Το νεκροταφείο Père-Lachaise στο Παρίσι, στο οποίο βρίσκονται -μεταξύ άλλων- οι τάφοι των Όσκαρ Ουάιλντ, Τζιμ Μόρισον, Έντιθ Πιαφ και πολλών ακόμα καλλιτεχνικών ειδώλων, έχει γίνει δημοφιλής τουριστικός προορισμός και καταφύγιο για την άγρια φύση.
Στο νεκροταφείο, που βρίσκεται ανάμεσα σε λεωφόρους με μεγάλη κίνηση στη γαλλική πρωτεύουσα, μπορεί κανείς να ακούσει ξερά φύλλα να θροΐζουν, να δει δάφνες και φτελιές με πυκνό φύλλωμα ενώ θα δει και ζώα, όπως παπαγάλους να κουρνιάζουν στα φύλλα αλλά και αλεπούδες και κουκουβάγιες.
Το νεκροταφείο είναι γνωστό ως τόπος ανάπαυσης διάσημων καλλιτεχνών όμως, τα τελευταία χρόνια, όμως, έχει γίνει επίσης καταφύγιο για τη χλωρίδα και την πανίδα της πόλης.
«Η φύση παίρνει πίσω αυτά που της ανήκουν» λέει στους New York Times ο Benois Gallot, ο έφορος του νεκροταφείου, υπεύθυνος για την επίβλεψη της συντήρησης των χώρων και την κατανομή των θέσεων ταφής, καθώς περπατά ανάμεσα σε επιτύμβιες στήλες τις οποίες «αγκαλιάζουν» αμπέλια και αγριόχορτα.
Ένα σχέδιο δεκαετίας για τη σταδιακή κατάργηση των φυτοφαρμάκων είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή του νεκροταφείου σε έναν από τους πράσινους πνεύμονες του Παρισιού, το οποίο προσδοκά να γίνει πιο φιλικό προς το κλίμα ενόψει της αύξησης της θερμοκρασίας.
Η ύπαρξη άγριας ζωής σε έναν τόπο αφιερωμένο στον θάνατο, θεωρείται ως μια μικρή επανάσταση στα ήθη των γαλλικών νεκροταφείων, όπου τα ίχνη ζωής θεωρούνταν ασέβεια προς τους νεκρούς.
«Κάναμε στροφή 180 μοιρών» λέει ο Gallot και προσθέτει ότι το Père-Lachaise είναι η απόδειξη ότι «οι ζωντανοί και οι νεκροί μπορούν να συνυπάρξουν».
Το νεκροταφείο 110 στρεμμάτων, που άνοιξε το 1804 και πήρε το όνομά του από τον εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ’, τον αιδεσιμότατο François de La Chaise d’Aix, δεσπόζει σε μια πλαγιά και κοιτάζει προς το κέντρο του Παρισιού. Οι πρώτες επιτύμβιες στήλες είναι περιστοιχισμένες με δέντρα και φυτά σε ένα περιβάλλον που θυμίζει πάρκο.
Καθώς η φήμη του νεκροταφείου μεγάλωνε, το πράσινο ολοένα και εξαφανιζόταν. Πρώτα έφτασαν εκεί τα υποτιθέμενα λείψανα του θεατρικού συγγραφέα Μολιέρου και του ποιητή Ζαν ντε Λα Φοντέν, που μεταφέρθηκαν το 1817, και έκαναν τους Παριζιάνους να θέλουν να ταφούν δίπλα στους επιφανείς αποθανόντες καλλιτέχνες. Στη θέση του πράσινου «ξεφύτρωναν» γλυπτά και παρεκκλήσια.
Σήμερα, περίπου 1,3 εκατομμύρια άτομα, μεταξύ των οποίων ο Προυστ, ο Σοπέν και η Σάρα Μπέρνχαρτ, είναι ενταφιασμένα εκεί, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο μισό του ζωντανού πληθυσμού του Παρισιού!
Στη συνέχεια, κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, η φύση στο νεκροταφείο των διασήμων έχασε ακόμα περισσότερο έδαφος. Σε αντίθεση με τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη -όπως στη Βρετανία και την Αυστρία, όπου οι επιτύμβιες στήλες απλώνονται σε καταπράσινα τοπία- η Γαλλία και άλλες λατινικές χώρες προτιμούσαν μάλλον αυστηρούς, πετρώδεις χώρους ταφής, σύμφωνα με τον Bertrand Beyern, ξεναγό και ιστορικό νεκροταφείων.
Κανένα σημάδι ζωής, εκτός από τους πενθούντες, δεν επιτρεπόταν στον χώρο, από σεβασμό προς τους νεκρούς.
«Ακόμα και η μικρότερη πικραλίδα έπρεπε να αφαιρεθεί» λέει ο Jean-Claude Lévêque, κηπουρός στο νεκροταφείο από το 1983 και γι’ αυτό, όπως λέει, έριχναν φυτοφάρμακα στους τάφους.
Αυτή η προσέγγιση άρχισε να αλλάζει το 2011, όταν η δημοτική Αρχή της πόλης ενθάρρυνε τα νεκροταφεία του Παρισιού να καταργήσουν σταδιακά τα φυτοφάρμακα. Ο Gallot, ο οποίος εργαζόταν τότε σε ένα άλλο νεκροταφείο στα περίχωρα της πρωτεύουσας, λέει ότι αρχικά ήταν «πολύ καχύποπτος και αρνητικός» απέναντι σε αυτή την πρωτοβουλία.
Αλλά βλέποντας τα λουλούδια να ανθίζουν ξανά και τα πουλιά να επιστρέφουν στις φωλιές τους, πείστηκε ότι επρόκειτο για κάτι πραγματικά καλό.
Μέχρι το 2015, είχε τεθεί σε ισχύ η πλήρης απαγόρευση των ζιζανιοκτόνων και ο Xavier Japiot, φυσιοδίφης που εργάζεται για τον δήμο του Παρισιού, δήλωσε ότι ως αποτέλεσμα είχε αναπτυχθεί ένα «πλούσιο οικοσύστημα».
Κυκλάμινα – λευκά, ροζ ή μοβ – ξεφύτρωσαν ανάμεσα στις υπερυψωμένες κρύπτες. Σμήνη πουλιών, ανάμεσα στα οποία κοκκινολαίμηδες και μυγοχάφτες, έχουν εγκατασταθεί στον τεράστιο θόλο του νεκροταφείου.
Ορισμένοι επισκέπτες του νεκροταφείου των διασήμων, βρήκαν τις αλλαγές ευχάριστες.
«Αυτή η φυσική ποικιλομορφία αποσπά την προσοχή σου από τον θάνατο» λέει ο Philippe Lataste, ένας 73χρονος συνταξιούχος, ο οποίος περιπλανιόταν στα πλακόστρωτα σοκάκια του Père-Lachaise. «Είναι λιγότερο τρομακτικό».
Η πιο θεαματική έκρηξη της άγριας ζωής συνέβη κατά τη διάρκεια μιας περιόδου μεγάλου πένθους: της κρίσης του κορονοϊού. Τον Απρίλιο του 2020, σε ένα Παρίσι-φάντασμα λόγω του lockdown, ο Gallot βρήκε ένα ζευγάρι αλεπούδων και τα τέσσερα μικρά τους στο νεκροταφείο, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο μέχρι τότε για τα όρια της πόλης.
Η εξέλιξη του νεκροταφείου Père-Lachaise σε χώρο πρασίνου έχει προσελκύσει μια νέα δεξαμενή επισκεπτών, ο συνολικός αριθμός των οποίων ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια τον χρόνο κατά μέσο όρο. Τώρα, μαζί με τα «κύματα» τουριστών που έρχονται να δουν τους πιο διάσημους τάφους του νεκροταφείου, υπάρχουν και περισσότεροι ντόπιοι που απολαμβάνουν μια απόδραση στη φύση.