Τα σωστικά συνεργεία σταμάτησαν σήμερα το απόγευμα την επιχείρηση εντοπισμού και ανάσυρσης θυμάτων στο σημείο όπου τρία τρένα συγκρούστηκαν μεταξύ τους την Παρασκευή, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον 288 άνθρωποι και να τραυματιστούν άλλοι 900.
Ο εκπρόσωπος Τύπου της εταιρείας South Eastern Railway, Κ.Σ. Ανάντ, είπε ότι με βάση τα προκαταρκτικά στοιχεία της έρευνας το δυστύχημα αυτό, μια από τις χειρότερες σιδηροδρομικές καταστροφές στην ιστορία της Ινδίας, ενδέχεται να οφείλεται σε βλάβη του συστήματος σηματοδότησης.
Μετά τη σύγκρουση και τον εκτροχιασμό των βαγονιών «άνθρωποι έκλαιγαν, φώναζαν βοήθεια», αφηγήθηκε σε ένα ινδικό τηλεοπτικό κανάλι ο Αρτζούν Ντας, ένας από τους επιζώντες. Οι επιβάτες «εκτοξεύτηκαν από τις κουκέτες τους, υπήρχαν παντού τραυματίες, μέσα στα βαγόνια και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής», πρόσθεσε, λέγοντας ότι θέλει «να ξεχάσει» όσα είδε.
Δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στο σημείο είδαν τα βαγόνια που είχαν ανατραπεί και τους διασώστες να εργάζονται ακατάπαυστα για να βγάλουν τους επιζώντες. Πολλά πτώματα, καλυμμένα με λευκά σεντόνια, κείτονταν δίπλα στις ράγες.
Το δυστύχημα σημειώθηκε το βράδυ της Παρασκευής κοντά στο Μπαλασόρ, που απέχει 200 χιλιόμετρα από το Μπουμπανεσβάρ, την πρωτεύουσα του κρατιδίου Οντίσα, στην ανατολική Ινδία.
Αρχικά, εκτροχιάστηκε μια αμαξοστοιχία εξπρές που εκτελούσε το δρομολόγιο από το Μπενγκαλούρου στην Κολκάτα και έπεσε στη διπλανή γραμμή. Λίγα λεπτά αργότερα ένα άλλο τρένο, το Κορομαντέλ Εξπρές, που συνδέει την Κολκάτα με το Τσενάι, έπεσε πάνω στο εκτροχιασμένο τρένο και κάποια από τα βαγόνια του έφυγαν από τις ράγες και συγκρούστηκαν με ένα εμπορικό τρένο, που ήταν ακινητοποιημένο δίπλα.
Ο Χιρανμάι Ραθ, ένας φοιτητής το σπίτι του οποίου βρίσκεται πολύ κοντά στις ράγες, έσπευσε για να βοηθήσει. Μέσα σε λίγες ώες, είδε, όπως είπε «περισσότερο θάνατο και καταστροφή απ’ όσο μπορούσε να φανταστεί». «Σκεφτείτε να κοιτάζετε, ή να ανασύρετε, το πτώμα ενός ανθρώπου, ένα μπράτσο, ένα κομμένο πόδι», αφηγήθηκε.
Στο τελευταίο βαγόνι του δεύτερου τρένου ταξίδευε ο 27χρονος Ανουμπάβ Ντας. Όπως είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο, άκουσε «στριγκούς, διαπεραστικούς ήχους από μακριά» και «είδε ακρωτηριασμένα πτώματα και έναν άνδρα, με κομμένο χέρι, που προσπαθούσε να τον βοηθήσει ο τραυματισμένος γιος του».
Η επιχείρηση διάσωσης ολοκληρώθηκε σήμερα το βράδυ, αφού ερευνήθηκαν τα συντρίμμια για τον εντοπισμό επιζώντων. «Όλα τα πτώματα και οι τραυματίες έχουν απομακρυνθεί από το σημείο του δυστυχήματος», είπε ένας υπεύθυνος του συντονιστικού κέντρου στο Μπαλασόρ.
Ο γενικός διευθυντής της πυροσβεστικής στο κρατίδιο της Οντίσα, ο Σουντάνσου Σαράνγκι, είπε ότι ο τελικός απολογισμός θα είναι μεγαλύτερος και οι νεκροί μπορεί να φτάσουν ακόμη και τους 380.
Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι δεσμεύτηκε ότι οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν. Ο Μόντι πήγε στο σημείο του δυστυχήματος και στη συνέχεια συναντήθηκε με τραυματίες σε ένα νοσοκομείο.
Για τη μεταφορά των θυμάτων κινητοποιήθηκαν 200 ασθενοφόρα, λεωφορεία αλλά και ο στρατός, όπως είπε ο υπουργός Σιδηροδρόμων, Ασουίνι Βαϊσνάου.
Ο πάπας Φραγκίσκος εξέφρασε τη «βαθύτατη θλίψη» του για την καταστροφή και τα συλλυπητήριά του στους συγγενείς των θυμάτων. «Η σκέψη μου είναι με τις οικογένειες των θυμάτων», έγραψε στο Twitter ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν.
Στο παρελθόν η Ινδία βίωσε πολλές σιδηροδρομικές τραγωδίες, ωστόσο τα τελευταία χρόνια η ασφάλεια του δικτύου έχει βελτιωθεί σημαντικά, χάρη στις επενδύσεις και την τεχνολογική εξέλιξη. Το χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη χώρα ήταν εκείνο της 6ης Ιουνίου 1981, όταν επτά βαγόνια ενός τρένου που διέσχιζε μια γέφυρα έπεσαν στον ποταμό Μπαγκμάτι, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 800-1.000 άνθρωποι.
Μετά το 2000 έχουν σημειωθεί 13 δυστυχήματα – τουλάχιστον τα τρία από αυτά οφείλονταν σε τρομοκρατικές επιθέσεις – με περισσότερους από 50 νεκρούς στο καθένα.