«Τη χρονιά που έκλεινα τα ενενήντα χρόνια μου θέλησα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου, μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα. Θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της, όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη. Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ’ εκείνον ή σε κάποιον άλλο από τους τρελούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. “Ακόμα κι η ηθική είναι υπόθεση χρόνου”, έλεγε μ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο “θα το δεις”. Ήταν λίγο μικρότερη από μένα, ενώ είχα τόσα πολλά χρόνια να τη δω, που μπορεί και να είχε πεθάνει. Αλλά με το πρώτο κουδούνισμα αναγνώρισα τη φωνή στο τηλέφωνο και της το πέταξα χωρίς περιστροφές: “Σήμερα, ναι”. Αυτή αναστέναξε: “Αχ, θλιμμένε μου δάσκαλε, εξαφανίζεσαι για είκοσι χρόνια κι επιστρέφεις μόνο για να μου ζητήσεις τα αδύνατα”. Αμέσως μετά ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του επαγγέλματος και μου πρόσφερε πέντ’ έξι ευχάριστες επιλογές, αλλά βέβαια όλες μεταχειρισμένες[…]» Ο μοναχικός, εκκεντρικός συνταξιούχος δημοσιογράφος, είναι ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Όσο για το θέμα, όπως μας προϊδεάζει κι ο τίτλος του, δεν είναι άλλο από τον έρωτα. Ο ενενηντάχρονος αποφασίζει στα γενέθλιά του να κάνει δώρο στον εαυτό του κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο, κάτι που θα τον κάνει να νιώσει και πάλι ότι είναι ζωντανός: μια δεκατετράχρονη παρθένα από τον οίκο ανοχής της από τα παλιά γνώριμής του, μαντάμ Ρόζας Καμπάρκας στη φτωχική συνοικία Πασέο Κολόν της πόλης του. Παρά τις δυσκολίες της απαίτησης, η συνάντηση του ήρωα δημοσιογράφου με τη μικρή παρθένα κανονίζεται αλλά δεν εξελίσσεται όπως αρχικά την είχε φανταστεί ο αφηγητής. H μικρή, ξαπλωμένη «γυμνή και απροστάτευτη όπως την είχε γεννήσει η μάνα της» στο νοικιασμένο κρεβάτι της μαντάμας Ρόζας, υπερβολικά κουρασμένη μιας και όλη μέρα ράβει κουμπιά δουλεύοντας σε εργοστάσιο για να συντηρεί την πολύτεκνη οικογένειά της, αποκοιμιέται. Ο ηλικιωμένος, μην θέλοντας να ξυπνήσει το μικρό ήρεμο πλάσμα, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και την παρατηρεί μέχρι που τον παίρνει ο ύπνος. Όταν εκείνη ξυπνά, του αφήνει μηνύματα στον καθρέφτη του μπάνιου. Η μικρή παρά τον καλλωπισμό της από τη Μαντάμ Ρόζα, (της έχει σγουρύνει τα μαλλιά, της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών) φαίνεται ταλαιπωρημένη. Και παρόλο που ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία, στο τέλος κατανικιέται όχι από το πάθος του έρωτα, αλλά από τον πόθο της αγάπης. Μετά από εκείνο τον ύπνο τον παρακολουθούμε σταδιακά να ξυπνά από το λήθαργο που ήταν βυθισμένος μέχρι εκείνη την παραμονή των γενεθλίων του. «[…] εκείνη τη νύχτα ανακάλυψα την απίθανη ηδονή να παρατηρώ το σώμα μιας κοιμισμένης γυναίκας χωρίς τις βιασύνες του πόθου ή τις αναστολές της ντροπής. Σήμερα ξέρω πως δεν ήταν παραίσθηση αλλά ένα ακόμα θαύμα του πρώτου έρωτα της ζωής μου, στα ενενήντα μου χρόνια» Ο 90χρονος δένεται με τη 14χρονη παρθένα, και μέσα από τις συχνές επισκέψεις στο ίδιο πάντα δωμάτιο του οίκου ανοχής, δεν την αγγίζει αλλά την ερωτεύεται. Τη βαφτίζει Ντελγαδίνα, που θα πει μικροκαμωμένη, κι αφού φοβάται να την κάνει δική του μήπως τη χάσει για πάντα, προτιμά να την κοιτάζει κοιμισμένη. Το γεροντοπαλίκαρο μεταμορφώνεται σε τροβαδούρο της αγάπης κι αντί για τα συνηθισμένα κυριακάτικα άρθρα του γράφει ερωτικά γράμματα «που τα διάβαζαν στις έκτακτες ειδήσεις του ραδιοφώνου και έφτιαχναν αντίγραφα σε πολύγραφο ή με καρμπόν, τα οποία πουλούσαν στις γωνιές της οδού Σαν Μπλας στους ερωτευμένους». Μέσα από τα μυστήρια της ανθρώπινης γεωγραφίας που ξεδιπλώνει ο Μάρκες εκτός από τη μελαγχολία των 90 χρόνων παρελαύνει κι όλος ο βίος του αφηγητή, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα απάνθισμα μοναξιάς. Το ανώνυμο γεροντοπαλίκαρο μυήθηκε στον έρωτα και στην ιεροτελεστία του μπορντέλου από τον πατέρα του ήδη από τα 14 του χρόνια, όπως όλα σχεδόν τα αγόρια στα παράλια της Καραϊβικής αλλά και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, που «αντρώνονταν» με τη βοήθεια μιας πεταλούδας της νύχτας, και συχνά με την προτροπή των γονιών τους. Από εκείνη τη βάφτιση κι έκτοτε ο πρωταγωνιστής μας έμεινε προσηλωμένος στον αγοραίο έρωτα και στη μοναξιά που τον συνοδεύει. «Ποτέ δεν πλάγιασα με γυναίκα χωρίς να την πληρώσω και τις λίγες που δεν ήταν του επαγγέλματος τις έπειθα με τη λογική ή με το ζόρι να δεχτούν τα χρήματα ακόμα κι αν τα πετούσαν έπειτα στα σκουπίδια». Ο συνεσταλμένος ήρωας προσπαθεί 90 ολόκληρα χρόνια να απαλύνει την μοναξιά του με τις θλιμμένες πουτάνες του. Καταφεύγοντας στο εφήμερο έρωτα, ο πετυχημένος αρθρογράφος σε κυριακάτικη εφημερίδα, δεν ένιωσε όμως ποτέ το άγγιγμα της αγάπης. Όπως άλλωστε ομολογεί σε μια συζήτηση με την Μαντάμ Ρόζα, την στιγμή που η εκείνη τον παροτρύνει να παντρευτεί τη νεαρή για να του έρχεται πιο φτηνά: «το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας. Με τις πουτάνες δεν μου έμεινε χρόνος για να παντρευτώ». Μέσα από την ιστορία του συνταξιούχου με την νεαρή παρθένα ο ταλαντούχος συγγραφέας μας χαρίζει μια ακόμα ωδή στην μοναξιά κι έναν ύμνο στη γυναίκα και στα μυστήρια του έρωτα. Ακόμα κι όταν ο γερο-διδάσκαλος ερωτεύεται το κοιμισμένο κορίτσι, αδυνατεί να δεχτεί την παρουσία των άλλων στη ζωή του. Κάπου εκεί θα γράψει με κραγιόν στο καθρέφτη του μπάνιου «Μικρή μου είμαστε μόνοι στον κόσμο». Ο αισθησιασμός του Μάρκες γίνεται όχημα μαγικού ρεαλισμού μέσω του οποίου ο κολομβιανός συγγραφέας πλάθει ένα σύμπαν που δίνει υφή και νόημα στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. «Τακτοποιούσα τα τσαλακωμένα χαρτιά μου, το μελανοδοχείο , το φτερό της χήνας, όταν ο ήλιος έσκασε ανάμεσα στις αμυγδαλιές του πάρκου, ενώ το ποταμόπλοιο που έφερνε την αλληλογραφία, με καθυστέρηση μιας εβδομάδας λόγω της ξηρασίας , μπήκε βρυχώμενο στο κανάλι του λιμανιού. Αυτή ήταν επιτέλους η πραγματική ζωή, με την καρδιά μου γερή ακόμα ήμουν καταδικασμένος σε έναν ωραίο θάνατο, μ’ ένα ευτυχισμένο ψυχομαχητό, κάποια μέρα μετά τα εκατό μου»… Από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της ισπανόφωνης λογοτεχνίας μετά τον Θερβάντες, τον οποίο οι κριτικοί κατατάσσουν στο λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Ο Μάρκες το 1982 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Με το τελευταίο του έργο, τη νουβέλα «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», ο εξαιρετικός κολομβιανός αφηγητής μαγεύει με τις λέξεις και παρά τον τολμηρό τίτλο του βιβλίου μας προσφέρει ένα τρυφερό ανάγνωσμα. Ο τρόπος άλλωστε που ο υπερήλικας ήρωας, προσεγγίζει τον έρωτα από τη δική του πλευρά, με μια πρωτοπρόσωπη γραφή, επιτρέπει στον αναγνώστη, να τον κοροϊδέψει, να τον κατανοήσει και εντέλει ν’ αρχίσει να συμπάσχει μαζί του… Άλλωστε όπως κι ο ίδιος ο ήρωας παραδέχεται… «Πάντα πίστευα πως το να πεθαίνει κανείς από έρωτα δεν είναι παρά σχήμα λόγου…» Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»