Οι εξαγγελίες για τις αλλαγές στο σύστημα εξέτασης υποψηφίων οδηγών, επαναφέρει στο προσκήνιο ένα χρόνιο πρόβλημα που κοστίζει στην χώρα μας τόσο δημοσιονομικά, όσο και δημογραφικά.
Πρόκειται για τον τρόπο που το κράτος δίνει τα διπλώματα οδήγησης στους νέους οδηγούς, έναν τρόπο που παρά τις πολλές αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία 30 χρόνια, δεν καταφέρνει να πείσει κανέναν για την αδιαβλητότητά του.
Οι υποψήφιοι οδηγοί στερούμενοι οποιασδήποτε εκπαίδευσης στα θέματα κυκλοφοριακής αγωγής και οδικής ασφάλειας (καθώς δεν υπάρχουν ανάλογα μαθήματα στην βασική εκπαίδευση), όταν συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας των, γράφονται στις σχολές οδηγών προκειμένου να πάρουν το δίπλωμα οδήγησης (και όχι να μάθουν να οδηγούν), μέσα από τα υποχρεωτικά θεωρητικά (21 ώρες) και πρακτικά (25 ώρες) μαθήματα.
Στη συνέχεια, υποβάλλονται σε θεωρητικές εξετάσεις συμπληρώνοντας σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ένα ερωτηματολόγιο (μέθοδος επιλογής απαντήσεων) και εφόσον προκριθούν, δίνουν πρακτικές εξετάσεις συνήθως με το όχημα που εκπαιδεύτηκαν (ανήκει στη σχολή οδήγησης και πολλές φορές βρίθει σημαδιών για το σωστό παρκάρισμα…), όπου εξεταστές είναι υπάλληλοι του αρμόδιου υπουργείου (Υ.Μετ.) σε ώρες μετά την τακτική εργασία τους (οι πρακτικές εξετάσεις ξεκινούν μετά τις 15:30).
Οι εξεταστές αυτοί (πολλοί εκ των οποίων -μέχρι πριν χρόνια- δεν διέθεταν καν δίπλωμα οδήγησης) αμείβονται πρόσθετα (κάτι σαν είδος επιδόματος μπορούμε να πούμε) για την συμμετοχή τους σαν εξεταστές, αρκεί να έχουν ένα δίπλωμα της κατηγορίας για την οποία εξετάζουν (π.χ. για δίκυκλο, ή φορτηγό, ή λεωφορείο, κ.λπ.) και -συνήθως- δεν έχουν οποιαδήποτε άλλη ειδική γνώση, αγνοώντας πλήρως την τεχνολογική επανάσταση η οποία εφαρμόζεται πλέον στα αυτοκίνητα, αλλάζοντας επί της ουσίας και τον τρόπο οδήγησης.
Πλέον αυτών, η συχνή σχέση τους με τους εκπαιδευτές και τα πολλά σκάνδαλα που κατά καιρούς βγαίνουν στην επιφάνεια (ο κ. Χατζηδάκης όταν ήταν Υ.Μετ. είχε ομολογήσει στους δημοσιογράφους ότι από τα πλέον διεφθαρμένα είναι τα γραφεία Μεταφορών της χώρας), δημιουργούν στην τάξη τους ένα κλίμα αμφιβολίας που επηρεάζει τους υποψήφιους, ενώ πολλές φορές το κλίμα αυτό ευνοεί το λεγόμενο «παρολί» (μεσάζοντες ζητούν χρήματα για να επηρεάσουν ευμενώς εξεταστές, οι οποίοι δεν έχουν ιδέα για το τι γίνεται στην πλάτη τους).
Σε αυτό λοιπόν το καθεστώς, όπου μέρος της πρακτικής εξέτασης είναι ο απαγορευμένος από τον Κ.Ο.Κ. ελιγμός της οπισθογωνίας και όπου συχνά πυκνά τις θεωρητικές εξετάσεις τις δίνουν άλλοι αντ’ άλλων (εμφανίζεται άλλο πρόσωπο, γνώστης της θεωρίας, με την ταυτότητα του υποψηφίου), ο κ. Υφυπουργός αποφάσισε να βάλει τάξη κυρίως στις Σχολές Οδηγών για να ελέγξει αν όντως πραγματοποιούνται τα υποχρεωτικά μαθήματα.
Δεν λέμε πως δεν χρειάζεται και αυτό, όμως θα πρέπει να γίνει αφού προηγηθούν άλλες ενέργειες, πολύ πιο βασικές αλλά και πιο εύκολες να ελεγχθούν από τους αρμόδιους φορείς.
Πρώτο από όλα το, να ενταχθεί τακτικό μάθημα κυκλοφοριακής αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Δεύτερον το, να γίνονται θεωρητικά μαθήματα οδήγησης στις δυο τελευταίες τάξεις του Λυκείου (εκεί όπου -κακά τα ψέματα- πολλά παιδιά οδηγούν αποσπασματικά χωρίς δίπλωμα ή βασικές γνώσεις) και
Τρίτο το, να γίνει -επιτέλους- αυτό το ειδικό (και εκπαιδευμένο επαρκώς ελπίζουμε) «σώμα εξεταστών υποψηφίων οδηγών», για το οποίο πολλά χρόνια τώρα ακούμε, αλλά ακόμα δεν το έχουμε δει…
Καλές λοιπόν οι εξαγγελίες και ακόμα καλύτερη η πρόθεσή των, αλλά αν δεν γίνουν συντονισμένα και με σειρά αξιολόγησης, απλά θα έχουμε να λέμε και πάλι τη γνωστή λαϊκή θυμοσοφία «άλλαξε ο Μανωλιός…».
Νίκος Τσάδαρης