Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι από το ξέσπασμα της πανδημίας μέχρι και σήμερα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν χωριστεί σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Καταρχάς, σε εκείνες οι οποίες κάθε φορά που ανακύπτει ένα νέο κύμα όξυνσης των κρουσμάτων της οξείας αναπνευστικής νόσου 2019-nCoV (ευρύτερα γνωστής ως Covid-19), σπεύδουν να επιβάλουν μερικό ή γενικό απαγορευτικό μετακίνησης του πληθυσμού της χώρας, χωρίς να συνυπολογίζουν ιδιαίτερα το πολιτικό ή οικονομικό κόστος μιας τέτοιας απόφασης, αφού αυτό που προτάσσουν είναι η υγεία των κατοίκων της και η αποφυγή κατάρρευσης του εθνικού συστήματος υγείας. Την τακτική αυτή ακολουθεί ο πρωθυπουργός της Ιταλικής Δημοκρατίας Μάριο Ντράγκι, παρά το γεγονός ότι είναι οικονομολόγος. Κυβερνά μια χώρα όμως που έχει θρηνήσει πάνω από 140.000 νεκρούς από κορονοϊό, οπότε θεωρεί μονόδρομο τη μείωση του χρονικού διαστήματος ισχύος των πιστοποιητικών εμβολιασμού, τα lockdown όποτε κρίνεται απαραίτητο και το κλείσιμο των κλαμπ κατά την εορταστική περίοδο.
Δεύτερη κατηγορία κυβερνήσεων είναι αυτή που προσπαθεί να διαταράξει όσο το δυνατόν λιγότερο την οικονομική και κοινωνική ζωή, λαμβάνοντας μονάχα τα απολύτως απαραίτητα μέτρα όπως είναι για παράδειγμα η χρήση μάσκας, η τήρηση αποστάσεων και το συχνό πλύσιμο των χεριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κυβέρνηση του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον. Ο συντηρητικός πολιτικός ωστόσο θα έρθει την άνοιξη αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα μιας ανεξάρτητης έρευνας που θα αφορά τον τρόπο που διαχειρίστηκε την πανδημία, υπό το βλέμμα ενόρκων δημόσιων ακροάσεων. Ήδη τα πρωτοσέλιδα στη Γηραιά Αλβιώνα που αφορούν στοιχεία της έρευνας, τιτλοφορούνται με λέξεις όπως «ντροπή» και «χάος» καθώς τα πορίσματα αναφέρουν πως το μόνο που κατάφερε ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας είναι να καθυστερήσει την επιβολή του αναπόφευκτου εθνικού lockdown και να επιφέρει περισσότερους θανάτους που αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τις 151.000.
Στην τρίτη κατηγορία, ανήκουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που κινούνται κάπου μεταξύ των δύο προηγούμενων ομάδων, καθώς λαμβάνουν μέτρα ανάλογα με την πίεση που ασκείται κάθε φορά στο υγειονομικό σύστημα. Αυτή την τακτική ακολουθούν οι περισσότερες χώρες.
Τί συμβαίνει όμως με την Ελλάδα, θα αναρωτηθείτε. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε αποφασιστικά κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, την άνοιξη του 2020, καταφέρνοντας να συγκρατήσει επιτυχώς τον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων, κάτι που έμμεσα ή ανοικτά παραδέχθηκαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αυτά στο πρώτο κύμα της πανδημίας γιατί ακολούθως άρχισε να ζυγίζει περισσότερο το οικονομικό και πολιτικό κόστος και σήμερα βρίσκεται πια στο σημείο του να εφαρμόζει μέτρα, ανάλογα με την πορεία της πανδημίας, κατατάσσεται δηλαδή στην τρίτη κατηγορία. Ποντάρει δε στο γεγονός ότι το στέλεχος Όμικρον που έχει πλέον κυριαρχήσει, θα αποκλιμακώσει σταδιακά τον αριθμό των κρουσμάτων και ιδίως των διασωληνωμένων και των θανάτων, των δύο δεικτών δηλαδή που έχουν και τη μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα σκληραίνει τη στάση απέναντι στους ανεμβολίαστους, καταδεικνύοντας ότι αρκετές φορές το Μέγαρο Μαξίμου ακολουθεί την πολιτική του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Μανουέλ Μακρόν απέναντι στο εν λόγω ζήτημα.
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία τάσσεται επίσης επισήμως υπέρ των εμβολιασμών δια στόματος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ωστόσο αποφεύγει και αυτός να προτείνει αντιλαϊκά μέτρα ή καλύτερα μέτρα που θα φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση τους ανεμβολίαστους, σε αντίθεση με τα όσα διακηρύττει ο νέος πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής που τάσσεται υπέρ του υποχρεωτικού εμβολιασμού όχι μονάχα με ηλικιακά κριτήρια αλλά κάνοντας και ένα βήμα παραπάνω ζητά να κάνουν όλες τις προβλεπόμενες δόσεις του εμβολίου όσοι δημόσιοι υπάλληλοι έρχονται σε επαφή με το κοινό όπως σημείωσε χαρακτηριστικά χθες σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η πανδημία οδεύει προς το τέλος της εξαιτίας της μετάλλαξης Όμικρον, ωστόσο αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι να δοκιμάζονται οι αντοχές του Εθνικού Συστήματος Υγείας της χώρας μας αφού αν και υπάρχει ένας γενικότερος εφησυχασμός στον πληθυσμό, ότι τα χειρότερα πέρασαν, η πραγματικότητα είναι ότι στα νοσηλευτικά ιδρύματα αυτή τη στιγμή νοσηλεύονται πάνω από 5.000 ασθενείς με κορονοϊό, ενώ το 88% των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας είναι κατειλημμένες. Άσε που το υγειονομικό προσωπικό είναι μειωμένο κατά 10.000 άτομα σε σχέση με πέρυσι όπως αναφέρει η ΠΟΕΔΗΝ εξαιτίας των ανεμβολίαστων υγειονομικών που βρίσκονται ένα βήμα πριν την οριστική απόλυσή τους εάν δεν αλλάξουν στάση, των γιατρών και νοσοκόμων που νοσούν και των συνταξιοδοτήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί στο μεσοδιάστημα, χωρίς να αντικατασταθούν από νέο προσωπικό.
Ο Γεώργιος Σαρρής είναι πολιτικός συντάκτης, δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ