«Οι καμπάνες του Σαν Σαλβατόρε διέκοψαν την ονειροπόληση του Γιόζεφ Μπρόιερ. Από την τσέπη του γιλέκου του έβγαλε το βαρύ χρυσό ρολόι του. Εννέα η ώρα. Ξαναδιάβασε ακόμα μια φορά την καρτούλα με το ασημένιο πλαίσιο, που είχε λάβει την προηγούμενη μέρα. “21 Οκτωβρίου 1882 Δρ Μπρόιερ, Πρέπει να σας δω για ένα εξαιρετικά επείγον ζήτημα. Το μέλλον της γερμανικής φιλοσοφίας κρέμεται από μια κλωστή. Ελάτε αύριο στις εννέα το πρωί στο Καφέ Σορέντο. Λου Σαλομέ” Αναιδέστατο σημείωμα! Χρόνια είχαν να του μιλήσουν με τόση αγένεια. Δεν γνώριζε καμία Λου Σαλομέ. Ο φάκελος δεν έγραφε διεύθυνση. Δεν υπήρχε τρόπος να πει σ’ αυτό το πρόσωπο ότι εννέα το πρωί δεν ήταν καλή ώρα, ότι η φράου Μπρόιερ δεν θα χαιρόταν καθόλου να προγευματίσει μόνη, ότι ο Δρ Μπρόιερ βρισκόταν σε διακοπές και ότι τα “επείγοντα ζητήματα” δεν του κινούσαν καθόλου το ενδιαφέρον, για την ακρίβεια ο Δρ. Μπρόιερ είχε έρθει στη Βενετία ακριβώς για να ξεφύγει από τα επείγοντα ζητήματα[…]». Αυτός είναι το τρόπος που επιλέγει ο Ίρβιν Γιάλομ να μας συστήσει τον έναν από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός του, του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», που αποτέλεσε τεράστια εκδοτική επιτυχία για την ελληνική πραγματικότητα. Ο αυστριακός γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ , ένας από τους πατέρες της ψυχανάλυσης , μέσα από μια σειρά μυστικές συμφωνίες, συναντά εν τέλει στη Βιέννη του 19ου αιώνα, τον μεγάλο Γερμανό Φιλόσοφο Φρίντριχ Νίτσε. Μέσα από την συνάντηση και τη γνωριμία αυτών των δύο μοναδικών ανθρώπων , στην οποία εμπλέκονται επίσης και ο νεαρός ειδικευόμενος γιατρός, ονόματι Ζίγκμουντ Φρόυντ, μια θυελλώδη γυναίκα ίνδαλμα ποιητών και ψυχιάτρων, η Λου Σαλομέ, και μια σαγηνευτική ασθενής , η Άννα Ο, που στοιχειώνει την ψυχή του γιατρού της, στην ουσία παρακολουθούμε μια περιπέτεια της υπαρξιακής αναζήτησης μέσα στην μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα την Βιέννη. Μέσα από αυτή την επινοημένη συνάντηση από τον διάσημο ψυχίατρο και συγγραφέα, δίνεται μια ερμηνευτική εκδοχή της γέννησης της ψυχοθεραπείας και της σχέσης της με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Ήδη από τον τίτλο του μυθιστορήματος, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», ο συγγραφέας προετοιμάζει τον αναγνώστη για την επικείμενη «σύγκρουση» Συναισθήματος και Λόγου. Και όντως, με πολύ έντεχνο τρόπο παρακολουθούμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές συνιστώσες της προσωπικότητας μέσα από το συσχετισμό δυο έντονα δυναμικών προσώπων: του Μπρόιερ (του γνωστού ψυχοθεραπευτή, συνεργάτη του Φρόυντ και εισηγητή της μεθόδου της ύπνωσης), με το μεγάλο φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε. Τα δυο πρόσωπα, όπως σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας, δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα «παιχνίδι», ένα πνευματικό πείραμα, με όλη τη γοητεία και το ρίσκο που κρύβουν αυτού του είδους τα παιχνίδια. «[…]- Τι θα συνέβαινε αν κάποιος δαίμονας σου έλεγε ότι αυτή τη ζωή -όπως τη ζεις τώρα και όπως την έχεις ζήσει στο παρελθόν- πρέπει να τη ζήσεις ξανά, αμέτρητες φορές; Και χωρίς να συμβαίνει τίποτα καινούργιο; Όπου κάθε πόνος και κάθε χαρά κι ό,τι ήταν άφατα μικρό ή μεγάλο στη ζωή σου, θα επιστρέφει σε σένα, όλα στην ίδια διαδοχή και ακολουθία; Φαντάσου την αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ν’ αναποδογυρίζει ξανά και ξανά και ξανά. Και κάθε φορά, αναποδογυρίζουμε κι εσύ και ‘γω, απλοί κόκκοι στη διαδικασία. – Προτείνεις ότι κάθε πράξη που κάνω, κάθε πόνος που νιώθω, θα βιώνεται συνεχώς στην αιωνιότητα; – Ναι, η αιώνια επανάληψη, που σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη, θα την επιλέγεις αιώνια. Και ισχύει το ίδιο για κάθε πράξη που δεν κάνεις, κάθε εμποδισμένη σκέψη, κάθε επιλογή που απέφυγες. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια. Τη σιχαίνεσαι αυτή την ιδέα; Ή σ’ αρέσει; -Τη σιχαίνομαι. – Τότε ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα. Δεν διδάσκω, Γιόζεφ, ότι ο άνθρωπος οφείλει ν’ αντέχει τον θάνατο ή να “συμβιβάζεται” μαζί του. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση, προδίδεις τη ζωή σου! Το μάθημα που σου διδάσκω είναι: Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή! – Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή; Η φράση αυτή προκάλεσε ένα σοκ στον Μπρόιερ. Η ευχάριστη απογευματινή βόλτα είχε αποκτήσει θανάσιμη σοβαρότητα. -Να πεθαίνεις την κατάλληλη στιγμή; Τι εννοείς; Σε παρακαλώ, Φρήντριχ, δεν το αντέχω, σ’ το ‘χω πει πολλές φορές, να μου λες κάτι τόσο σημαντικό με τόσο αινιγματικό τρόπο. Γιατί το κάνεις αυτό; – Θέτεις δύο ερωτήματα. Σε ποιο από τα δυο να απαντήσω; -Σήμερα, πες μου για το να πεθαίνει κανείς τη σωστή στιγμή – Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του, αν κάποιος πεθάνει έχοντας εξαντλήσει τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δεν ζει στη σωστή στιγμή, τότε δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει τη σωστή στιγμή. – Και τι σημαίνει αυτό; ξαναρώτησε ο Μπρόιερ, νιώθοντας ακόμη πιο μπερδεμένος. – Ρώτησε τον εαυτό σου, Γιόζεφ: έχεις εξαντλήσει τη ζωή σου; – -Απαντάς στην ερώτηση με ερώτηση. Φρήντριχ! – Κάνεις ερωτήσεις που γνωρίζεις την απάντησή τους, αντέκρουσε ο Νίτσε. – Αν γνώριζα την απάντηση, γιατί να ρωτήσω; – Για ν’ αποφύγεις να μάθεις τη δική σου απάντηση!». Ο Ίρβιν Γιάλομ, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής και από τους σημαντικότερους ερευνητές και κλινικούς της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Στην ιστορία του πνεύματος θα μπορούσε βέβαια να ενταχθεί στην ευρύτερη ομάδα των καταξιωμένων, από διάφορους γνωστικούς κλάδους, οι οποίοι συχνά κάποια στιγμή στην πορεία της καριέρας τους στρέφονται στην πεζογραφία. Το εν λόγω μυθιστόρημα όπως και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν , είναι ένα μέσο αναψυχής και διδασκαλίας. Άλλωστε ο Γιάλομ δεν ανήκει σε εκείνους που γράφουν για να ξεφύγουν από τη δουλειά τους, αλλά για να φανταστούν, να συγκινηθούν, να ανακαλύψουν, να εμβαθύνουν, να προσφέρουν. Όπως ο ίδιος επισημαίνει, πολλοί πελάτες του βοηθήθηκαν περισσότερο από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου παρά απ΄ τις τετ-α-τετ συνεδρίες. Γεννημένος στην Ουάσιγκτον το 1931 -μεγάλωσε,όπως λέει ο ίδιος, καταμεσής στο νέγρικο γκέτο της πόλης- κατοικώντας πάνω από το μπακάλικο της οικογένειας, ξέφευγε δύο φορές την εβδομάδα για να επισκεφτεί την δημοτική βιβλιοθήκη. Εκεί επιλέγοντας τυχαία βιβλία έπλαθε το δικό του κόσμο, πιο όμορφο από τον καθημερινό. Στην ουσία γράφοντας το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» ο Γιάλομ απευθυνόταν στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα ως αναγνωστικό κοινό, θέλοντας να εισάγει τον σπουδαστή της ψυχοθεραπείας στις βασικές αρχές της υπαρξιακής θεωρίας με ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο, το διδακτικό μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα όμως επιδίωκε να διερευνήσει την ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται στην ψυχοθεραπεία ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, ανθρώπους που ο καθένας διατηρεί τις δικές του ανάγκες, αλλά και τη σχέση της φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείας, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό το επιχείρημα ότι ο Νίτσε αποτελεί φιλοσοφικό προπάτορα της σύγχρονης ψυχοθεραπείας. Έκδηλη μέσα στο βιβλίο είναι και σχέση που αποτελεί την ουσία της ψυχοθεραπευτικής κοσμοθεωρίας του συγγραφέα. Ο Γιάλομ πρεσβεύει ότι το πρωταρχικό υλικό της ψυχοθεραπείας είναι η υπαρξιακή οδύνη, ο ατόφιος καθημερινός πόνος για προβλήματα που τελικά μας οδηγούν στα θεμέλια της ύπαρξης, και όχι τόσο οι «απωθημένες ενστικτικές ορμές κάποιων ατελώς θαμμένων υπολειμμάτων ενός τραγικού προσωπικού παρελθόντος». Προβάλλοντας τις ψυχοκοινωνικές ισορροπίες και την εισαγωγή σ’ ένα ευμετάβλητο κόσμο, ο συγγραφέας μας διευκολύνει να δούμε τις νέες προτεραιότητες που βάζουμε στη ζωή μας, όσο το άγος της επιβίωσης απομακρύνεται για τους περισσότερους. Την ίδια στιγμή, μέσα από το μυθιστόρημα, προβάλλει με γλαφυρό τρόπο και την «απόγνωση» που βιώνουμε. Μέσα από την ιστορία σκιαγραφεί τα κομμάτια της εύθραυστης ζωής, αντιπροτείνοντας ένα νέο ψυχιατρικό ήθος γεμάτο αποδοχή, αλήθεια και (πολλή) αγάπη. Το μυθιστόρημα ως ένα βαθμό στηρίζεται σε διάφορες πηγές: στις επιστολές του Νίτσε , στο συγγραφικό έργο του ίδιου , αλλά και του Μπρόιερ και σε μελέτες πάνω στα δύο αυτά ιστορικά πρόσωπα. Το πραγματικό υλικό έχει ενταχθεί σε μια μυθοπλασία που αναδεικνύει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των προσώπων, παρέχοντας συγχρόνως το έδαφος για ν’ αναπτυχθεί με πολύ επιδέξιο τρόπο ο προβληματισμός της υπαρξιακής ψυχοθεραπευτικής σχολής. Με λογοτεχνική μαεστρία εισάγονται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας τα τέσσερα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα : Θάνατος, Ελευθερία, Απομόνωση, Ανάγκη Νοήματος, τα οποία η υπαρξιακή σχολή τοποθετεί στο κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι ολοζώντανοι χαρακτήρες όμως όπως και η περιγραφή της ζωής στη Βιέννη του 1882λ, οι ανατροπές στη δράση, η αγωνία αν και πως θα λυθεί το μυστήριο της μοναχικής, περήφανης, απόλυτης, ψυχής του Νίτσε, προσφέρουν διαρκή εγρήγορση. Κάπως έτσι η διαδικασία μάλιστα της προσέγγισης της ανθρώπινης ψυχής αποκτά όλα τα χαρακτηριστικά μιας αστυνομικής ιστορίας. Για τα ελληνικά δεδομένα, ο Αμερικανός, εβραϊκής καταγωγής, ψυχοθεραπευτής είναι υπεύθυνος για μία από τα πιο αναπάντεχες ιστορίες επιτυχίας στην ελληνική εκδοτική αγορά. Το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» κατέκτησαν με ευκολία την κορυφή, και έκτοτε εξακολουθούν να πωλούν ακατάπαυστα. Το βιβλίο τιμήθηκε με το βραβείο Commonwealth του καλύτερου μυθιστορήματος το 1992. «[…] Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ο Νίτσε παρέμενε προσηλωμένος: έγνεφε επιδοκιμαστικά με το κεφάλι σε κάθε ερώτηση. Τον Μπρόιερ δεν τον παραξένευε αυτό. Δεν είχε ποτέ συναντήσει ασθενή που να μην απολάμβανε κρυφά την εξέταση της ζωής του στο μικροσκόπιο. Κι όσο μεγαλύτερη η μεγέθυνση, τόσο χαιρόταν ο ασθενής. Η χαρά να σε παρατηρούν ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπρόιερ πίστευε ότι ο αληθινός πόνος των γηρατειών, του πένθους, του να ζεις αφού οι φίλοι σου έχουν πεθάνει, ήταν η απουσία εξονυχιστικής παρατήρησης -η φρίκη του να ζεις μια ζωή που δεν την παρατηρεί κανείς[…]». Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»