Υπήρχαν εποχές που αυτό που ονομάζουμε παλιό καλό ελληνικό σινεμά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εμπορικές και «εύπεπτες» παραγωγές για λαϊκή κατανάλωση. Καλές ταινίες ξεπηδούσαν φυσικά από τη δοκιμασμένη αυτή γραμμή παραγωγής, ακολουθούσαν ωστόσο απαρέγκλιτα το μοτίβο πως τίποτα δεν πρέπει να χαλάει τη ζαχαρένια του λαού και να καταστρέφει την πεποίθηση ότι ο κινηματόγραφος ήταν διασκέδαση. Κι ενώ όλα πήγαιναν ως όφειλαν, εμφανίστηκε μαγικά (καθόλου μαγικά, αλλά ας είναι) το 1956 η δεύτερη ταινία του Νίκου Κούνδουρου. «Δράκο» την ονόμασε και την ώρα που παρουσίαζε έναν Ντίνο Ηλιόπουλο τελείως διαφορετικό, έστρωνε εν αγνοία του τα θεμέλια του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Του πραγματικού κινηματογράφου, αυτού που δεν καταφεύγει στην ευκολία ούτε αυτιά χαϊδεύει, αλλά γίνεται άβολος, φορτικός και ενοχλητικός. Του κινηματογράφου που θέλουμε να αποκαλούμε έβδομη τέχνη δηλαδή, καταστρατηγώντας τις φόρμες και τις εμπορικές πεπατημένες για να μιλήσει για όσα έχουν πραγματικά σημασία στο εδώ και τώρα. Ο νεαρότατος σκηνοθέτης (είχε δεν είχε κλείσει τα 30 του ακόμα) επιστρατεύει λοιπόν τον εξίσου νεαρό Ιάκωβο Καμπανέλλη (στα 35 του αυτός) να του γράψει μια ιστορία για ένα καθημερινό ανθρωπάκι, η φυσιογνωμική ομοιότητα του οποίου με έναν μοχθηρό κακοποιό του δίνει ξαφνικά αξία στον κόσμο του περιθωρίου. Ο Καμπανέλλης όμως, Καμπανέλλης καθώς ήταν, του παραδίδει ένα αριστοτεχνικό και πολυεπίπεδο σενάριο που υπαινίσσεται πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να κάνει λέξεις. Κάτω από την πρόδηλη ιστορία περί ανθρώπινης μοναξιάς και -γιατί όχι- και ματαιοδοξίας, εδράζεται αυτό το δεύτερο επίπεδο, το σπουδαίο, το μεγάλο και πολιτικό, που ερχόταν να μιλήσει για όσα δεν ακουμπούσε το ελληνικό σινεμά. Και δεν ήθελε και ο κόσμος πιθανότατα να βλέπει, καθώς δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες ευθείες αντιπαραθέσεις με την άρχουσα τάξη και τα κακώς κείμενα της νεοελληνικής κοινωνίας. «‘‘Ο δράκος’’ είναι η ταινία με τους κώδικες. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Η λογοκρισία κάθε λογής, άμεση, επίσημη και ανεπίσημη, μας κύκλωνε. Θελήσαμε με τον Καμπανέλλη να στήσουμε μια ταινία με αλλεπάλληλους κώδικες, του ίδιους που έχουν και οι φυλακισμένοι, με ένα, δύο, τρία χτυπήματα», έλεγε για την υπαινικτική και εξόχως πολιτική ταινία του ο ίδιος ο Κούνδουρος. Το σκοτεινό, σχεδόν σατιρικό αυτό νουάρ αφήγημα βλέπει έναν μοναχικό και ασήμαντο υπαλληλάκο, τον Θωμά (Ντίνος Ηλιόπουλος), να ανακαλύπτει ξαφνικά ότι μοιάζει με τον φοβερό «δράκο της Αθήνας», έναν αδίστακτο κακοποιό που καταζητείται από την αστυνομία. Παρά την έκπληξη και τον τρόμο του, σύντομα θα υποδυθεί τον ρόλο του δράκου, μιας και αυτό τον κάνει αρεστό στον υπόκοσμο δίνοντάς του για πρώτη φορά υπόσταση ως κάτι. Το ανθρωπάκι μας θα μπλεχτεί προφανώς σε κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μπορεί να σηκώσει, στους κόλπους μιας σπείρας που καθόλου τυχαία σκοπεύει να κλέψει και να πουλήσει έναν στύλο από τον ναό του Ολυμπίου Διός σε ξένους αγοραστές. Και δεν θα περάσει πολύ για να καταλάβουν όλοι πως είναι κίβδηλος. Δεν είναι τρομακτικός κακοποιός, αλλά πιονάκι ενός συστήματος που δεν μπορεί καν ανάστημα να ορθώσει. Αυτή είναι η απλή υπόθεση μιας ταινίας που δεν σκόπευε να μιλήσει για τις περιπέτειες των μικρών και ταπεινών όταν δανείζονται ταυτότητες ή πάνε κόντρα στη φύση τους. Αυτό που ήθελε να πει ο «Δράκος» -και το είπε όσο πιο απαλά έπαιρνε- ήταν για την εξάρτηση της μετεμφυλιακής Ελλαδίτσας από τις ξένες δυνάμεις και για τη δράση του παρακράτους. Και όπως ήταν φυσικό, ξένισε τους πάντες! Η κριτική την υποδέχτηκε τουλάχιστον αμήχανα και ο κόσμος με πύρινη πολεμική. Και εχθρότητα μετά. Όπως καταμαρτυρεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: «Μπήκα κρυφά στις αίθουσες όπου παιζότανε “Ο δράκος”, στο Ρεξ, στο Αττικόν, κι άκουσα τα σφυρίγματα και τις ειρωνικές φωνές του κόσμου, που ένιωθε εξαπατημένος. Περίμενα να τους δω να βγαίνουν και κάποιοι μου σφίξανε σιωπηλά το χέρι. Τότε έμαθα μια κι έξω πως εγώ κι αυτό το άγνωστο πλήθος δε θα ’χαμε ποτέ καλές σχέσεις». Αλλά και οι θεωρητικοί της εποχής δεν είχαν κάτι καλύτερο να πουν, μιλώντας για «μια κακή ταινία, ψεύτικη, φτιαχτή», για «αρρωστημένη φαντασία», για «έναν καλλιτέχνη που θέλει να καταπλήξει με την υπερβολή» και «την ασυναρτησία», ακόμα και ότι «αποτελεί, χωρίς άλλο, αίσχος για τη χώρα μας»! Μέσα σε αυτά τα «εντελώς γελοία» που έβλεπε η ελληνική κριτική όμως για τον «Δράκο», μεταξύ των οποίων και τα «μπουζούκια» της μουσικής του (γραμμένη από τον Μάνο Χατζιδάκι!), η ταινία επιλέγεται στο επίσημο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας, φέρνοντας την Ελλάδιτσα ως τη βενετσιάνικη Μόστρα. Οι ξένοι κριτικοί την εγκωμιάζουν, η ταινία καθιερώνει τον δημιουργό της παγκοσμίως («η Ελλάδα βρίσκει στο πρόσωπο του Νίκου Κούνδουρου έναν σκηνοθέτη με απεριόριστες δυνατότητες» γράφουν χαρακτηριστικά οι «Times») και σιγά-σιγά αλλάζει και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο εσωτερικό. Χαρακτηριστική εδώ η κριτική του Μάριου Πλωρίτη: «Ο “Δράκος” πηγαίνει πολύ μακρύτερα και πολύ βαθύτερα από όποια άλλη ελληνική ταινία. Για πρώτη φορά ο ελληνικός κινηματογράφος κάνει ένα βήμα τόσο τολμηρό». Και είχε απόλυτο δίκιο. Σήμερα το φιλμ είναι ένα από τα δυνατότερα χαρτιά της εγχώριας κινηματογραφίας, η ταινία που αφύπνισε το ελληνικό σινεμά και το έκανε να ασχοληθεί με όσα πραγματικά έκαιγαν τις εκάστοτε εποχές. Και το έκανε μάλιστα και με τρόπο εξόχως κινηματογραφικό, μπολιάζοντας φόρμες (όπως τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τα στοιχεία του φιλμ νουάρ) και διατρέχοντας ρεύματα και καλλιτεχνικά κινήματα. Την ίδια ώρα, o «Δράκος» χαρίζει στον φινετσάτο πιερότο του ελληνικού σινεμά, τον μεγάλο Ντίνο Ηλιόπουλο, έναν δραματικό ρόλο που τόσο ήθελε και τόσο αριστουργηματικά αξιοποίησε με την ιδιαίτερη ευαισθησία του. Ο Κούνδουρος μεταμορφώθηκε στον μεγάλο ανανεωτή του ελληνικού σινεμά, καθώς αψήφησε τη νόρμα που είχε καθυποτάξει την εγχώρια κινηματογραφία σε μια ανώδυνη θεματολογία και μίλησε πράγματι για πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις εξόχως μαύρες για τον τόπο μας. Από το πώς λειτουργεί το κράτος μέχρι και την αποξένωση που άρχιζε να πλήττει τις δυτικές κοινωνίες. Η δικαίωση του οράματός του δεν θα ερχόταν παρά χρόνια μετά, εκεί στην εποχή της Χούντας, όταν ο καταδυναστευμένος ελληνικός λαός βρήκε πολλά πια για να ταυτιστεί με τον «Δράκο» και το βαθύ παρακράτος του. Παρατηρούσε χαρακτηριστικά ο δημιουργός του: «Το 1956, που βγήκε στις αίθουσες, πολεμήθηκε από εφημερίδες, κριτικούς και θεατές που έφευγαν βρίζοντας και βλαστημώντας για τα λεφτά τους. Χρειάστηκε δέκα χρόνια για να δικαιωθεί. Ενας τολμηρός αιθουσάρχης την έβγαλε προς το τέλος της χούντας και ο εξοργισμένος κόσμος ταυτίστηκε μαζί της». Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικός ο «Δράκος», πέρα από τις άπλετες κινηματογραφικές αρετές του: γιατί διηγήθηκε μια άλλη ελληνική πραγματικότητα, αυτή του περιθωρίου, της αλληγορίας και του τραγικού ρεαλισμού. Αυτό που λέμε τελικά πολιτικό σινεμά στην ουσία του, βάζοντας στο επίκεντρο τον ίδιο τον άνθρωπο δηλαδή και γύρω του τις αμείλικτες κοινωνικές δομές που είναι ικανές να τον συντρίψουν. «Ο ‘‘Δράκος’’ καταγγέλλει την Αμερική, που με τον τεράστιο όγκο της έπεσε πάνω στην πατριδούλα μας σαν να ήταν για τα σκουπίδια. Να αγοράσουν μια κολόνα από το ναό του Ολυμπίου Διός δεν θέλουν στην ταινία;», αποκάλυπτε και ο Κούνδουρος για να μην αφήσει τίποτα στην αφάνεια. Οι δικοί του κακοποιοί είναι έτοιμοι να ξεπουλήσουν την Ελλάδα και τη βαριά πολιτιστική της κληρονομιά για μια χούφτα αμερικάνικα δολάρια. Μοιάζει οικείο; Γιατί να το δεις: Γιατί είναι το παρθενικό ίσως αριστούργημα του ελληνικού σινεμά, το αρχιμήδειο σημείο που πέρασε από την εμπορική αισιοδοξία της εφηβείας στον ποιοτικό ρεαλισμό της ωριμότητας. Η κοινωνία είναι δύσκολη και άγρια, κυριαρχείται από ένα μόνιμο αίσθημα φόβου για μια αόρατη απειλή, μας λέει ο «Δράκος», στήνοντας ένα καφκικό σκηνικό με ολότελα ελληνικά υλικά. Και την ίδια ακριβώς στιγμή, άλλαξε άθελά του ένα καλό κομμάτι του ελληνικού κινηματογράφου, το οποίο ως «νέος ελληνικός κινηματογράφος» απομακρύνθηκε από το καθαρά ψυχαγωγικό και εμπορικό χαρακτήρα για να ανοιχτεί αγέρωχα στην ανηλεή περιπέτεια που αποκαλούμε τέχνη. Ο «Δράκος» στοχάζεται κοινωνικά, φιλοσοφεί πολιτικά, μιλά με νύξεις και συμβολισμούς, έχει όμως στην καρδιά του μια δυνατή προσωπική ιστορία νοηματοδότησης μιας ζωής που μοιάζει δοτή και ανοίκεια. Και ένα ζεϊμπέκικο να το θυμάσαι μια ζωή! Κι αν η αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι πιο σημαντική από την ίδια την πραγματικότητα, όπως υπαινίσσεται η ταινία, τότε ώρα να βρούμε ποιος φταίει. Έστω κι αν έχουν περάσει 60 χρόνια…
«Ο δράκος»
Παραγωγή: Ελλάδα Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος Πρωταγωνιστούν: Ντίνος Ηλιόπουλος, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Αργύρης, Θανάσης Βέγγος, Στέφανος Στρατηγός, Ανέστης Βλάχος