Όταν ρώτησαν κάποτε τον Αντονι Μπέρτζες γιατί έδωσε τον τίτλο Κουρδιστό πορτοκάλι στο διασημότερο μυθιστόρημά του, απάντησε ότι ήθελε να προκαλέσει ένα μικρό γλωσσικό σοκ συνδυάζοντας το ζωντανό και το οργανικό στοιχείο με το ψυχρό και το μηχανικό. Το γλωσσικό σοκ όμως που εντέλει κατάφερε επεκτείνεται πέραν του τίτλου και στο αφηγηματικό αντίστοιχο που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο, τόσο από το είδος της γραφής όσο και από το θέμα του.
«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε;» Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις ντρούγκηδές μου, που ‘πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας ψάχνοντας να βρούμε κάτι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν και ευτυχώς δεν έβρεχε. Το Γαλατομπάρ Κορόβα ήταν ένα μέστο από εκείνα που σέρβιραν γάλα-συν. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα, μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν, άσε που ούτε εφημερίδες δε διαβάζουν πια.
Τέλος πάντων, αυτό που πουλούσαν εκεί μέσα ήταν γάλα συν κάτι άλλο. Δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούρια βέσκια που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο. Κι έτσι μπορούσες να πιτάρεις το μολόκο σου με βελοσέτ ή σύνθεμεσκ ή ντρένκρομ ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπογκ και Όλους τους Πανάγιους Αγγέλους Του να κάνουν το κομμάτι τους στο αριστερό σου σαμπόγκι, με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου. Ή, ακόμα, μπορούσες να πιτάρεις γάλα με ξυράφια, που το λέγαμε έτσι επειδή σε έκανε κοφτερό σαν ξυράφι, έτοιμο για λίγο βρόμικο είκοσι-εναντίον-ενός, και αυτό ακριβώς πιτάραμε κι εμείς εκείνο το βράδυ που ξεκινάει η ιστορία μου[…]».
Κάπου στο μέλλον, μια παρέα εφήβων γυρίζει τις νύχτες προβαίνοντας σε πράξεις ακραίας βίας. Την αποτελούν ο Αλεξ, ο αρχηγός της, ο οποίος εκστασιάζεται με τη μουσική τού Μπετόβεν και ιδίως με την 9η Συμφωνία, ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο Ντιμ. Τα μέλη της παρέας για να περάσει η ώρα, βασανίζουν και ληστεύουν αδύναμους ανθρώπους, τσακώνονται μεταξύ τους, κλέβουν αυτοκίνητα – μέχρι τη στιγμή που κατά την διάρκεια μιας ληστείας διαπράττουν και έναν φόνο. Τότε η αστυνομία συλλαμβάνει τον αρχηγό.
Το σύστημα τον φυλακίζει και αποφασίζει να τον υποβάλλει σε μια θεραπεία, όπου αυτά που τον εξάπτουν (το σεξ, η βία και η μουσική του Μπετόβεν) θα χρησιμοποιηθούν ως μέσα απόλυτης καταστολής. Όταν αποθεραπευθεί θα είναι ένα άκακο πλάσμα…όσο άκακο όμως που θα καταντήσει ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Έτσι όταν ο Αλεξ αποφυλακίζεται, κακοποιείται από τα πρώην θύματά του – μαζί με τα οποία βρίσκονται και οι παλιοί του φίλοι, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε αστυνομικούς. Στο νοσοκομείο όπου καταλήγει επιχειρεί να αυτοκτονήσει βουτώντας στο κενό από το παράθυρο. Όμως δεν πεθαίνει, απλά απαλλάσσεται από τις συνέπειες της θεραπείας και μέσα του επιστρέφει ο παλιός Αλεξ.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η αφήγηση στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου, όπως και στην κινηματογραφική μεταφορά του, το 1971, από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο αμερικανός εκδότης έχει παραλείψει το τελευταίο (21ο) κεφάλαιο, στο οποίο ο Αλεξ αποφασίζει να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του, να παντρευτεί και να περάσει από εδώ και πέρα μια ήσυχη ζωή.
Κι η αλήθεια είναι πως επιλογή του αριθμού 21 στο βιβλίο, δεν είναι διόλου τυχαία, ιδίως μάλιστα για έναν συγγραφέα όπως ο Μπέρτζες, ο οποίος δίνει σημαίνοντα ρόλο στην αριθμολογία, όπως άλλωστε και στη μουσική και στη γλώσσα. Τα 21 κεφάλαια σηματοδοτούν το 21ο έτος της ηλικίας του ανθρώπου κατά το οποίο ωριμάζει…
Μια σπάνια ποιητική, διόλου τυχαία, αποτελεί και το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με αφηγητή τον ίδιο τον Αλεξ που χρησιμοποιεί, όπως και η παρέα του, μια ιδιότυπη γλώσσα, αποκαλούμενη νάντσαντ, η οποία περιέχει ένα πλήθος λέξεων δημιουργημένων από τον συγγραφέα, που αποτελούν συνδυασμό βρετανικών κόκνεϊ και ρωσικών. Ο γλωσσικός όμως πειραματισμός κυριαρχεί στο σύνολο του πεζογραφικού έργου του Μπέρτζες, ο οποίος θαύμαζε τον Τζόις.
Ο Μπέρτζες μάλιστα ήταν εντελώς αντίθετος με την προσθήκη γλωσσαρίου στο τέλος του βιβλίου, θεωρώντας πως ο αναγνώστης έπρεπε να παιδευτεί με αυτήν, ακόμα κι αν αναγκαστεί να εικάσει το νόημα από τα συμφραζόμενα (παρόλα αυτά στην ελληνική έκδοση συμπεριλαμβάνεται και γλωσσάρι της Νάντσατ στο τέλος).
Το μυθιστόρημα όμως δεν κατατάσσεται στα αριστουργήματα για τους παραπάνω λόγους ή τουλάχιστον μόνο για τους παραπάνω λόγους. Το Κουρδιστό πορτοκάλι, όπως όλα τα έργα που θέτουν ηθικά διλήμματα, χαρακτηρίζεται ένα μανιχαϊκό βιβλίο. Στην ουσία προβληματίζει ως προς το ποια είναι τα αρχέτυπα της βίας και της μη βίας και στο πώς αυτά μεταφράζονται σε πράξη; Σίγουρα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα. Η δεκαετία του 1960 ήταν δεκαετία των νέων και της εξέγερσης. Το δίπολο του καλού και του κακού αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, η άγνοια δεν συνιστά αρετή, η βία δεν μπορεί να θεωρηθεί εξέγερση και η θεραπεία της δεν είναι το αντίδοτο – αντίθετα, συχνότερα καταλήγει σε έκφραση της καθεστωτικής βίας. Έτσι ο συγγραφέας θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα ηχηρά παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, στο οποίο η πρόληψη της βίας επιτυχγάνεται με ψυχοχημικές μεθόδους.
Η αλήθεια είναι βέβαια, πως αν το Κουρδιστό Πορτοκάλι δεν είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο με τόση μαεστρία, ενδέχεται να μην είχε γίνει διάσημο. Οι σκηνές βίας και σεξ σε συνδυασμό με τη φουτουριστική ατμόσφαιρα παρουσιάστηκαν στον κινηματογράφο με τέτοια δύναμη όπως ποτέ άλλοτε, ώστε έγιναν ανεξίτηλες. Ίσως είναι άλλωστε από τις λίγες φορές που η τυπωμένη γλώσσα συνδυάστηκε τόσο αρμονικά με τη γλώσσα του φακού και του σελιλόιντ.
Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1962 και ως τότε οι πωλήσεις του ήταν πολύ μέτριες. Εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας: το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ανακάλυπτε ένα έργο που έμελλε να συμπεριληφθεί στα εμβληματικότερα του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Μπέρτζες είχε δηλώσει πως έγραψε το μυθιστόρημα μέσα σε τρεις εβδομάδες, και δεν το συμπεριλάμβανε στα καλά βιβλία του γιατί όπως διευκρίνιζε η ηθικολογία περίσσευε εις βάρος της λογοτεχνικής ποιότητας.
Το γεγονός βέβαια πως τόσα χρόνια μετά την έκδοσή του προκαλεί ακόμα συγκινήσεις οφείλεται και σε ένα ακόμα γεγονός, και έχει και μια απλούστερη εξήγηση: πρόκειται για το τέταρτο σημαντικό δυστοπικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα μετά το Εμείς του Ζαμιάτιν, τον Υπέροχο Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϊ και το 1984 του Οργουελ. Με τον τελευταίο μάλιστα ο Μπέρτζες έχει βαθύτερη σχέση, όπως μαρτυρά κι ένα εξαίρετο δοκίμιό του που δημοσιεύθηκe το 1984 στο περιοδικό «Atlantic Monthly».
Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»