Η Έφη Ζωγράφου αποδεικνύεται περίπτωση ξεχωριστή. Με αυτοβιογραφικό τρόπο αφηγείται την ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Βάζει τα πάθη μιάς εποχής πάνω στο τραπέζι και γευματίζουμε την αλήθεια μιάς Ελλάδας που πολλοί έζησαν σαν μάρτυρες και κάποιοι σαν αμαρτωλοί! Η Έφη Ζωγράφου με το πρώτο της βιβλίο «Λυσίμαχε, Άκου!» παραδίδει το αλησμόνητο της μνήμης ενός έρμου λαού «σφραγισμένου από την Ιστορία», στο Λυσίμαχο, τον ήρωα του βιβλίου της που αντιπροσωπεύει τις μετέπειτα γενιές που δεν έζησαν τον πόλεμο, τον Εμφύλιο, την πείνα, την ελπίδα της απελπισίας! Η Έφη Ζωγράφου και το 56 σελίδων πόνημά της, έρχεται σε μιά εποχή που είμαστε όλοι, βαθιά τραυματισμένοι κοινωνικά, ηθικά, οικονομικά, πνευματικά, πολιτικά, να μας δώσει στο χέρι την άκρη μας, να κρατηθούμε για να μην γκρεμοτσακιστούμε στο Τίποτα, που έχει πιά «ιμπεριαλιστικά» καταλάβει κάθε συμπεριφορά μας, τον τρόπο ζωής μας. Το «Λυσίμαχε, Άκου!» έπεσε από τον ουρανό, σε μιά στιγμή που υπήρχε, μιά επιφανειακή ακινησία όλων, ένα πάγωμα πνευματικό και συναισθηματικό. Οι επινοήσεις μιάς άλλης ζωής, πιο έγχρωμης, είναι πιά σε ένδεια! Ζούμε την άνυδρη περίοδο της ανθρώπινης ευρηματικότητας. Όλοι οι άνθρωποι γύρω, ψάχνουν στο Τίποτα Κάτι, κι όσοι αντέχουν και συνεχίζουν όρθιοι ζωντανοί, είναι οι εξαιρέσεις, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα!
Από αυτό το «Τίποτα, Κάτι», στεφανώθηκε η Έφη Ζωγράφου, που 70 χρόνια ζούσε στη σκιά, όχι γιατί φοβόταν την έκθεση στο φως, αλλά γιατί πίστευε ότι ζώντας στην σκιά υπηρετείς έναν σκοπό, αφήνεις το πολύ φως της ζωής να φέγγει το Σπουδαίο των Άλλων… Αυτό, μέσα στο υπάρχον τοπίο, φαινόταν αλήθεια… μεγαλειώδης στάση. Αποδείχθηκε φόβος. Ήταν ο βράχος των ενοχών που κουβαλάνε όλοι οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την Ιστορία, αυτού του Τόπου και τους εμποδίζει να διεκδικήσουν τον φωτεινό λόγο της ύπαρξής τους! Αυτή είναι η αλήθεια μιας ολόκληρης εποχής, μιάς ολόκληρης γενιάς, μιάς ιστορίας που μάθαμε να την διηγούμαστε από την πλευρά του κομπάρσου, ενώ ήταν πρωταγωνιστής. Με τα χρόνια, ο αναστεναγμός του «τι ήρθα να κάνω σε αυτό τον κόσμο», ατόνησε, παραδόθηκε στο κυνήγι της επιβίωσης και στην φιλόδοξη, αλλά επικίνδυνη, αγκαλιά της υλικής άνεσης… Φτάσαμε στο σημείο, το παρελθόν να θέλουμε να ξεχαστεί, το κλείσαμε στο υπόγειο, κι αρχίσαμε να ζούμε σαν άνθρωποι που δεν έζησαν την φρίκη και το αδιέξοδο. Γίναμε αγνώριστοι! Φτάσαμε να ντρεπόμασταν γιά το βάσανο που ζήσαμε… Έτσι πετάξαμε από την ζωή μας το βάσανο ύπουλα, όσο πιο κρυφά γίνεται, πίσω από την πλάτη του εαυτού μας, και κρατήσαμε την δόξα, την άνεση, σημαιάκια σε μιά παρέλαση ανοησίας! Γίναμε το «νεόπλουτο της φτώχειας» μας κι αρχίσαμε να ζούμε σαν άλλοι, σαν εκείνοι που τα έχουν όλα. Σπρώξαμε τον πλούτο της στέρησης που είναι ο «πλούτος του λίγου» στο κενό, να γκρεμοτσακιστεί και να ξεχαστεί! Κάπως έτσι καταντήσαμε ένα «ολόκληρο» που δεν μας ολοκληρώνει, ένα πλεόνασμα που μας λιγοστεύει… Ναι στο κέντρο αυτής της ήττας, οι ηττημένοι, με το κεφάλι ψηλά, έψαχναν, αλλά δεν είχαν βρει την άκρη που τους πάει πίσω, εκεί που κρατάει η μαρτυρία της ψυχής τους!
Και ξαφνικά η Έφη Ζωγράφου, μέσα στην πλήξη της συνταξιοδότησης της, του αποχαιρετισμού του κυνηγιού του στόχου, την αδυναμία της να χωρέσει στο υπόλοιπο του χρόνου σε ένα κενό, άρχισε να παίζει με λέξεις… Τις λέξεις που χρησιμοποιούμε όλοι εμείς, καθημερινά, με άλλη σύνταξη, κι άλλο λόγο!
Άρχισε να παίζει με τις λέξεις όχι άσκοπα. Βλέποντας μπροστά της τον τοίχο, που κρύβει τον θάνατο από την ζωή, να πλησιάζει όλο και περισσότερο, είπε: «Δεν λέω στον Λυσίμαχο το μυστικό μου…» Άνοιξε το λευκό κουτάκι της μνήμης της που είχε καλύψει αεροστεγώς! Χωρίς να το πολυκαταλάβει και η ίδια, είδε το φορτηγό να περνάει από μπροστά της… Την πήρε μαζί του κι από στη σελίδα 13 την πήγε στην σελίδα 27! Εκεί ήταν μιά αυλή που έμοιαζε με την Αυλή του Ονείρου του Ιάκωβου Καμπανέλλη… κι από αυτή την «Αυλή των Θαυμάτων» στην σελίδα 41, στα «σκατά» μιάς εποχής που έγιναν το «χρυσάφι» μιάς ζωής! Έτσι η Έφη Ζωγράφου τα κατάφερε, έγινε η χρονογράφος του κοινωνικού μας υποσυνείδητου, πήρε την ντουντούκα της γραφής και φώναξε την κοινή αλήθεια μας. Αυτές οι 54 σελίδες, είναι ένα ανάγνωσμα που θα μείνει σαν δείγμα υπέροχο της ελληνικής λογοτεχνίας. Το μικρό αυτό ανάγνωσμα είναι ένα λογοτεχνικό διαμάντι είναι όμως κι ο δικός μας Εθνικός εαυτός… Ταυτιζόμαστε!
Από το οπισθόφυλλο, του Κώστα Γιωργουσόπουλου
Η Έφη Ζωγράφου στο πρώτο της γραπτό, τουλάχιστον σε δημόσια έκθεση, έρχεται να μας ταράξει μέσα στον καθημερινό εφιάλτη της σύγχρονης Ελλάδας και του ευρωπαϊκού αδιεξόδου. Γιατί έρχεται από μια Ελλάδα μετά τον πόλεμο, μετά τον Εμφύλιο, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της και κάθε φορά έρχεται ένα μαχαίρι και κόβει τον δρόμο.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε με γνωστούς ρητορικούς και αισθητικούς όρους, θα μιλούσαμε για νατουραλισμό, για ιστορικό ρεαλισμό και για λούμπεν προλεταριάτο. Όχι, η Ζωγράφου καταγράφει μια ζωή που τη βίωσαν οι περισσότεροι Έλληνες, βγαίνοντας από τις τραγικές συνθήκες που τραυμάτισαν τα ήθη μας, τον τρόπο ζωής και το χαρακτήρα μας. Και βέβαια αντέξαμε, και βέβαια επιβιώσαμε, ίσως γιατί γνωρίζουμε, έστω και διαισθητικά, πως κάθε τραγωδία έχει κάθαρση!
Η αφήγηση της Ζωγράφου, καθαρά αυτοβιογραφική, μας υποχρεώνει να ομολογήσουμε πως αυτός ο έρμος ο λαός μας είναι τραγικά σφραγισμένος από την Ιστορία, την οποία πρώτος αυτός ο λαός, από την εποχή του Ηρόδοτου, τη συνέλαβε ως ταυτότητα ελπίδων και απελπισίας.
Η Ζωγράφου έρχεται ως αφηγήτρια από την εποχή που οι συγγραφείς μας γράφανε τα πάθια του ανθρώπου πάνω στη σαρμανίτσα των παιδιών και το φέρετρο των παππούδων. «Λες κι έχουν τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Έτσι αυτή η ζωή της αγωνίας και του αγώνα έφτασε μέχρι το ελληνικό σινεμά που αποτύπωσε την «όψιν» του εξαίσια ο Τάσος Ζωγράφος, ο σύντροφος της Έφης, ο μέγας εικαστικός του νεοελληνικού σινεμά.
Η Έφη Ζωγράφου έκανε την εικόνα γλώσσα του νεοελληνικού ηρωικού αδιεξόδου.