Σε μια εποχή που η βιωσιμότητα αποτελεί στρατηγικό πυλώνα για την επιχειρηματική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων, μόλις 160 ελληνικές εταιρείες εκδίδουν ετησίως Εκθέσεις Βιώσιμης Ανάπτυξης. Αυτό είναι ένα από τα βασικά ευρήματα της 12ης ετήσιας έρευνας του Κέντρου Αειφορίας (CSE) με τίτλο: «Βιώσιμη Ανάπτυξη στην Ελλάδα: Νέα Δεδομένα & Τάσεις».
Η φετινή μελέτη, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση 20 ετών λειτουργίας του CSE, βασίστηκε σε ανάλυση δεκάδων ελληνικών επιχειρήσεων και οργανισμών που δημοσιεύουν εκθέσεις ESG, αποτυπώνοντας τις τάσεις, τις προκλήσεις αλλά και τις ευκαιρίες στον ταχέως εξελισσόμενο τομέα της βιωσιμότητας.
Τα βασικά ευρήματα περιλαμβάνουν τα εξής:
- Μόνο το 94% των εταιρειών που εκδίδουν Εκθέσεις Βιωσιμότητας χρησιμοποιεί τα πρότυπα GRI (Global Reporting Initiative). Παρόλα αυτά, ο συνολικός αριθμός των συμμετεχουσών επιχειρήσεων (160) αντιστοιχεί σε ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό του συνόλου των ελληνικών εταιρειών.
- Το 68% των επιχειρήσεων δεν λαμβάνει εξωτερική διασφάλιση για τις εκθέσεις του, γεγονός που υπονομεύει τη διαφάνεια και αξιοπιστία των στοιχείων.
- Οι πιο ώριμοι κλάδοι στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης είναι οι Μεταφορές, η Βιομηχανία Τροφίμων και η Ενέργεια, ενώ ουραγοί παραμένουν οι τομείς του λιανεμπορίου και των τυχερών παιχνιδιών.
- Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει το ρυθμιστικό πλαίσιο γύρω από τα ESG, η ενσωμάτωσή του στην ελληνική νομοθεσία δημιουργεί σοβαρές προκλήσεις: αυξημένα κόστη συμμόρφωσης, ελλιπείς ελεγκτικοί μηχανισμοί και αδυναμία παραγωγής ουσιαστικών αποτελεσμάτων.
- Οι επιχειρήσεις με υψηλή ESG βαθμολόγηση καταγράφουν σημαντικά καλύτερη κερδοφορία, ιδίως στους κλάδους της ενέργειας και της βαριάς βιομηχανίας.
Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν ένα διπλό έλλειμμα: από τη μία την περιορισμένη διείσδυση της βιώσιμης επιχειρηματικότητας, και από την άλλη την ανάγκη για πιο στοχευμένες πολιτικές, με έμφαση στην ενίσχυση της διαφάνειας και την προσαρμογή στις ευρωπαϊκές απαιτήσεις χωρίς να πλήττεται η ανταγωνιστικότητα.