«Ο άνθρωπος δεν είχε κινηθεί καθόλου. Φαινόταν πάντα σαν να μην άκουγε και να μην έβλεπε τίποτε. Τον ζηλεύω, σκέφτηκε. Δεν ξέρει πως η γη είναι τόσο μεγάλη και η ζωή τόσο σύντομη. Δεν ξέρει πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι. Μένει ικανοποιημένος μ’ αυτό το τετράγωνο κομμάτι του ουρανού πάνω από το κεφάλι του. Εγώ θα ‘θελα το κάθε πράγμα να μου ανήκει σα να μην αγαπούσα παρά αυτό στον κόσμο. Αλλά τα θέλω όλα, και τα χέρα μου είναι άδεια. Τον ζηλεύω, σίγουρα αγνοεί τι είναι πλήξη[…] Τη νευρίαζε, της ήρθε ξαφνικά η επιθυμία να ταράξει την ανάπαυσή του και να υπάρξει γι’ αυτόν. Δεν χρειαζόταν παρά να μιλήσει. Ήταν τόσο εύκολο πάντα – οι άλλοι απαντούσαν και το μυστήριο διαλυόταν γινόντουσαν διαφανείς κούφιοι και τους πετούσες μακριά με αδιαφορία.[…] Τον εξέταζε, ήταν αρκετά όμορφος με μεγάλη κυρτή μύτη φαινόταν ψηλός με αθλητικό παράστημα. Ήταν νέος, το πρόσωπό του ήταν ατάραχο, σαν νεκρού, και τα μάτια του άδεια[…]. Τα μάτια του άντρα την κοίταζαν με μια επιμονή που θα ‘πρεπε να φαίνεται αδιάκριτη κι ωστόσο δε την έβλεπε. […] -Μένω σ’ αυτό το ξενοδοχείο κι είναι μέρες τώρα που σας παρατηρώ. Θα’ θελα να μου μάθετε το μυστικό σας. -Ποιο μυστικό; Δεν έχω μυστικό; -Θα ‘θελα να μου πείτε πως καταφέρνετε να μην πλήττετε;» Ο Ρεμόν Φόσκα είναι ένας παράξενος άνθρωπος, κινείται στον κόσμο και τον χρόνο κι όμως δεν είναι ευτυχισμένος, δεν νοιώθει τίποτα, δεν συγκινείται από τίποτα καθώς τίποτα πια δεν έχει να κερδίσει ή να χάσει πραγματικά. «Όταν με ξύπνησαν ο κόσμος ήταν πάντα ίδιος. Τους είπα : “Κοιμήθηκα εξήντα χρόνια”. Τότε με έβαλαν σ’ ένα άσυλο. Δε μου ήταν δυσάρεστο. -Μη διηγιόσαστε τόσο γρήγορα, είπε η Ρεζίν». Καθώς αφηγείται τη ζωή του στη Ρεζίν διαπιστώνουμε πως ο Ρεμόν Φόσκα, έχει γεννηθεί σε μια πόλη της αναγεννησιακής Ιταλίας, την Καρμόνα, η οποία νιώθει πως περιορίζει την δραστηριότητα του. Αν και αρχικά δέχεται την εξουσία έτσι όπως είναι θεμελιωμένη, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον ωθεί να αλλάξει πορεία. Αρνούμενος την κοινή μοίρα όλων των θνητών, θέλει να κατακτήσει τα πάντα, όλο τον μέχρι τότε γνωστό κόσμο, μόνο που για να το καταφέρει αυτό πρέπει να παρακάμψει ένα και μόνο πράγμα, τον θάνατο. Τυχαία πέφτει στα χέρια του το ελιξίριο της αθανασίας που φαντάζει πως θα δώσει τη λύση στο πρόβλημα. Όταν ο Φόσκα πίνει το ελιξίριο ο κοινός φόβος των ζωντανών πλασμάτων παύει να κυριαρχεί στην ψυχή και στην συνείδηση του κυβερνήτη της μικρής Καρμόνα. Με την απεξάρτηση του από το Θάνατο, η ζωή φαντάζει να έχει άπειρες δυνατότητες και επιλογές. Ο μόνος που μπορεί να στερήσει την υπέρμετρη ματαιοδοξία και την ευκαιρία για υλοποίηση κάθε σχεδίου, δεν τον απειλεί πια. Tώρα έχει άπειρο χρόνο να υλοποιήσει όλα όσα ονειρεύτηκε. Η ζωή του ταυτίζεται με την πραγμάτωση ενός πολιτικού έργου. Κατακτά τις γύρω πόλεις, αποκτά φήμη και φροντίζει για την δόξα της πόλης. Βέβαια το μόνο που κατορθώνει είναι να διευκολύνει τις επιχειρήσεις του βασιλιά της Γαλλίας. Έπειτα καταφεύγει στην Αυστρία και γίνεται μυστικοσύμβουλος του Αυτοκράτορα Καρόλου Πέμπτου. Αργότερα ανακαλύπτει νέες περιοχές, ταξιδεύει στην Αμερική των αποικιοκρατών ως οδοιπόρος και φτάνει μέχρι την Κίνα ως ταξιδευτής. Εναλλάσσει ρόλους, εποχές, ταυτότητες, περνά από τους κύκλους των Εγκυκλοπαιδιστών, παίρνει μέρος στις εξεγέρσεις του 1848 στη Γαλλία, ερωτεύεται και φυσικά γεννά απογόνους. Η ζωή νοηματοδοτείται εντελώς διαφορετικά, μόνο όμως στην αρχή. Όταν ο κοινός ιππότης κατακτά ένα ολόκληρο σύμπαν το μέχρι πρότινος νόημα μοιάζει να φθίνει…Οι έρωτες τον κουράζουν και μέσα του θρονιάζει η αδιαφορία. Ο κόσμος άλλωστε δεν σταματά να αλλάζει, να εξελίσσεται, μαζί του και οι άνθρωποι, οι ρόλοι και οι εποχές. Όλοι και όλα όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν από την φθορά εκτός από τον ίδιο. Οι άνθρωποι γύρω του ως θνητοί, έχουν όλοι τους την ίδια φιλοδοξία ανεξαρτήτως εποχής, φυλής, κοινωνικής τάξης, ευφυΐας και προσωπικότητας. Θέλουν να δράσουν, να νικήσουν, να δοξαστούν, να αγαπήσουν, να δημιουργήσουν, να παλέψουν για κάτι που πιστεύουν, θέλουν όλοι τους να σωθούν, να βρουν νόημα και να ζήσουν. «Σήκωσα τα μάτια, είδα τον ουρανό χωρίς φεγγάρι, τα φωτισμένα σπίτια, τα δέντρα. Και γύρω μου το πλήθος των ανθρώπων , των συνανθρώπων της. Και κατάλαβα τότε πως ο στερνός δεσμός που μ’ έδενε με τον κόσμο είχε σπάσει: αυτός δεν ήταν πια ούτε ο κόσμος της Μαριάν, δεν μπορούσα πια να τον κοιτάω με τα δικά της μάτια, το βλέμμα της είχε σβήσει τελειωτικά, ακόμα και μέσα στη δική μου καρδιά ο χτύπος της καρδιάς της είχε σωπάσει. ”Θα με ξεχάσεις”. Δεν την είχα ξεχάσει εγώ. Είχε γλιστρήσει έξω από τον κόσμο κι από μένα που ήμουνα για πάντα μέσα στον κόσμο αυτό, είχε γλιστρήσει έξω από εμένα. Κανένα ίχνος κάτω από τον ουρανό, πάνω στο νερό ή στο χώμα, κανένα ίχνος σε καμιά καρδιά, κανένα κενό, καμιά απουσία, όλα ήταν γεμάτα. Ο ίδιος αφρός και πάντα προσεκτικός χωρίς να λείπει ούτε μια σταγόνα νερό. Οι άνθρωποι προχωρούσαν πάντα […] μέσα στην ελπίδα, μέσα στην οργή το μίσος τη χαρά με τα μάτια καρφωμένα στους μελλοντικούς παραδείσους, προχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους ένα αυλάκι από ιδρώτα και αίμα, τα πόδια τους ξεσκίζονταν πάνω στις πέτρες των δρόμων, προχωρούσαν βήμα το βήμα και το κάθε βήμα μπροστά, πήγαινε κι ένα βήμα πίσω τον ορίζοντα όπου βούλιαζε κάθε βράδυ ο ίδιος ήλιος. Αύριο, σε εκατό χρόνια, σε είκοσι αιώνες, θα περπατούσαν ακόμα, ο ίδιος αφρός και πάντα διαφορετικός, κι ο ορίζοντας θα μάκραινε πάντα μπροστά τους, μέρα τη μέρα πάντα, πάντα, βαδίζοντας στην μαύρη πεδιάδα για αιώνες αιώνων όπως από αιώνες αιώνων βάδιζαν πάνω της»… Η αθανασία όμως παρόλες τις αμέτρητες ευκαιρίες προσφέρει και μια επίπονη ανταλλαγή αγαπημένων, απογόνων, πραγμάτων, που χάνονται… Για την εξουσία της Καρμόνα ο Φόσκα θα δει τη γυναίκα του να πεθαίνει, θα σκοτώσει εν ψυχρώ το γιο του που έτρεφε την ίδια φιλοδοξία, θα δει τα παιδιά του και τα εγγόνια του να γερνούν, θα δει ανθρώπους να χάνονται από τη ζωή του γιατί θέλησαν απλά να είναι ο εαυτός τους, θέλησαν να βρουν ένα νόημα κάτω από τις επιταγές της συνείδησης τους για να ζήσουν. Την ίδια φλόγα της ματαιοδοξία θα συναντήσει ακόμα και στα μάτια διάσημων προσώπων της Ιστορίας. «Tι αλαζονεία η συνείδηση. Τι αλαζονεία ένας άνθρωπος να πιστεύει πως είναι ένα ολόκληρο σύμπαν!», θα αναφωνήσει κάποια στιγμή. Ελλείψει του φόβου του θανάτου ο Φόσκα διαφοροποιείται από τους άλλους, αδυνατεί να τους καταλάβει κι αρχίζει να απομακρύνεται από έναν εαυτό που φαντάζει να μην υπήρξε ποτέ. Η αδιαφορία για κάθε τι επίπλαστο τον κατακλύζει μαζί με μια επιθυμία να βυθιστεί σε έναν ατέλειωτο ύπνο. Όλοι οι θνητοί άνθρωποι φαντάζουν ίδιοι και στερούνται νοήματος για να ασχοληθεί μαζί τους. Άλλωστε όσο και να ασχοληθεί, στο τέλος, αναπόφευκτα, θα τους χάσει. Πλέον αδυνατεί να καθρεφτιστεί στα μάτια τους, να βρει νόημα στην ύπαρξή τους, αφού ο θάνατος θα επιβληθεί σε όσους και ό,τι αγαπήσει. Άλλωστε εκείνος δεν ανήκει πια στο ανθρώπινο είδος που βασικό του συστατικό είναι η φθαρτή του υπόσταση, έτσι το βλέμμα του διαπερνά ολόκληρη τη φύση. «Kοίταξε γύρω της-υπήρχε ίσως μια διέξοδος φευγαλέα σαν χτύπημα του βλεφάρου, κάτι άγγιξε την καρδιά της δεν πρόλαβε να γίνει ελπίδα κι είχε κιόλας σβήσει, ήταν πολύ κουρασμένη. Πίεσε δυνατά τα χέρια της πάνω στο στόμα της, έσκυψε το κεφάλι, ήταν νικημένη, με φρίκη και τρόμο, δεχόταν τη μεταμόρφωση: μύγα, αφρός, μυρμήγκι ως το θάνατο. «Δεν είναι παρά η αρχή» σκέφτηκε κι έμεινε ακίνητη σαν νάταν δυνατόν να ξεγελάσει το χρόνο, να τον εμποδίσει να συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά τα χέρια της κοκκάλωσαν πάνω στα συσπασμένα χείλια της. Όταν το καμπαναριό άρχισε να σημαίνει την ώρα, έβγαλε την πρώτη κραυγή». Με την αριστοτεχνικά πλασμένη αφήγηση, η Σιμόν ντε Μποβουάρ καταφέρνει να αποδείξει την αναγκαιότητα της θνητότητας και να αποδιώξει τον αιώνιο φόβο του θανάτου. Διαπραγματευόμενη ένα θέμα με απλά συστατικά, ως μια από τους Υπαρξιστές, χρησιμοποιεί όλα τα απαραίτητα εργαλεία ώστε μέσα από εξαιρετικές περιγραφές, ιστορικές αναφορές και έμμεσες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις να προβληματίσει όχι μόνο για τον αιώνιο φόβο του τέλους αλλά και για το νόημα της ίδιας της ζωής. Σε αυτό το έργο η γαλλίδα φιλόσοφος διαχειρίζεται έναν αρχαίο μύθο αυτόν της αθανασίας για να θέσει δύο βασικά ερωτήματα, μήπως ο θάνατος ως γεγονός δημιουργεί αυτή την πανάρχαια ανάγκη νοήματοδοσίας της ζωής ή μήπως η αθανασία του ήρωα είναι η ίδια αέναη προσπάθεια του ανθρώπου να συλλάβει τις αιώνιες αλήθειες της ύπαρξής του Γεννημένη του 1908 η Σιμόν ντε Μποβουάρ εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο φωτεινά γυναικεία σύμβολα του 20ού αιώνα και άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο νοείται η γυναίκα. Η ζωή και η σκέψη της Σιμόν ντε Μποβουάρξέφευγαν από τα στενά φεμινιστικά πλαίσια, περιπλέκονταν με τον υπαρξισμό, την Αριστερά, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη Γαλλική διανόηση και επηρέασαν σε επίπεδο ιδεών και φαινομένων την κοινωνία. Με γενέτειρα το Παρίσι η Σιμόν ντε Μποβουάρ, μεγαλώνει σε ένα συντηρητικό, μεγαλοαστικό και καθολικό περιβάλλον και σε μικρή ηλικία θέλει να γίνει καλόγρια. Στα 14 της χρόνια περνάει μια σημαντική υπαρξιακή κρίση που την απομακρύνει μια και καλή από το Θεό και την εθίζει στη φιλοσοφική αναζήτηση. Το πάθος της για τη φιλοσοφία την οδηγεί στα έδρανα της École Normale Supérieure, όπου ξεχωρίζει για την ανατρεπτική της σκέψη και το 1921 γνωρίζει τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Ειρωνεία της μοίρας της αποτελεί το γεγονός πως η «μητέρα του φεμινισμού» έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, παρόλο που η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη. Για να κερδίσει την οικονομική ανεξαρτησία της, η Σιμόν γίνεται καθηγήτρια, αλλά το ναζιστικό κατοχικό καθεστώς την απολύει το 1943, επειδή υποστηρίζει τη σχέση μαθήτριάς της με Ισπανό εβραϊκής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η Μποβουάρ έρχεται σε επαφή με τον Καμύ, τον Ζενέ, τον Πικάσο και άλλα «αντιστασιακά στοιχεία» του Παρισιού, ενώ παίρνει μέρος στην οργάνωση ‘Σοσιαλισμός και Ελευθερία’ που ιδρύει ο Σαρτρ στα πλαίσια της αντίστασης. Συχνάζει στο θρυλικό παρισινό καφέ Les Deux Magots, όπου οι πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις της με τον Σαρτρ και τους υπόλοιπους μένουν στην ιστορία. Όταν ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει η χρυσή εποχή για τη Σιμόν, που εκδίδει μαζί με τον Σαρτρ το πολιτικό περιοδικό ‘Les Temps Modernes’ στις σελίδες του οποίου αντανακλάται η ανατρεπτική της σκέψη πάνω στην πολιτική, τη φιλοσοφία και το γυναικείο ζήτημα. Βέβαια οι συντηρητικοί και καθολικοί κύκλοι της Γαλλίας την αντιμετωπίζουν ως «πορνογράφο» και ως «νυμφομανή». Το έργο της Μποβουάρ είναι πολυδιάστατο, αφού περιλαμβάνει από πολιτικές θέσεις και φιλοσοφικά δοκίμια μέχρι μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει στις 14 Απριλίου 1986 από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ. Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»