεμος έχει χαθεί. Ο Ισπανός αρχηγός των ανταρτών, σπρωγμένος από δειλία και φόβο, προδίδει την ομάδα στους εχθρούς και στη μάχη που ακολουθεί ο Τζόρνταν τραυματίζεται βαριά.
Θα μπορούσε να είχε σωθεί αν ακολουθούσε την υπόλοιπη ομάδα ή θα μπορούσε να υπακούσει στην αγάπη της συντρόφου του και στην επιθυμία του να ζήσουν μαζί. Όμως μετράει η αίσθηση του καθήκοντος, αφού η πίστη του είναι ότι και η παραμικρή προσπάθεια κατά του φασισμού, αξίζει να γίνει.
Πείθει λοιπόν τους άλλους να φύγουν, ενώ ο ίδιος βρίσκει τον θάνατο χρησιμοποιώντας τον εαυτό του για να καθυστερήσει την φάλαγγα των φασιστών.
«Λες κι ήταν ένα τρένο που έφευγε, και μάλιστα λες κι ήταν ένα τρένο κι εκείνος στεκόταν στην πλατφόρμα του σταθμού[…]τώρα θα πας εσύ όμορφα και καλά και γρήγορα και μακριά, κι έτσι μ’ εσένα θα πηγαίνουμε κι οι δυο…Τώρα κάνεις αυτό που πρέπει. Τώρα υπακούς. Όχι σ’ εμένα αλλά και στους δυο μας. Εσύ κι εγώ μέσα σ’ εσένα. Τώρα εσύ θα φύγεις και για τους δυο μας. Στ’ αλήθεια. Πάμε και οι δυο μέσα από σένα τώρα. Αυτό σου το υποσχέθηκα… Εσύ είσαι ό,τι είμαι και ό,τι θα απομείνει από μένα».
Οι διθυραμβικές κριτικές για το βιβλίο του βραβευμένου με Νόμπελ συγγραφέα, ήταν πολλές: «Το καλύτερο βιβλίο που έγραψε ποτέ ο Χέμινγουεϊ» ήταν το σχόλιο των New York Times, ενώ ο Observer τόλμησε να το χαρακτηρίσει «ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που γέννησε ο αιώνας μας».
Παρά το ότι η βάση του βιβλίου είναι ο πόλεμος και ο θάνατος που βρίσκονται παντού, στην ουσία του πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με ξεκάθαρες πολιτικές σκέψεις. Οι χαρακτήρες του δεν είναι άφοβοι και άτρωτοι, αγαπούν την ζωή και μάχονται γι’ αυτήν, παρόλο που πολλές φορές αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο. Γι’ αυτούς, δημοκρατία σημαίνει επιβίωση.
Αν και το βιβλίο επικρίθηκε, ειδικά από τους πολιτικούς, σαν μια παραμορφωμένη εικόνα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, επηρέασε βαθύτατα την αμερικανική κοινή γνώμη σε μια εποχή που ολόκληρη η χώρα προσπαθούσε να αποφασίσει αν έπρεπε να πάρει μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βοηθώντας τους Βρετανούς κατά των Γερμανών ή να παραμείνει θεατής, καθώς τα συμφέροντά της δεν θίγονταν άμεσα.
Στην ουσία το ηχηρό μήνυμα που ο συγγραφέας θέλησε να δώσει συμπυκνώνεται στο γεγονός πως κανένας δεν μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Είναι υπεύθυνος και υποχρεωμένος να λάβει μέρος. Όλο αυτό το «πιστεύω» βρίσκεται συμπυκνωμένο στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, στο απόσπασμα από το έργο του ποιητή John Donne του 1624 με τίτλο Devotions upon Emergent Occasions, «…Και γι’ αυτό ποτέ μη στείλεις να μάθεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα».
Η διαχρονικότητα του όμως του θέματος που πραγματεύεται ο συγγραφέας και κατ’ επέκταση του ίδιου του βιβλίου ίσως αντικατοπτρίζεται επάξια στα λόγια του Αλμπέρτ Καμύ για την παγκόσμια «γοητεία» του Ισπανικού Εμφυλίου: «Ήταν στην Ισπανία που οι άνθρωποι έμαθαν ότι κάποιος μπορεί να έχει δίκιο και παρ’ όλα αυτά να ηττηθεί, ότι η βία μπορεί να νικήσει το πνεύμα, ότι υπάρχουν φορές που το θάρρος δεν αρκεί. Χωρίς αμφιβολία αυτός είναι ο λόγος που εξηγεί γιατί τόσοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζουν το ισπανικό δράμα σαν προσωπική τραγωδία»…
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»