Το όνομα Wang Xiaodong μπορεί να είναι αδιάφορο στη Δύση, όμως στην Κίνα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της, αφού ο 66χρονος άνδρας που το φέρει θεωρείται ο «νονός» του κινεζικού εθνικισμού και είναι ο άνθρωπος που όρισε ως ένα σημείο την πολιτική προς τις ΗΠΑ.
Ο πρώην καθηγητής οικονομικών θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά ονόματα στη χώρα, αφού έχει γράψει πλήθος βιβλίων που επικρίνουν το δυτικό τρόπο ζωής και υμνούν την κινεζική ανωτερότητα. Μάλιστα, ο ίδιος συνεχίζει να δημοσιεύει σχετικό υλικό, ενώ μέσω των social media δίνει διαλέξεις και διατηρεί εκατομμύρια ακολούθους.
Η καριέρα του έχει εκτοξευτεί την τελευταία δεκαετία, όμως μετανιώνει για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, όχι γιατί αποκήρυξε τις ιδέες του, αλλά γιατί θεωρεί ότι δεν κατανοούνται σωστά από τον κόσμο και ιδιαίτερα τη νέα γενιά, όπως αναφέρουν οι nytimes.com.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια επικρίνει έντονα τους σύγχρονους Κινέζους εθνικιστές και «τραβάει το αυτί» στην έπαρση για την ανωτερότητα του Πεκίνου έναντι της Ουάσιγκτον, μια ανωτερότητα που εξέθρεψε και έστησε όλη τη ζωή του πάνω της.
Από την αμερικανική ηγεμονία, στη «δυστυχισμένη Κίνα»
Ο Wang Xiaodong τη δεκαετία του 1980 είναι ένας καθηγητής οικονομικών που εργάζεται στην Κίνα «καταβροχθίζοντας» το ένα βιβλίο μετά το άλλο, σαν άλλος βιβλιοφάγος, ενώ έρχεται σε επαφή με δυτικές αξίες, αφού το κράτος προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τις ιδέες της ηγεμονίας του Μάο Τσε Τουνγκ. Το 1988 λοιπόν, είναι «χρονιά – σταθμός» στη ζωή του, αφού ο κρατικός τηλεοπτικός σταθμός μεταδίδει το ντοκιμαντέρ River Elegy, που κατηγορεί την καθυστέρηση της Κίνας στην ανάπτυξη του πολιτισμού της και προτρέπει να πάρει παραδείγματα από την Ιαπωνία και τη Δύση.
Τότε, γράφει ένα σύντομο δοκίμιο που επικρίνει το έργο και αναφέρει ότι του δημιουργεί «απέχθεια για τον εαυτό του» και μετά από παρακάλια, δημοσιεύεται με κίνδυνο -λόγω λογοκρισίας- στην εφημερίδα China Youth Daily στην ενότητα της ψυχαγωγίας και όχι της πολιτικής. Το δοκίμιο προκαλεί μεγάλη αίσθηση, όπως και ο τρόπος δημοσίευσης του που θεωρείται ριζοσπαστικός και φτιάχνει τις βάσεις για ένα φανατικό κοινό που θα γιγαντωθεί τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, αρχίζει να ηγείται του κινεζικού εθνικισμού και τον επόμενο χρόνο το 1989 με τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν και την εσωστρέφεια που υιοθετείται στην εξωτερική πολιτική, κερδίζει ακόμα περισσότερους οπαδούς. Αρχίζει λοιπόν, να εκδίδει όλο πιο προκλητικά βιβλία και δοκίμια, ενώ υποστηρίζει πως η Κίνα πρέπει να γίνει πιο μαχητική για να επιβιώσει από την αμερικανική ηγεμονία. Μάλιστα, τονίζει πως οι στόχοι ενδέχεται να μην μπορούν να επιτευχθούν με ειρηνικά μέσα.
Έκτοτε, απολαμβάνει μια περίοπτη θέση στην πολιτική κινεζική ζωή και το 2009 κυκλοφορεί το βιβλίο «Δυστυχισμένη Κίνα» και αποκαλεί «σκλάβους» που «δοξάζουν την ειρήνη», όσους θεωρούν ότι το Πεκίνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις ΗΠΑ.
«Ο εθνικισμός πήγε πολύ μακριά»
Παρόλα αυτά, «όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν» και στην περίπτωση του Wang Xiaodong, ο ίδιος άρχισε να αναθεωρεί για την επίδραση των πεποιθήσεων του. Χωρίς να παίρνει πίσω όσα έχει αναφέρει και δίχως να απαρνείται τα πιστεύω του, μετανιώνει για τον τρόπο που τα μετέδωσε, αφού θεωρεί ότι τελικά έκανε λάθος.
Συγκεκριμένα, μετά τους Ολυμπιακούς του 2008 και με την άνοδο του διαδικτύου, σε μια χώρα που ήδη στρέφονταν σιγά-σιγά στον εθνικισμό, οι ιδέες του σε συνδυασμό με τη συγκυρία και το βιβλίο του κάνουν πάταγο, με τον ίδιο να αγγίζει το πικ της καριέρας του. Η «πτώση από τα σύννεφα» όμως είναι απότομη, καθώς τη στιγμή που η Κίνα εκτοπίζει οικονομικά τις ΗΠΑ και βάζει γερές βάσεις να το επιδιώξει και σε άλλους τομείς, ο 66χρονος πρώην καθηγητής κάνει δεύτερες σκέψεις.
Όπως αναφέρει, οι νέοι της Κίνας μπορεί να έχουν όλα τα εργαλεία για να πάνε μπροστά, όμως θεωρούν ότι ήδη είναι στην κορυφή, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην παλέψουν για ένα καλύτερο αύριο, αλλά και να ελοχεύει ο κίνδυνος να υπονομεύσουν όσα έχουν κατακτηθεί.
«Αυτός ο εθνικισμός έχει πάει πολύ μακριά», θα πει χαρακτηριστικά και θα προσθέσει ότι «παλιότερα, η αυτοεκτίμηση των Κινέζων ήταν πολύ χαμηλή και πίστευαν ότι η Κίνα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σωστά. Τώρα, πιστεύουν ότι η Κίνα είναι το Νο. 1 και μπορεί να πολεμήσει οποιονδήποτε – και δεν μπορώ να το αντέξω αυτό. Η Κίνα δεν είναι ακόμα τόσο δυνατή».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους νέους και σημειώνει ότι «δεν υπάρχει λόγος να πούμε ότι ο εθνικισμός που κληρονόμησε η νέα γενιά είναι διαφορετικός από εκείνον της δεκαετίας του 1990. Ας το θέσω έτσι: Αυτή τη στιγμή, η δική μου γενιά είναι αυτή που έχει την εξουσία, όχι η δική τους. Θα δούμε τι θα γίνει αφού πεθάνουμε».
Πλέον, έχει αρχίσει να χάνει το κοινό του και μερικές φορές χαρακτηρίζεται προδότης από άλλους ομοϊδεάτες του, όμως τονίζει πως «έχουν ξεχάσει, τις τελευταίες δεκαετίες, ότι με αποκαλούσαν “νονό” του εθνικισμού. Εγώ το δημιούργησα. Αλλά ποτέ δεν τους είπα να είναι τόσο τρελοί».