Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε με απότομο και σαρωτικό τρόπο την ενεργειακή ατζέντα της χώρας μας, όπως και των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πριν από τον Φεβρουάριο του 2022, ο πιο πιεστικός στόχος της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε. ήταν η μείωση των εκπομπών άνθρακα με μείζον ζητούμενο την προστασία του περιβάλλοντος από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Πλέον η ιεράρχηση των αναγκών και κατ’ επέκτασιν των προτεραιοτήτων και των στοχεύσεών μας, εθνικών και ευρωπαϊκών, μεταβάλλεται ριζικά.
Η καλπάζουσα αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας το τελευταίο διάστημα, αναπόφευκτα διογκώνει τους λογαριασμούς των τελικών καταναλωτών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών και οδηγεί σε περαιτέρω συρρίκνωση του προϋπολογισμού τους.
Φυσικά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στηρίζει και θα συνεχίσει να στηρίζει τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις ώστε να απορροφηθούν όσο περισσότερο γίνεται οι αυξήσεις στις τιμές. Όμως αναγνωρίζουμε ότι μακροπρόθεσμα αυτό δεν αρκεί.
Καθώς δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι ένα τέτοιο κύμα παραγόντων που αυξάνουν τις απαιτήσεις ενέργειας θα μπορούσε να προκύψει ξανά στο μέλλον, τόσο εξαιτίας γεωπολιτικών κρίσεων όσο και ενδεχομένως από άλλου είδους συνθήκες (π.χ. ακραία καιρικά φαινόμενα) προβάλλει ως αδήριτη ανάγκη η χάραξη μίας διαφορετικής στρατηγικής στον ενεργειακό τομέα που θα επιδιώκει τη δύσκολη ισορροπία: θα διασφαλίζει την απρόσκοπτη τροφοδοσία της χώρας μας και παράλληλα θα ακολουθεί μία σταθερή συνταγή συμπίεσης του κόστους.
Αναζητώντας λύσεις τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αξιολογεί και επανεξετάζει μία σειρά από αποφασιστικά βήματα προς δύο κατευθύνσεις: την αύξηση της ιδιοπαραγωγής μέσα από την επέκταση των εγχώριων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (φωτοβολταϊκά και αιολικά πάρκα) και την επιτάχυνση της έρευνας για υδρογονάνθρακες σε Κρήτη και Ιόνιο, καθώς και την ενίσχυση του ενεργειακού πλουραλισμού μέσα από την αναζήτηση εναλλακτικών αγορών και οδών για τον ανεφοδιασμό μας σε φυσικό αέριο. Παράλληλα θα πρέπει να μελετηθεί η δυνατότητα για ρεαλιστικές αναθεωρήσεις του χρονικού ορίζοντα απολιγνιτοποίησης.
Είναι αυτονόητο ότι στον σχεδιασμό της στρατηγικής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας και ενδεχόμενων μελλοντικών ενεργειακών κρίσεων πρέπει να συντονιστεί ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι να ενεργήσει κάθε χώρα ξεχωριστά.
Την τελευταία τριετία αντιμετωπίσαμε αλλεπάλληλες κρίσεις, με την τρέχουσα να μας φέρνει ενώπιον μίας σειράς πρωτοφανών προκλήσεων. Ο περιορισμός της ενεργειακής μας εξάρτησης θα πρέπει να θεωρηθεί μονόδρομος που απαιτεί μια πολυδιάστατη και συστηματική προσπάθεια.
Από την άποψη αυτή η τελευταία κρίση μπορεί -όπως συνέβη και με την πανδημία που επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους- να διαθέτει και χαρακτηριστικά και ως ευκαιρία. Μία ευκαιρία για βαθύτερες αλλαγές που θα χτίσουν βαθμιαία την ενεργειακή θωράκιση της χώρας μας, προσδίδοντάς της τεράστια οφέλη στον δρόμο προς την αναπτυξιακή της πορεία και την αναβάθμιση του στρατηγικού της ρόλου στην ΝΑ Ευρώπη.
*Ο Σάββας Αναστασιάδης είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Β’ Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς της Βουλής