«Ο Χέρμαν Μπροντερ άλλαξε πλευρό και άνοιξε ένα μάτι. Σχεδόν μες στον ύπνο του ακόμη, αναρωτήθηκε αν βρισκόταν στην Αμερική, στο Τσίβκεφ ή σε κάποιο γερμανικό στρατόπεδο. Μέχρι που φαντάστηκε τον εαυτό του να κρύβεται στο πατάρι του αχυρώνα στο Λιπσκ. Ήταν φορές που όλα αυτά τα μέρη μπερδεύονταν στο μυαλό του. Ήξερε ότι βρίσκεται στο Μπρούκλιν, αλλά άκουσε τους Ναζί να ουρλιάζουν. Έψαχναν χτυπώντας με τις ξιφολόγχες τους, προσπαθώντας να τον κάνουν να ξεμυτίσει, ενώ εκείνος χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα στ’ άχυρα. Η λεπίδα μιας ξιφολόγχης άγγιξε την καρδιά του. Για να ξυπνήσει τελείως χρειαζόταν μια πράξη βούλησης. “Αρκετά!” είπε στον εαυτό του κι ανασηκώθηκε. Ήταν αργά το πρωί. Η Γιάντβιγκα, εδώ και κάποια ώρα ήταν ντυμένη[…] “Γιάντβιγκα!” φώναξε με νυσταλέα φωνή. Στην πόρτα φάνηκε η Γάντβιγκα . Ήταν μια Πολωνέζα με ροδαλά μάγουλα, πλακουτσωτή μύτη, ανοιχτόχρωμα μάτια[…]» Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, στο βιβλίο του «Εχθροί μια ερωτική ιστορία» επιλέγει μας μιλήσει για τη ζωή του Χέρμαν, ενός ανθρώπου που επιβίωσε από το Ολοκαύτωμα και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ζει στη Νέα Υόρκη, παντρεμένος με μια Πολωνέζα, τη Γιάντβιγκα, στην οποία χρωστάει τη ζωή του. «Αν και ήταν γυναίκα του, και οι γείτονες την αποκαλούσαν Κυρία Μπρόντερ, στον Χέρμαν συμπεριφερόταν λες και βρισκόταν στο Τσίβκεφ κι εκείνη ήταν ακόμα υπηρέτρια στο σπίτι του πατέρα του, του Ραβ Σμουελ Λέιμπ Μπρόντερ. Ολόκληρη η οικογένεια του Χέρμαν ξεκληρίστηκε στο Ολοκαύτωμα. Ο Χέρμαν ήταν ακόμα ζωντανός επειδή η Γιάντβιγκα τον είχε κρύψει σε έναν αχυρώνα στο Λιπσκ, το χωριό της. Ούτε η μάνα της δεν ήξερε για την κρυψώνα του». Η Πολωνή γυναίκα του Χέρμαν πλέον, δεν μιλά Αγγλικά, είναι η πρώην υπηρέτριά τους στην Πολωνία, που τον έκρυψε επί τρία χρόνια στην σοφίτα της για να αποφύγει το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στη νέα της ζωή είναι ευτυχισμένη που έχει ένα διαμέρισμα κι έναν άντρα να φροντίζει, έναν άντρα με τον οποίο υπήρξε ερωτευμένη από μικρή και για χάρη του παρόλο που είναι Εθνική, θα γινότανε Εβραία. Η κοινή τους ζωή κυλά επιφανειακά καλά. Όμως ο Χέρμαν παρόλο που γράφει τα βιβλία και τα κηρύγματα για έναν ραβίνο και αμείβεται καλά για αυτά, στην γυναίκα του λέει πως είναι πλασιέ βιβλίων. Με τον τρόπο αυτό μπορεί συχνά πυκνά να φεύγει από το σπίτι και να διανυκτερεύει με την ερωμένη του Μάσα, αφού Γιάντβιγκα δεν είναι η μόνη γυναίκα που υπάρχει στη ζωή του. Η πανέμορφη Μάσα είναι μια ακόμα ηρωίδα που έχει επιβιώσει του Ολοκαυτώματος. Νευρωτική που πέρασε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι γυναίκα που μπορεί να μιλά ταυτοχρόνως στα γίντις, τα Αγγλικά, τα Πολωνικά και τα Ρώσικα, να καπνίζει και να μένει άυπνη για μέρες. Με την διπλή ζωή κυλούν οι μέρες του Χέρμαν, μέχρι που κάποια στιγμή στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Ταμάρα, η γυναίκα που είχε ο Χέρμαν όσο ζούσε στην Πολωνία και την οποία θεωρούσε από χρόνια νεκρή (κατά τη διάρκεια του Πολέμου του είπαν πως την είδαν να σκοτώνεται μαζί με τα δυο παιδιά τους). Και κάπως έτσι συμπληρώνεται το καρέ… «Τις θέλω και τις τρεις, αυτή είναι η αναίσχυντη αλήθεια», παραδέχτηκε μέσα του. Η Ταμάρα είχε γίνει πιο όμορφη, πιο ήρεμη, πιο ενδιαφέρουσα. Η κόλαση που είχε περάσει ήταν χειρότερη ακόμη κι απ’ της Μάσα. Αν τη χώριζε θα ήταν σα να την εξωθεί να πάει με άλλους άντρες. Όσο για τον έρωτα, τόσοι επαγγελματίες χρησιμοποιούσαν τη λέξη λες και ήταν σε θέση να του προσδώσουν ένα σαφή ορισμό, τη στιγμή που το πραγματικό του νόημα κανείς ακόμα δεν το είχε ανακαλύψει». Σε ένα άκρως ρεαλιστικό περιβάλλον ο συγγραφέας μέσα από τη ζωή του με τις τρεις αυτές γυναίκες ταξιδεύει τον αναγνώστη με χαρακτηριστική ευκολία στο κλίμα και το πνεύμα της εποχής, την ιστορία και την πόλη, ξεδιπλώνοντας πτυχές που συγκρούονται με τη λογική ή την υπερβαίνουν. Οι χαρακτήρες του Σίνγκερ από τη μια αγωνίζονται να επιβιώσουν από τις μνήμες του Ολοκαυτώματος και από την άλλη να υπάρξουν σ’ έναν καινούριο κόσμο, που δεν έχει τα ηθικά και πολιτισμικά τους ερείσματα, στη χαώδη, πολύβουη κι άυπνη Νέα Υόρκη του ’49, που κινείται συνεχώς. «Η εποχή του φύρδην μίγδην. Να δουλεύεις στα γρήγορα, να τρως στα γρήγορα, να μιλάς στα γρήγορα, ακόμη και να πεθαίνεις στα γρήγορα». Όλα όσα συμβαίνουν όμως στη ζωή των ηρώων εξελίσσονται υπό το πρίσμα μιας επικείμενης καταστροφής, και η αναζήτηση απαντήσεων στην μετά Χίτλερ εποχή συνοδεύεται από τον τρόμο σε κάθε κουδούνισμα της πόρτας. Σαν η ζωή τους να μην τους ανήκει, σαν να σταμάτησε με την έναρξη της Κόλασης του Ολοκαυτώματος. «Εκεί που καθόταν άρχιζε να πλάθει με τον νου του. Οι Ναζί πήραν πάλι την εξουσία και κατέλαβαν την Νέα Υόρκη. Ο Χέρμαν κρυβόταν μέσα στο μπάνιο του και η Γιάντβιγκα είχε καλύψει την πόρτα και την είχε βάψει για να μοιάζει συνέχεια του τοίχου»… Σε αυτή τη γκρίζα ζώνη προσπαθεί καθένας τους να επιβιώσει διεισδύοντας στην ανθρώπινη φύση, στις συμπεριφορές και στις έμφυτες αδυναμίες. Η Γιάντβιγκα αγοραφοβική, δεν πάει πουθενά μόνη της, υπερβολικά καλή κι αφοσιωμένη, συμπεριφέρεται στο άντρα της σαν υπηρέτρια, που όμως σταδιακά αφυπνίζεται και διεκδικεί. Η ηδυπαθής Μάσα, εκμεταλλεύεται το μεγάλο της ατού, την εξωτερική της εμφάνιση. Απολαμβάνοντας τον έρωτα παραμένει ανίκανη να αντιδράσει στη σκέψη πως «κάποιος τη σημαδεύει με όπλο». Η Ταμάρα, συγκινητικά αλτρουίστρια προσφέρει απλόχερα αγάπη και λύσεις και για το μόνο που είναι σίγουρη είναι η σφαίρα στον αριστερό της γοφό, γι’ αυτό και δεν θέλει να τη βγάλει. Ο Χέρμαν, ψεύδεται ασύστολα, σιχαίνεται τον εαυτό του, αδύναμος κι αναποφάσιστος, έχει χάσει την πίστη του, ζει καθημερινά με το φόβο της αποκάλυψης της διγαμίας του και της απέλασής του. Αμφίθυμος, παλινδρομεί μεταξύ καθήκοντος κι επιθυμίας αναζητώντας στο ενδιάμεσο δυνητικές κρυψώνες. «Ένας μοιρολάτρης ηδονιστής που ζει σε μια προ-αυτοκτονική δυστυχία» θα χαρακτηρίσει τον εαυτό του. Η ζωή του χαρακτηρίζεται από τον φόβο των συνεπειών, την λαγνεία για τις συντρόφους του και την βεβαιότητα πως «ο μεταφυσικός του μπαλαντέρ παίζει εις βάρος του μια μοιραία φάρσα». […] Ενώ διασχίζει καθημερινά την πολύβουη πόλη στην ουσία υπνοβατεί, έχοντας επιπλέον όλων να αντιπαλέψει και την καταπίεση της εβραϊκής θρησκείας με το ενοχικό σύνδρομο που τη συνοδεύει. Άλλωστε η μόνη βεβαιότητα που του έχει απομείνει είναι για την ύπαρξη ενός Θεού, ο οποίος όμως περισσότερο μοιάζει εκδικητικός: «Ο Θεός (ή ό,τι άλλο Αυτός ήταν) ήταν αδιαμφισβήτητα σοφός, αλλά καμιά ένδειξη δεν υπήρχε για την ευσπλαχνία του». Όσο οι επιπλοκές διαδέχονται η μια την άλλη τόσο η αίσθηση το κωμικού κυριεύει τον αναγνώστη, ο οποίος παρατηρεί τους ήρωες να προσπαθούν να ξεφύγουν από αγχωτικές καταστάσεις μπερδεύοντας τες περισσότερο μέχρι το τέλος, όπου ο ήρωας δεν επιλέγει την τυπικά λυτρωτική λύση που του προσφέρει η νεκραναστημένη και συγκινητικά αλτρουίστρια σύζυγός του. Συνεπαρμένος από το πάθος ακολουθεί το δρόμο που του υποδεικνύει το συναίσθημα, ή ό,τι έχει μείνει απ’ αυτό, διαλέγοντας να χαθεί στη δίνη του «αυτοκτονικού πολιτισμού» όπου περίπου ζει. «Και η αλήθεια; Πού να βρεθεί μες σ’ αυτήν τη ζούγκλα, σ’ αυτήν τη γήινη γούρνα, την μπηγμένη πάνω στην καυτή λάβα». Με κρυστάλλινη γλώσσα, πικρό χιούμορ, τρυφερή ειρωνεία, ευρήματα κι ανατροπές οι ολοζώντανοι χαρακτήρες στοιχειωμένοι από τα βάρη της μνήμης και της ζωής, μάς ταξιδεύουν στο κλίμα και το πνεύμα μιας εποχής, μιας ιστορίας και μιας πόλης. Άλλωστε στο υπέροχο αυτό μυθιστόρημα του βραβευμένου συγγραφέα η στάση του είναι ξεκαθαρισμένη ήδη από την ιδιόχειρη εισαγωγή του: «Μολονότι δεν είχα το προνόμιο να υποστώ το χιτλερικό Ολοκαύτωμα, έζησα στη Νέα Υόρκη μαζί με πρόσφυγες της μεγάλης δοκιμασίας. Έτσι, σπεύδω να πω ότι σ’ αυτό το μυθιστόρημα σε καμία περίπτωση δεν είναι η αντιπροσωπευτική ιστορία ενός πρόσφυγα, της ζωής και της βιοπάλης του. Όπως και τα περισσότερα έργα μου, το βιβλίο αυτό παρουσιάζει μια εξαιρετική περίπτωση με ήρωες ιδιαίτερους και μ’ έναν ιδιαίτερο συνδυασμό γεγονότων. Τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι μόνο θύματα του ναζισμού αλλά και θύματα της ίδιας της προσωπικότητάς και της μοίρας τους. Αν ταιριάζουν στη γενική εικόνα, είναι γιατί η εξαίρεση έχει τις ρίζες της στον κανόνα. Στην ουσία στη λογοτεχνία η εξαίρεση είναι ο κανόνας». Γεννημένος το 1902 στο Leoncin της Πολωνίας από πατέρα ραβίνο και μάνα κόρη ραβίνου, ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ μετανάστευσε στην Αμερική το 1935, και παρέμεινε εκεί μέχρι και το θάνατό του, το 1991, στη Φλόριντα, σε ηλικία 88 ετών. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά βιβλία κι όλα τα έργα του είναι γραμμένα στα γίντις, τη γλώσσα των ασκενάζι Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Σε μια συνέντευξή λίγο μετά τη βράβευσή του ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ είχε πει για το έργο του: «Καταπώς φαίνεται, η ανάλυση χαρακτήρα είναι η υψηλότερη μορφή διασκέδασης για τον άνθρωπο (…) και η λογοτεχνία το κάνει, αντίθετα απ’ το κουτσομπολιό, χωρίς να χρησιμοποιεί πραγματικά ονόματα». Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο «Εχθροί, μια ερωτική ιστορία», κατανοεί πολύ καλά το λόγο… Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»