Μέσα σε διάστημα δύο χρόνων μπαίνουμε ξανά στις σκοτεινές αίθουσες, για να παρακολουθήσουμε μία ταινία που αφορά στη ζωή του Έλβις Πρίσλεϊ. Μετά τον σαρωτικό «Elvis» του Μπαζ Λούρμαν, έρχεται η Σοφία Κόπολα με το «Πρισίλα», φέρνοντας στο φως μία αθέατη πλευρά του μύθου της ροκ εν ρολ.
Η σκηνοθέτις, που μας έχει χαρίσει ταινίες όπως «Αυτόχειρες παρθένοι», «Χαμένοι στη μετάφραση», «Μαρία Αντουανέτα», αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, 40 χρόνια μετά την κυκλοφορία της, τη βιογραφία της Πρισίλας Πρίσλεϊ «Elvis and Me» του 1985. Με τη δική της σκηνοθετική ματιά και την απόλυτη έγκριση της πρώην συζύγου του Έλβις, η οποία μοιάζει σαν να παρέδωσε λευκή επιταγή στην Κόπολα να αναγνώσει όπως θέλει τη σχέση της με τον Πρίσλεϊ και να την κινηματογραφήσει όπως νομίζει. Το τελευταίο δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς η Σοφία Κόπολα ήταν η μοναδική που θέλησε να κάνει ταινία το βιβλίο της Πρισίλας.
Ωστόσο, τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια τυφλή εμπιστοσύνη δεν έδειξαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Πρίσλεϊ. Η μοναχοκόρη του πρώην ζεύγους, Λίζα Μαρί, πριν φύγει από τη ζωή φέρεται να είχε στείλει mail στο «Variety», όπου, μεταξύ άλλων, ζητούσε από την Κόπολα να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε τον πατέρα της, τον οποίο παρουσίαζε ως «αρπακτικό».
«Ως κόρη του, δε διαβάζω και δε βλέπω τίποτα από τον πατέρα μου σε αυτόν τον χαρακτήρα. Και δεν βλέπω ούτε τη ματιά της μητέρας μου για τον πατέρα μου. Το διαβάζω και βλέπω τη δική σας σοκαριστικά εκδικητική και περιφρονητική ματιά και δεν καταλαβαίνω γιατί» φέρεται να είχε γράψει η αείμνηστη Λίζα Μαρί.
Μία άβολη αποκαθήλωση
Είναι, όμως, έτσι; Είχε δίκιο η κόρη των Πρίσλεϊ να αντιδρά; Ένα σκέτο «ναι» ή «όχι» δεν αρκεί. Η αλήθεια είναι πως στο τέλος της ταινίας, εκτός από μια άνοστη γεύση που μου άφησε, ένιωσα και άβολα, γιατί άβολη ήταν και η αποκαθήλωση του Έλβις που επιχειρήθηκε επί δύο ώρες περίπου.
Η Σοφία Κόπολα επιχειρεί να δώσει έναν φεμινιστικό τόνο στην ταινία, θίγοντας θέματα ισότητας και γυναικείας κακοποίησης, είτε ψυχολογικής είτε σωματικής. Και μπορεί εκείνη την εποχή να μην υπήρχε ούτε καν σαν ιδέα ο όρος gaslighting (η γνωστή μέθοδος ψυχολογικής χειραγώγησης), όμως πάνω σε αυτό η Κόπολα ξεδιπλώνει την ιστορία αγάπης (;) της Πρισίλας και του Έλβις στους ρόλους του θύματος και του θύτη, αντίστοιχα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η Πρισίλα, όταν γνώρισε τον ήδη σταρ και κατά 10 χρόνια μεγαλύτερό της, Έλβις, στη Γερμανία, ήταν μόλις 14 ετών. Γοητεύτηκε από το ενδιαφέρον που της έδειξε το παγκόσμιο είδωλο, που υπηρετούσε εκεί τη θητεία του και δε δίστασε δύο χρόνια μετά, να αφήσει τους γονείς της πίσω και να εγκατασταθεί στην Αμερική, για να είναι μαζί του. Άσχετο, αλλά είναι απορίας άξιον πώς οι γονείς της άφησαν ένα ανήλικο κορίτσι, μαθήτρια ακόμα, να μετακομίσει στην άλλη άκρη του κόσμου με έναν άγνωστο, στην ουσία, άνδρα, αστέρα της μουσικής και με πολλά κουτσομπολιά γύρω από την προσωπική του ζωή.
Ωστόσο, όπως παρακολουθούμε στη συνέχεια, για την έφηβη Πρισίλα ή «Σίλα», όπως την έλεγε ο Πρίσλεϊ, το αμερικανικό όνειρο δίπλα στον άνδρα που λάτρεψε και υποτάχθηκε, αποδείχτηκε… εφιάλτης. Μια «χρυσή» φυλακή, από την οποία κατάφερε να αποδράσει μετά από 10 χρόνια. Μέχρι, όμως, τη θεαματική της έξοδο από την Graceland, παρακολουθούμε την εξέλιξη της τοξικής σχέσης τους, όπως την περιγράφει η μία πλευρά. Γιατί από εδώ λείπει ο αντίλογος.
Η υπόθεση της ταινίας
Όταν η έφηβη Πρισίλα Μπουλιέ συναντά τον Έλβις Πρίσλεϊ σε ένα πάρτι, ο άντρας, που είναι ήδη σούπερ σταρ του ροκ εν ρολ, γίνεται κάποιος εντελώς απροσδόκητος σε ιδιωτικές στιγμές: ένας συναρπαστικός σύντροφος, ένας σύμμαχος στη μοναξιά, ένας ευάλωτος καλύτερος φίλος.
Μέσα από τα μάτια της Πρισίλα, η Σοφία Κόπολα αφηγείται την αθέατη πλευρά ενός μεγάλου αμερικανικού μύθου, με τη μεγάλη αγάπη αλλά και έναν ταραχώδη γάμο, από την εποχή που υπηρετούσε στο στρατό μέχρι το ονειρεμένο κτήμα του, την Graceland, σε αυτό το πορτρέτο της αγάπης, της φαντασίας και της φήμης.
Ο χειριστικός Έλβις
Στην ταινία, λοιπόν, παρακολουθούμε έναν χειριστικό Πρίσλεϊ, ο οποίος έχει αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της έφηβης Πρισίλα. Εκείνος αποφασίζει τι θα φορέσει, πώς να βάψει τα μαλλιά της, πώς θα μακιγιάρεται, πώς θα φέρεται, πότε θα κάνουν έρωτα.
Η Πρισίλα είναι εκείνη που θέλει να ολοκληρώσουν τη σχέση τους, ενώ ο Έλβις όχι. Σε παλαιότερη συνέντευξή της η γυναίκα του Πρίσλεϊ είχε αποκαλύψει πως άργησαν να κάνουν έρωτα, καθώς ο τραγουδιστής την είχε σεβαστεί, επειδή ήταν ανήλικη. Στην ταινία αυτόν τον σεβασμό δεν τον βλέπουμε πουθενά. Αντίθετα, η άρνησή του αποδίδεται στον χειριστικό του χαρακτήρα (αυτός αποφασίζει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή) και στις θρησκευτικές/φιλοσοφικές του εμμονές.
Παρακολουθούμε, επίσης, τον Έλβις να της δίνει υπνωτικά, για να κοιμάται, να της πετάει ό,τι βρίσκει μπροστά του («έχω πάρει τα νεύρα της μητέρας μου» δικαιολογείται κάθε φορά), να τη διώχνει, ενώ είναι έγκυος κι αμέσως να το μετανιώνει. Τον παρακολουθούμε να διασκεδάζει με κάτι ρεμπεσκέδες φίλους, ενώ είναι ελάχιστες οι προσωπικές στιγμές του με την Πρισίλα. Και σε αυτές απουσιάζει ο έρωτας που υποτίθεται πως έζησαν.
Η επανάσταση της Πρισίλα
Όπως υποδεικνύει και ο τίτλος της ταινίας, απόλυτη πρωταγωνίστρια είναι η Πρισίλα. Σε αυτήν στρέφει η Κόπολα τους προβολείς, παρουσιάζοντας το πώς είναι να ζεις φυλακισμένη σε ένα «χρυσό» κλουβί και να είσαι η γυναίκα του «βασιλιά». Γιατί αυτό παρακολουθούμε να συμβαίνει με το νεαρό κορίτσι, που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε το είδωλό της και μέσα σε μία τοξική σχέση προσπάθησε να βρει μόνη της, τον δρόμο της προς την ενηλικίωση.
Και αργότερα βλέπουμε πώς βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από τη «χρυσή» φυλακή της. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, η Πρισίλα φαίνεται να είναι ένα μοναχικό πλάσμα, που δεν έχει καν φίλες, αφού δεν της το επέτρεπε ο Έλβις. Η Πρισίλα δεν έχει το παραμικρό ψεγάδι. Είναι ο ορισμός της στωικότητας και υπομονής. Δεν αντιδρά ακόμα και όταν ο Πρίσλεϊ τής πετάει το τηλέφωνο στο κεφάλι. Τα υπομένει όλα, σαν άλλος… Ιωβ. Δεν έχει κανένα ξέσπασμα και ας είναι στην εφηβεία, που θεωρητικά το αίμα σου βράζει, φωνάζεις, αντιδράς, τα σπας… Η «Σίλα» δεν κάνει τίποτα από όλα αυτά.
Ώσπου, μια μέρα, στα 24 της χρόνια και με ένα παιδί στην αγκαλιά, ανοίγει την πόρτα και δραπετεύει από το «χρυσό» κλουβί της, την Graceland. Αποχωρεί με το αυτοκίνητο, ακούγοντας το «I will always love you». Κι εδώ υπάρχει μια άγνωστη ιστορία: το τραγούδι το έχει γράψει η Ντόλι Πάρτον και όταν το άκουσε ο Έλβις ενθουσιάστηκε και θέλησε να το πει ο ίδιος. Ωστόσο, ο μάνατζέρ του, ο Στρατηγός, διεμήνυσε στην Πάρτον πως θα έπρεπε να τους εκχωρήσει το 50% των πνευματικών δικαιωμάτων, άρα και των κερδών. Εκείνη δεν δέχτηκε και χρόνια μετά το τραγούδησε η Γουίτνεϊ Χιούστον στον «Σωματοφύλακα».
Οπότε, θα μπορούσε κάποιος πονηρά να σκεφτεί πως η επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού ίσως να μην έγινε τυχαία, αφού η Πάρτον είναι η δεύτερη γυναίκα που απέρριψε τον Έλβις.
Τι δεν μας άρεσε:
- Η πρωταγωνίστρια Cailee Spaeny: πιο άνοστη… πεθαίνεις. Γλυκιά, αλλά επίπεδη η ερμηνεία της. Δεν κατάφερε να μας μεταφέρει αυτή τη μοναξιά που βίωνε η Πρισίλα, ούτε την επανάσταση που έγινε μέσα της όταν έφτασε να τα βροντήξει όλα και να φύγει μακριά.
- Τα μουντά πλάνα: στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας κυριαρχούν τα νυχτερινά και μουντά πλάνα. Απουσιάζει το φως, στους εσωτερικούς χώρους στις περισσότερες σκηνές τα παντζούρια είναι κλειστά, ενώ ακόμα και οι εξωτερικές λήψεις με φως βγάζουν κάτι το σκοτεινό. Ίσως, η Κόπολα να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να εκφράσει τον εσωτερικό ψυχισμό της μικρής πρωταγωνίστριάς της, η οποία για μια δεκαετία ζούσε στη σκιά του σταρ.
- Ο τρόπος που παρουσιάζεται ο Ελβις Πρίσλεϊ. Μπροστά σου έχεις ένα εγωπαθές, ανώριμο, χειριστικό σχολιαρόπαιδο, που διασκεδάζει όλη μέρα με τη ρέμπελη παρέα του. Είναι απόλυτα εξαρτημένος από τα χάπια, έχει εμμονές και βίαια ξεσπάσματα Δεν υπάρχει πουθενά το εκτόπισμα του Έλβις ως ο «βασιλιάς της ροκ εν ρολ». Αν δεν ήξερες για ποιους πρόκειται, θα νόμιζες ότι είναι ένα προβληματικό νεαρό ζευγάρι της διπλανής πόρτας.
- Η απουσία των τραγουδιών του Έλβις (δεν έδωσε την έγκριση η υπόλοιπη οικογένεια του) που κάνουν την ταινία να μοιάζει με… «φαΐ χωρίς αλάτι».
- Δεν υπάρχει πουθενά το love story. Υποτίθεται ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι μοιράστηκαν μια μεγάλη αγάπη. Δεν τη βλέπουμε πουθενά στην ταινία. Ακόμα και τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους στη Γερμανία δεν βλέπεις αυτόν τον έρωτα, αντίθετα ένα ξενέρωτο πράγμα. Οι προσωπικές στιγμές τους είναι λίγες και ακόμα και σε αυτές, η σκηνοθέτις επικεντρώνεται στη σκοτεινή πλευρά της σχέσης τους.
Τι μας άρεσε:
- Ο Τζέικομπ Ελόρντι. Ο θεόρατος ηθοποιός είναι καλός ως Έλβις, δε μιμείται τον θρύλο της μουσικής (σε αυτό βοήθησε ότι δεν υπάρχουν πολλές σκηνές με συναυλίες του, οπότε δεν χρειάστηκε να δούμε ένα… your face sounds familiar) και γενικά είναι πιο πειστικός στον ρόλο του.
- Δεν είχαμε ακόμα ένα ξενέρωτο ρομάντζο. Θα ήταν ωραίο να βλέπαμε το love story του ζευγαριού, με τόσα που έχουν γραφτεί για τη σχέση τους, Αλλά αυτός δεν είναι ο σκοπός της Κόπολα, η οποία μέσα από την ιστορία της Πρισίλα αποκαθηλώνει τους «ήρωες» και τα «είδωλα» γενικότερα, τους οποίους τελικά δεν είναι πάντα καλό να συναντάς από κοντά. Παράλληλα, αναδεικνύει την ψυχολογική καταπίεση εκείνων των γυναικών που ζουν στη σκιά των ισχυρών αντρών τους, σιωπηλές και υποταγμένες. Μέχρι να έρθει το μεγάλο μπαμ.
Για κλείσιμο
Είναι μια γενναία πράξη η απόδραση της νεαρής Πρισίλας από αυτήν την τοξική σχέση; Είναι, δεν το συζητώ. Αλλά φεμινιστική πράξη, όπως γράφουν πολλοί, γιατί; Στην περίπτωσή της, φεμινισμός θα ήταν, κλείνοντας τις βαριές πόρτες της Graceland, να άφηνε πίσω της, εκτός από τον «απογυμνωμένο» βασιλιά, και το βαρύ όνομά του. Το ότι έκανε καριέρα μετέπειτα με το όνομα Πρίσλεϊ, δεν το λες και φεμινισμό!
Σκηνοθεσία: Σοφία Κόπολα
Σενάριο: Σοφία Κόπολα
Πρωταγωνιστούν: Κάλι Σπένι, Τζέικομπ Ελόρντι, Νταγκμάρα Ντομινιτσίκ
Διάρκεια: 114 λεπτά
Διανομή: Spentzos Film
Η.Π.Α., 2023