Η εγκληματικότητα φουντώνει στη Χιλή και ο πρόεδρος της χώρας Γκαμπριέλ Μπόριτς έχει ανακοινώσει ομοβροντία μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Πλέον οι δυνάμεις επιβολής της τάξης θα έχουν τον νόμο «της εύκολης σκανδάλης», όπως τον βάφτισαν οι επικριτές του (Gatillo fácil). Το νομοσχέδιο προβλέπει πως για κάθε στρατιωτικό ή αστυνομικό που κάνει χρήση του υπηρεσιακού του όπλου θα έχει ισχύ το τεκμήριο της νόμιμης άμυνας, το οποίο δεν θα αίρεται παρά μόνο αν έρευνα δείξει πως έδρασε κακόβουλα.
«Tο σχέδιο νόμου ορίζει πως όταν αστυνομικός χρησιμοποιεί όπλο σε νόμιμη άμυνα, ή για να υπερασπιστεί τρίτο επειδή η ζωή του διατρέχει κίνδυνο, θα θεωρείται πως έδρασε τηρώντας τους επαγγελματικούς κανόνες, εκτός αν έρευνα αποδείξει το αντίθετο», εξήγησε η υπουργός Εσωτερικών Καρολίνα Τοά.
«Πέθαναν αστυνομικοί για να δει το φως της ημέρας αυτό το νομοσχέδιο (…) Προστατεύστε την Αστυνομία μας, δώστε της περισσότερες εξουσίες, ξαναδώστε ελπίδα στους Χιλιανούς», είπε από την πλευρά του ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Αντρές Λόνγκτον, εισηγητής του νομοσχεδίου. Υπενθυμίζουμε ότι την περασμένη εβδομάδα δολοφονήθηκε η αστυνομικός Ρίτα Ολιβάρες, όταν δέχθηκε καταιγισμό πυρών καθώς έβγαινε από το υπηρεσιακό της αυτοκίνητο.
Οι επικρίσεις
Το αρχικό κείμενο του νομοσχεδίου, το οποίο κατά τη διάρκεια της συζήτησης χαρακτηρίστηκε νόμος της «εύκολης σκανδάλης» από όσους εναντιώνονταν στις διατάξεις του, επικρίθηκε από ειδικούς σε θέματα ποινικού δικαίου και από τα Ηνωμένα Έθνη αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, επικαλούμενο το AFP.
«Δεν συμμορφώνεται προς το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα», τόνισε ο Γιαν Γιαράμπ, στέλεχος του ΟΗΕ αρμόδιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Λατινική Αμερική.
Ορισμένες αμφιλεγόμενες διατάξεις απαλείφθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο κοινοβούλιο, ιδίως αυτή που προέβλεπε πως αστυνομικοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν όπλα αν δέχονταν επίθεση από τουλάχιστον δύο άοπλους.
Σύμφωνα με δημόσιο θεσμό αρμόδιο για την πρόληψη της εγκληματικότητας, το 2022 οι ανθρωποκτονίες αυξήθηκαν κατά 33,4% σε σύγκριση με την περασμένη χρονιά. Επρόκειτο για τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση αυτού του δείκτη σε όλη τη Λατινική Αμερική, πίσω μόνο από τον Ισημερινό (+80%).