Η Κίνα, μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, έχει πολλούς δισεκατομμυριούχους. Ωστόσο, σύμφωνα με τη λίστα Hurun, έχει μειωθεί το τελευταίο διάστημα ο αριθμός των πολύ πλούσιων στη χώρα.
Πάνω από 400 άνθρωποι έχασαν την ιδιότητα του δισεκατομμυριούχου πέρυσι, οι περισσότεροι από την Κίνα, καθώς η παγκόσμια νομισματική σύσφιξη, τα προβλήματα που προκάλεσε η COVID-19 και τα μέτρα καταστολής του Πεκίνου σε μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας έπληξαν τους μεγιστάνες, σύμφωνα με κατάταξη των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου.
Η Κίνα έχασε 229 δισεκατομμυριούχους από την Hurun Global Rich List 2023, αντιστοιχώντας σε πάνω από τους μισούς από τους 445 ανθρώπους που αφαιρέθηκαν από τη λίστα, στην οποία περιλαμβάνονται μεγιστάνες των οποίων η περιουσία έχει ελάχιστη καθαρή αξία 1 δισεκ. δολάρια, όπως ανέφερε σήμερα η έκθεση Hurun.
Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου προσέθεσε επίσης 69 νέους δισεκατομμυριούχους στη λίστα αυτή κατά την περίοδο αυτή. «Ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων στον κόσμο έχει μειωθεί κατά 8%, ενώ ο συνολικός τους πλούτος μειώθηκε κατά 10%», ανέφερε ο Ρούπερτ Χούγκεβερφ, ιδρυτής και πρόεδρος της Hurun Report. Συνολικά 3.112 άνθρωποι περιλαμβάνονται στη λίστα συγκριτικά με 3.381 ένα χρόνο νωρίτερα, πρόσθεσε ο ίδιος.
Η Κίνα παρέμεινε η μεγαλύτερη πηγή για υπερπλούσιους, με τον συνολικό αριθμό δισεκατομμυριούχων να διαμορφώνεται στους 969 στις 16 Ιανουαρίου του 2023, μπροστά από τις ΗΠΑ με 691 μεγιστάνες.
Οι εταιρίες με είδη πολυτελείας είχαν μια καλή χρονιά, με τον επικεφαλής της LVMH Μπερνάρ Αρνό να ανεβαίνει στην κορυφή της λίστας και τους κληρονόμους της Hermes Μπερτράν Πουές και μέλη της οικογένειας του να βρίσκονται στην τρίτη θέση.
Από τα ονόματα που αφαιρέθηκαν από τη λίστα ξεχωρίζει ο Σαμ Μπάνκμαν-Φριντ που έχασε την περιουσία του ύψους 21 δισεκ. δολαρίων μετά την κατάρρευση της πλατφόρμας ανταλλαγών κρυπτονομισμάτων FTX.
Στην Κίνα, ο Τζακ Μα, ιδρυτής του κινεζικού κολοσσού ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba Group Holding, υποχώρησε στην 52η θέση από την 34η ένα χρόνο νωρίτερα, κυρίως λόγω των κινεζικών ρυθμιστικών μέτρων καταστολής στον τεχνολογικό κλάδο, μεταδίδει το ΑΠΕ -ΜΠΕ.
«Οι αυξήσεις επιτοκίων, η ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου, η τεχνολογική φούσκα που δημιουργήθηκε λόγω της COVID-19 και η οποία έσκασε και ο συνεχής αντίκτυπος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου έχουν όλα αυτά συνδυάστηκαν για να πλήξουν τις χρηματιστηριακές αγορές», δήλωσε ο Χούγκεβερφ. Κατά το περασμένο έτος έως τα τέλη Ιανουαρίου, ο S&P 500 κατέγραψε απώλειες πάνω από 14%, ενώ στην Κίνα ο δείκτης Shanghai Composite έχασε σχεδόν 11%.
Στο μεταξύ, το κινεζικό γιουάν έχασε περίπου 8% της αξίας του έναντι του δολαρίου το 2022, η μεγαλύτερη ετήσια πτώση του από το 1994, λόγω κυρίως των επιθετικών αυξήσεων επιτοκίων από τη Federal Reserve και της επιβράδυνσης της εγχώριας οικονομίας.