Με τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Μπαττερφλάι για τον Αμερικανό υποπλοίαρχο Πίνκερτον, ξεκινά η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) τις παραστάσεις της για το νέο έτος.
Η διάσημη όπερα « Μαντάμα Μπαττερφλάι» του Τζάκομο Πουτσίνι, με τις υπέροχες άριες και την δραματική θεατρικότητα ανεβαίνει από την ΕΛΣ στο Μέγαρο Μουσικής στις 17, 20, 22, 23, 24 και 27 Ιανουαρίου. Σε σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς του Νίκου Σ. Πετρόπουλου και μουσική διεύθυνση των Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο και Ηλία Βουδούρη .
«Μελετώντας σε βάθος την όπερα του Πουτσίνι προκειμένου να σκηνοθετήσω το έργο για την Εθνική Λυρική Σκηνή», σημειώνει ο Νίκος Πετρόπουλος μια σημαντική λεπτομέρεια έγινε απόλυτα σαφής στο μυαλό μου: Η όπερα αυτή δεν θέλει μια «γιαπωνέζικη» προσέγγιση, στο ύφος του Θεάτρου Νο, αλλά μια καθαρά «δυτική» αντιμετώπιση, γιατί το έργο αυτό είναι ουσιαστικά η δυτική ματιά σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ού αιώνα…Προσπάθησα λοιπόν να δώσω το «άρωμα» της γιαπωνέζικης κουλτούρας, χωρίς απαραίτητα να την αντιγράψω κατά γράμμα. Το σκηνικό είναι άσπρο και αφαιρετικό, τόσο για να τονίσει την αίσθηση της απλότητας που έχει η άποψη αυτού του λαού για τη ζωή, όσο και τον επερχόμενο θάνατο της ηρωίδας, μια και το πένθιμο χρώμα στην Ιαπωνία είναι το λευκό. Η Μπαττερφλάι είναι ένα πλάσμα θύμα τόσο της δικής της μοίρας, όσο και του Πίνκερτον, τον οποίο ερωτεύεται και παντρεύεται, χωρίς να μπορεί ουσιαστικά να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις αυτού του γάμου» .
Η ιστορία της Μαντάμα Μπαττερφλάι -του πιο αγαπημένου του έργου, όπως την χαρακτήρισε ο Πουτσίνι- και από τις δημοφιλέστερες όπερες παγκοσμίως, πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Το λιμπρέτο είναι των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου συγγραφέα Πιέρ Λοτί.
Η υπόθεση της όπερας τοποθετείται στο Ναγκασάκι στις αρχές του 20ου αιώνα και αφηγείται τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί στον Πίνκερτον, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί.
«Tην νεαρή γκέισα “δεσποινίς Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικάνος Αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός φεύγοντας για την Αμερική της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμπτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά”. Με αυτή την αφήγηση της αδερφής του που έζησε στο Ναγκασάκι και αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο -Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημα του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.
Από τις αποδοκιμασίες του κοινού και την παταγώδη αποτυχία όταν πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνο έως την μεγάλη επιτυχία και τις 27 αυλαίες στην δεύτερη πρεμιέρα στην Μπρέσα μεσολάβησαν μόλις τρεις μήνες και αρκετές τροποποιήσεις στη σύνθεση και το λιμπρέτο. Η παγκόσμια επιτυχία επισφραγίστηκε με την ιδιαιτέρως επιτυχημένη πρεμιέρα στο Παρίσι, το 1906 με μια νεότερη βερσιόν του έργου στην οποία έγιναν εκτενείς περικοπές από το συνθέτη.
Για το ελληνικό λυρικό θέατρο η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έχει ιστορική σημασία, μιας και είναι το πρώτο έργο που ανέβασε η νεοσυσταθείσα Εθνική Λυρική Σκηνή, το 1940. Λίγο νωρίτερα, το 1919 το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα περιέλαβε στο ρεπερτόριο το έργο αυτό.
Στην αναμενόμενη παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τον Ιανουάριο του 2016 τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν Έλληνες και ξένοι καταξιωμένοι μονωδοί. Στον ομώνυμο ρόλο η Τσέλια Κοστέα, στην δεύτερη διανομή η Ιταλίδα σοπράνο Ραφαέλλα Αντζελέττι, στον ρόλο του Μ.Φ. Πίνκερτοο Ιταλός τενόρος Ντάριο Ντι Βιέτρι και ο Δημήτρης Πακσόγλου. Στον ρόλο του Σάρπλες, ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, και σε δεύτερη διανομή τον ρόλο ερμηνεύει ο Πέτρος Σαλάτας.